ἦταν μιὰ ἑορτή!
Τότενες δηλαδὴς ὁπόταν ἐνθυμοῦμαι νὰ στηλιτεύω προσπάθειες μειζόνων τε καὶ ἐλασσόνων ποιητῶν γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν μὲ στόχο τὸν γνωστὸ ἀνθρώπινο ποὺ μέσα ἀπὸ μιὰ πρόφαση αἰθερότσαρκας νὰ καταλήγουν στὸ ἀείποτε ἀλλὰ κἄποια ποὺ ἦσαν ὡραῖα, σίγουρα στὸ ἐξέφρασα καὶ σίγουρα σὲ εὐχαρίστησα. Γιὰ νἆμαι εἰλικρινής, τὸ ποίημα αὐτό, μὲ ἐπηρέασε ὡς πρὸς τὸ νὰ μὴν ψάξω ἐπίδειξη ἐπειδὴ ὁ πράξας μόλις πέθανε - ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώσει, εἶναι πολὺ πολὺ ὡραῖο διότι εἶναι μεστό (μόλις ἕξι ἀράδες) μὲ θέμα ὄχι τὸν ἔρωτα ἀλλὰ τὴν μοναξιὰ - τοὐλάχιστον ἔτσι τὸ βλέπω. Ἂν ζοῦσε ὁ ἄνθρωπος ἴσως νὰ μοῦ ἔβγαινε ἕνα:
ὁ μάγκας δηλώνει
συναισθηματικὴ ἀναπηρία καὶ μὲ λύχνο στὴν ἀγορὰ ἀναζητᾷ πρόθυμον ὦμον
γυναικεῖον ἵνα πρὸς κηδείαν (=φροντίδα, κήδομαι τινός σημαίνει φροντίζω) μὲ
δευτερότοκο τέλος ἕνα σύμπλεγμα πισωκολλητοῦ.
Εἶχα κἄπου διαβάσει γιὰ
τὸν ξεκάθαρο ὑποκειμενισμὸ ποὺ (πρέπει νὰ) διέπει τὴν κρίση τῶν ποιημάτων·
ἔκτοτε (συμφωνήσας ὅσο ποὺ δὲν πάει) ξέρεις τί κάνω; Ἕνα ποίημα, μετὰ τὴν πρώτη
φορὰ ἀνάγνωσης, τὸ (ξανὰ)διαβάζω μὲ δεδομένο νὰ εἶναι προϊὸν τοῦ Μπέντζυ ἀπὸ τὸ
Ἡ Βουὴ καὶ ἡ Μανία (γιατί νὰ μὴν τὸ ἔχεις διαβάσει ὥστε νὰ μὴν χρειαστεῖ ἡ
ἀκόλουθος ἐξήγησις: ὁ Μπέντζης ἦταν ὁ χαμηλῆς νοημοσύνης υἱός, τὸν ἀνέφερε ὡς
παράδειγμα τέτοιο καὶ ὁ Γούντυ Ἄλλεν σὲ κἄποιο [Ποιό ῥὲ γαμῶτο; Δὲν θυμᾶμαι!]
ἔργο του), τὸ διαβάζω πάλι σὰν νὰ τὸ ἔγραψε ὁ Ἔλλιοτ ἢ Πάουντ στὴν πιὸ
ὤριμη περίοδό του.
Συμβαίνει ὀλίγες φορὲς νὰ
ταιριάζει μὲ παουντικὲς τερψιχοριστὶ ἐμέσεις, ἀλλὰ πάντα μὰ πάντα ταιριάζει
(δὲν εἶναι διόλου παράταιρο) μὲ νὰ τὸ ἔχει γράψει κἄποιος τιποτόνους!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα