Παρασκευή, Απριλίου 07, 2006

Άμα είσαι νίντζα…

Δέν βρήκα, επενόησα, εφηύρα ούτε τζίνι, ούτε τόν υπερυπολογιστή, ούτε επιφωτίστηκα ώς 13ος... Συνεπώς, δέν βοηθήθηκα από αλλού γιά νά τό ατσιβάρω. Άσε πού ούτε θυμάμαι πώς πέτυχε. Ή μήπως απλώς έτυχε; Μάλλον έτυχε, ναί. Τέλος πάντων, (τό κούρασα!) ένα βράδυ προηγουμένου πρωινού άνευ έννοιας γιά έγερση, μέ συνάντησα νά έχω οριζοντιωμένα κορμικά δεδομένα σέ απόσταση μέ θήλυ εντελώς παρεξηγήσεως εάν κι αυτή δέν συναινούσε είς τήν όλην εικαστικήν πρότασιν τών ορέξεων τών ορμονών (μας).

Αγκομάχησα μέ ασθματικά παραληρήματα καθώς ακόνιζα τά εσώτερα τής σχισμής της μέ όχι μέ τά χέρια μου καί γρήγορα (ώς είθισται) τέλεψα.

Γύρισα καί έπεσα ανάσκελα σάν παραιτημένος κερατάς καί άρχισα νά πιάνω μιά χαύνωση, μιά άνοια, κάτι σάν κενό χωρίς όμως νά μπορώ κάν νά επισημαίνω αυτό τό κενό.

Χωρίς νά τό θέλω, αγνόησα τήν δίπλα μου, κάποια δάκτυλά (της) χαϊδεύοντα τίς τρίχες τού οσχέου μου μού τήν θύμισαν. Η προσήλωσίς μου όμως αφιερώθηκε στό τρίψιμο τών οφθαλμών μου, είχα νυστάξει τρομερά. Μέ επεσκέφθη εισέτι, οδυνηρά τό σύνδρομον τού νεκρού σπέρματος, τής τίνι τρόπω παιδοκτονίας καί έπεσα πάρα πολύ. Θά έλεγα ότι τήν λησμόνησα παντελώς, νυσταλέος ών κάργα. Όμως, αυτή η σέ ακύμαντα ύδατα βαρκάδα πρός τά πεδία τού Μορφέως διεκόπη απότομα από μιά βιαία κουπιά.

Ένοιωσα τούς όρχεις μου νά πιέζωνται τζενγκισχανικώς. Τό άουτς έστρεψε τό κεφάλι πρός αυτήν η οποία:

- Κοιμάσαι βρέ κτήνος; Ε; Γάιδαρε; Κοιμάσαι;

Όχι, όχι! Δέν κοιμόμην! (Έστω, ακόμη...) Χέστηκα, όμως! Ω ρέ πούστη μου, πακέτο, τσιμπούκι έγινα στήν γκόμενα, εσκέφθην οικτιρώντας με... Η ατζεντλεμενιά όμως στούς αδένες μου μέ έριξε σέ κάτι ατέλειωτες σπίντες... Καί τότε μέ ύφος ο γαμάω, εστράφην αυτή καί είπον μέ ύφος χιλίων καρδιναλίων, θράσος χιλίων πιθήκων καί σιγουριά χιλίων μπουκμέηκερς:

- Όχι αγαπούλα! Έχω μυωπία καύλα μου, καί απλούστατα, έχω φέρει τόσο κοντά τήν παλάμη στά μάτια μου όχι επειδή ξύνομαι/τρίβομαι αλλά γιά νά διαβάσω έναν μυστικό κώδικα... Δέν ξύνω μάτι, αλλά αποκωδικοποιώ κάτι...

Μέ πίστεψε; Χμ... Η έκφρασίς της δέν έδειχνε ευπιστία. Γι’αυτό έριξα τό ατράνταχτα γαμάτο επιχείρημα πού τήν έκανε νά μέ πιστέψη καί ικανοποιημένη νά σκύψη ανάμεσα στά πόδια μου καί νά μέ φιλήση γαλλιστί.Συγχρόνως μέ τήν αέναη κίνηση τού κεφαλιού της φιλώντας, ρουφώντας, γλύφοντας, δαγκώνοντας, κρύβοντας κι αποκαλύπτοντας τό διογκούμενον φοφίκο μου, ακουγόμην νά άδω, πείθοντάς την:

«Την ανεξήγητη γραφή νά λύσω πολεμώ πού μού χαράξαν πειρατές κινέζοι στίς παλάμες»...

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats