Σάββατο, Ιουλίου 16, 2022

αὐτοψάρωσις!

Ὥρας προϊούσης, ἐκεῖ, εἰς τὸν Ἐλέφας, τὸν ἐπὶ τῆς Δημητρακοπούλου ὁδοῦ, στὴν αὐλή του, ὅπου κἄποτε ἀκάλυπτος χῶρος μὲ μπουγάδες εἰς τὰς πέριξ πολυκατοικίας καὶ τώρα τραπεζάκια μὲ καρέκλες καὶ μπύρες καὶ κοκταίηλ καὶ οὐΐσκια καὶ ἀγγουροκάροτα καὶ κόσμος καὶ γέλωτι συγκατανεύσεις παρότι δὲν τὸν ἄκουσα τὸν κιαρατὰ τί μοῦ εἶπε, μᾶλλον ἀστεῖο ἀνέφερε, ἂς γελάσω!· ἐκεῖ λοιπόν, παρατηρούσαμε (νὰ μᾶς συμβαίνωσιν) κἄτι ἀνεξήγητα σκηνικά, ὀλίγον σπούκυ μὲ χωρὶς καμιὰ διάθεση νὰ τὰ μαρτυρήσει ὁ εἷς είς τὸν ἄλλονε, καθ’ὅσον τἄπαμε: σκηνικὰ σπούκυ! Kαὶ ἦταν ἡ ἑβδόμη ἡμέρα (νῦξ πλέον εἶχε γίνει) τοῦ ἑβδόμου μηνὸς τοῦ δισχιλιοστοῦ εἰκοστοῦ δευτέρου σωτηρίου ἔτους - ἔτος Κυρίου, Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, χθὲς δῆλα δη, χθὲς τὸ βράδυ στὸν Ἐλέφαdα ῥὲ παιδί μου, ποὺ κάνεις ὅτι δὲν καταλαβαίνεις τώρα!

Ὅσον ἀφορᾷ τὰ παράξενα καὶ τὰ σπούκυ...fiat lux εἰς ὅ,τι παρετηρήθη!

Ἦταν παράξενο καὶ σπούκυ διότι ἀντελήφθημεν νὰ μποροῦμε νὰ διαβάζουμε ψιλά, μικρὰ γράμματα (στὰ κινητά μας) καὶ σὲ ἀπόσταση μάλιστα βραχεία, μικροτάτη ἀπὸ τὰ μάτια μας ἐνῷ μέχρι πρότινος τηρούσαμε στὰ δάκτυλα τῶ ποδιῶνε, ὅ,τι θέλαμε νὰ διαβάσωμε! Ὦ λαλά! Μὰ ποιά ἦταν τέλος πάντων, αὐτὴ ἡ (ἐπίμονος) κυρία Πρεσβυωπία; ὁδηγῆστε την ὄξω, μὲ τὴν δέουσα στάση πρὸς μιὰν μαντὰμ μὲ τὰς καμελίας!

Προσωπικῶς, ὁ ἐγώς, τὸ μεγαλοπρεπείως ὑψιπετές μου, ποὺ μοῦ πρέπει νὰ ἀναφέρωμαι στὸν ἑαυτὸ μου σὲ τρίτο ἑνικό (πὶ χί: ὁ Μέγας vangelakas σᾶς στέλλει χαιρετίσματα καὶ ἀπροσμέτρητη ἀγάπη, ἀγάπη μόνο ὅπως διεκήρυττε μιὰ ἀγλαὴ μορφὴ τῆς διανοήσεως) διαισθάνθη(ν) ἐκρήξεις καὶ ὁργασμοὺς μελανίνης ἐντός μου, τοῦ ὀργανισμοῦ μου θέλω νὰ πῶ, θέλω νὰ πῶ κι ἄλλο, ὅτι μαυρίζανε οἱ κεφαλῇ ἄσπρες μου τρίχες μου, αὐτὲς ποὺ μπόλικα μαζωμένες μοῦ ἔχουσιν φτιάξει κροτάφους γκρί, οἱ ὀποῖοι μὲ τὴν σειρά τους κροτάφοι γκρί, μοῦ φτιάχνουν μιὰν ἀπάλευτον γοητεία μούρλια, μιὰν συναρπαστικότητα κάτσε καλά καὶ ἂς εἶναι· μὴν ἐξέρχωμαι τοῦ θέματος, ἄλλο τὸ ζήτημα τοῦ παρόντος.

Ὅλα τοῦτα, ἐχθές, ἐχθὲς τὸ βράδυ, μετὰ ἀπὸ τὶς ἐννιὰ τὸ βράδυ, στὸν Ἐλέφαντα!

Καὶ ὥρας προϊούσης καὶ ἐνῷ τὸ σκότος πύκνωνε, δηλαδὴ τί πύκνωνε- εἶχε πρὸ πολλοῦ νυκτώσει, μὲ τὰ ποτὰ στὰ ποτήρια νὰ ἀποκτοῦν πυρετὸ (οὐχὶ κατ’ἀνάγκην 19ον κοβιντικὸν τοιοῦτον) καὶ τὰ φυστίκια νὰ ὑγρασιάζωνται, ἔνοιωθα τίς λευκές μου τρίχες νὰ γίνωνται ἀστραπηδόν, ἀφροαμερικάνικαι – ἀφροκορυδαλλιώτικαι μᾶλλον!

Πολὺ πολὺ σπούκυ, ὅλο αὐτό!

Ὑπῆρχαν καὶ ἄλλα δεδομένα τῶν ὁποίων ἡ φυσικῶς φθίνουσα (σὰν ἐκεῖνες τὶς συναρτήσεις, τὶς πρῶτο καὶ τέταρτο δεσμίτικες) μαραζωτικὴ πορεία εἶχε παύσει καὶ εἶχε ἀναστραφεῖ ἀλλὰ εἶναι Παρασκευὴ καὶ δὲν πρέπει ἡ λεπτομερὴς ἀναφορὰ αὐτῶν - ἡ ἀνάρτησις σέβεται τὴν καθεστηκυΐαν τάξιν καὶ τὰς ἰδιαιτεροτήτας ὅλων ἡμῶν.

Λίγο ἤθελε ἡ φάσις μας, μετὰ ἀπὸ τὶς συναναστροφὲς τοῦ (ἐχθεσινοῦ) βραδιοῦ μὲ συμμαθητάς, νὰ ἀρχίζωμε νὰ βγάζουμε καὶ σπυράκια ἐφηβικὰ - εἰκὼν ὄχι καὶ τόσο ἑλκυστική, ἀλλὰ ὐπάρχει πόνος τοῦ νόστου ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ἐκεῖνα τὰ καυλόσπυρα καὶ τὴν ἐποχή των! Νομοτελειακῶς, τοῦ ἐντόνου συγχρωτισμοῦ μεθ’ ἡμῶν περατωθέντος, ὁ ἀριθμὸς 45 (μὴν ξεχνᾶτε ὅτι ἡ Αὐτοῦ Αἰωνιότης, ὁ Μέγας Μαλλῆς ἐγεννήθη τὸ 1977) παρέπεμπε μόνον εἰς τὰ παλαιὰ δισκάκια!

Κι ὅταν φύγαμε ἀπὸ τὸ κρασοπωλεῖον, τῶν τοῦ στομάχου ἡμῶν οἰμωγῶν πειθόμενοι, πρὸς τὴν πλατείαν σπεύσαμε, γιὰ κἄνα σουβλάκι.

Ἤμαστε πέντε.

Καὶ ἠγοράσαμε ἀπὸ ἕνα σουβλάκι.

Πόσο γαμιστερὸ τεκμήριο πλούτου! Τὸ κόστος κάθε τυλικτοῦ ἰσοῦτο μὲ τὸ ἀντίστοιχο ἑνὸς ἀγροτεμάχιου στὴν Λούτσα.

Τέλος πάντων.

Κόσμος πολὺς εἰς τὰ πέριξ τῆς πλατείας κρασοπουλειά, καγκουρομπραβομάγαζα, νεοταβερνεῖα.

Μὲ νεολαῖο κόσμο ἐκεῖ, τὴν απόλυτη πλειοψηφία ἔχων. Ἄνω τὼν τριάντα ἐτῶν, ἦσαν μόνον οἱ κολῶνες στὴν ὁδὸν Ἁγίου Γεωργίου.

Οἱ ἐν λόγῳ πέντε, ἡμεῖς, κινηθήκαμε πρὸς τὸ κυρίως μέρος τῆς πλατείας.

ὅπου δὲν κυκλοφοροῦσε ψυχὴ - ὅλοι (τἄπαμε) ἤντουσταν στὰ μαγαζιά, στὴν ἄκριαν τῆς πλατειός.

Κι ἐμεῖς, περπατούσαμε ἀργῶς, προσέχοντες τὴν σαλτσισθεῖσαν πίττα καὶ τὸ κρεμμύδι μὴν καὶ σκαλώσει μεταξὺ τῶν δύο μπροστινῶν κοπτηρῶν.

Ἐκείνηνα τὴν στιγμὴν ----- ἀκολουθεῖ σκέψις σοβαρὰ --------

ἀποστασιοποιήθην τῆς σκηνῆς

ἐξῆλθον τοῦ σώματός μου ἵνα παρατηρήσω.

σὰν νὰ ἤμανε σὲ μιὰν ἄκρη καὶ νὰ χάζευα

πέντε ἀργοσχολισμένα τυπάκια

νὰ τρῶνε ὄρθια

(ὅπου τὸ ὄρθια ἐπίθετο καὶ ὄχι ἐπίρρημα)

ὄχι ἐπιτραπεζίως μὲ ὅ,τι τοῦτο σημαίνει

προσδῖδον μιὰν κἄποια ἡλικία παναπεῖ

νὰ τρῶνε ὄρθιοι λοιπὸν

πέντε ἀργοσχολισμένα τύποι

στὴν πλατεία

μιὰ εἰκὼν ἐξόχως νεανικὴ

κάτω ἀπὸ τὸ ὅριο τὸ ἐκλογικὸ ἐννοῶ

Μπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάτω τῶν 18

αὐτὴ ἡ ἀγέλη ποὺ ἔβλεπα

διότι ὅπως ἐκινεῖτο τρώγουσα

κινεῖτο ὁμοίως, κινεῖτο ὅπως κινεῖτο καὶ πρὸ 30ετίας

30 χρόνια ἐπιτυχίες

σὰν νὰ ἦσαν 17 χρονῶν ἡ πεντὰς αὐτὴ

ἠ 18 ἂν εἶχε χάσει χρόνο κἄποιος

σὰν νὰ ἦταν 17 χρόνων οἱ τύποι αὐτοὶ

ἐνῷ ἀθροιστικῶς τὰ νῦν χρόνια τους

εἶναι τόσα ποὺ ἂν τὰ εἶχε ἕνα πιθάρι

ἕνας ἀμφορεὺς

ἕνα παπυρικὸν χειρόγραφον

ἕνα κτέρισμα

ἕνα μυροδοχεῖον

σίγουρα θὰ ἀνελάμβανε τὴν εὐθύνη του (των)

(καὶ παρότι γιὰ ὅσο κρατᾷ ἕνα σουβλάκι οἱ πέντε γινήκανε 17άρηδες)


τὸ ἐθνικὸν ἀρχαιολογικὸν μουσεῖον

 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats