Δευτέρα, Μαΐου 22, 2006

Ήλιούσκα speaking!

Απελπιζίομαι κάργα τόν τελευταίο καιρό καί δέν υπάρχει καί προοπτική νά έσεται πρώτος, ούτος ο έσχατος καιρός, δάτς δε πρόμπλεμ νά'ούμ'! Κυττώ στό βάθος, η άδει-α κείται μακράν, τά τής δουλειάς λίγο πακετουά, βαριέμαι πολύ, μέ νοιώθω σάν Τζέφ Γκόλντμπλουμ στόν καθρέπτη εφαρμόζων πρωτοποριακές ονδοντιατρικές μεθόδους...

Αργεί ο καλοκαίρης, η σ’αυτόν άδει-α, ακόμη κάπου εκεί, στό βάθος. Στό βάθος μιάς μακρουλής (μά λίαν πολύ μακρουλής) σήραγγος... (καί χωρίς νά φαίνεται τό φώς, νύξ γάρ!)

Προσπαθώ νά εύρω κάνα ηδύ πάρεργον μπάς καί ξεφύγω από τίς απαρχές μελαγχολίας ήτις θά καταλήξη σέ κινήσεις πού δέν γίνεται όπως μεταφερθώσιν εδώ... Ίσως νά πρέπει νά έλθη στό προσκήνιο μιά κάποια ανάγνωσις μιάς κάποιας συνταγής ζαχαροπλαστικής...

Λοιπόν... Έχομε καί λέμε... Τρείς Ελένες (η μία Έλενα, η άλλη Ελένη, η τέλος Ελίνα).

Δύο Κωνσταντίνες. Η μία Ντίνα, η άλλη Κωνταντίνα.

Μία Λεμονιά. Δέν εόρταζε βεβαίως, επέστρεψε όμως, μετά από μακρά άδεια ασθενείας.

Μέ λίγα λόγια τής πουτάνας τό μαγκάλι όσον αφορά τά γλυκά, εδώ στήν δουλειά... Ή μάλλον, τό πόσα γλυκά έφαγα.

Κυττάζω τήν κοιλιά μου πάνω από τό ξώμεσο, φούξια ημιφανελλάκι καί η θέα μέ στέλνει σέ κάτι Σαββατιάτικα πρωινά, στό βίδεο κλάμβ τής γειτονιάς οπόθεν νοικιάζαμε κασσέτας Μπάντ Σπένσερ. (Ήντουνα η περίοδος λίγο πρίν νά τό γυρίσω στόν σοβαρό σινεμά διά τής κωλοτρυπιδέησον φάσεως μέ τόν Παζολίνη).

Γυρίζω τήν γλώττα μου (Χαμένοι μοιάζουμε λοιπόν στον γύρο του θανάτου, πού λέει κι ένας καριόλης) στήν κουφάλα τού στομάτου μου κι η γεύσις θυμίζει τήν καραμελόπολι τής πλατείας Συντάγματος καί τό γεμάτο πακιστανοί κι αλβανοί, καρουζέλ.

Η φίκι φίκι κατάστασις τών δύο μέ γλυκάκια, κυτίων εκεί απέναντι, πάνω στό τραπεζίδι μέ τά στυλό, μέ αποτρέπει από τήν αποστολή ενός καυλιάρικου σμς πρός τόν αγαπημένο μου – αγαπητικός τού μηνός Μαΐου, περικαλώ. Βλέποντας όμως 74 χαρτάκια, εδώ αριστερά εντός τού κάλαθου τών αχρήστωνε, στόν κουβά, πεταμένα μέ απολειφάδια σαντιγέως καί ερυθρού σοροπιού, στό πάτ κιούτ έρχεται η εικόνα – θύμηση εκείνης τής βραδιάς όταν σχεδόν ισόποσα προφυλακτικά είχα καταναλώσει σέ μιά βραδιά ασυγκρίτου πάθους μέ τόν απριλιάτικο επιβήτορά μου – έναν από τούς τρείς τελοσπάντων...

Τί θά κάνω ρέ γαμώτο; Νομίζω ότι άχνη θά αρχίση νά πετιέται από τά αυτιά μου καί θά κατουράω μπομπονέλα. Είναι ζήτημα Ασκητή ή Μαμαλάκη;

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats