Εξομολογήσεις ενός νοέμβριου Ιανού.
Άχ, Ηριδανέ μου, ωχρόν ρόδο σέ όχθη τού Γουαδαλκιβίρ, λίγη από τήν θαλερή υπομονή σου, ζητώ.
Μού είναι πολύ δύσκολο νά χαλιναγωγήσω αντιδράσεις μου, θέλω νά αρχίσω νά φωνάζω, νά στριγγλίζω, νά διατρανώνω ένθεν κακείθεν αυτήν τήν υπέρμετρη έλξη, τήν γοητεία τών σημείων, τήν ανεξήγητη σύμπτωση γούστων.
Ένας αθόρυβος λυγμός κι ένα φυλλοβόλο παράπονο όμως μέ καθηλώνουν, ισχυροποιούν τίς αναστολές καί μέ κρατούν σέ απόσταση.
Έχει όμως ο καιρός γυρίσματα. Ο τής δίκης οφθαλμός ος πανθ’ορά παθαίνει καταρράκτη ενίοτε. Αλλά πάλι καί σφριγηλός νά είναι, χεστήκαμε γιά πάρτη του. Θά κυλήση τό κέρμα, θά θηλυκώση σέ μιάν άκρη ενός επαρχιακού δρόμου γεμάτου από πεσμένα πλατανόφυλλα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα