Ποίημα εἶναι, ποίημα!
δεύτερη ἀνάγνωσις ἢ τί κρύβεται ὄπισθεν τοῦ:
Αὐτὸ ποὺ εἶδες, τὸ φύτεψα ἐδῶ! Θὰ φέρω αὔριο ἕνα καινούργιο per te
ὁπότε πὲς νὰ ἔλθῃ αὔριο!
Ντουρουχουντὰ ντάχου ντάχου ντὰ ντὰ ντὰ
Ντουρουχουντὰ ντάχου ντάχου ντὰ ντὰ ντὰ
Ντουρουχουντὰ ντάχου ντάχου ντὰ ντὰ ντὰ
ἂ ὡραῖα, εὐτυχῶς καὶ δόξα τῷ Ἑωσφώρῳ ποὺ ἐδέχθη τὸ φυτό!
Καὶ ποῦ νὰ ξέρῃ ὅτι τὸ ἔχω δέσει μὲ μάγια - ὅτι ψώνισα μπάνικο ξόρκι ἀπὸ ἐπαγγελματία τοῦ εἴδους, κάτοικον Ἁγίας Βαρβάρας Αἰγαλέου, τουρκογύφτισσα δῆλα δη ἡ ὁποία μάλιστα διέθετε καὶ pos κατὰ τὴν πληρωμήν μου!
Καὶ ποῦ νὰ ξέρῃ ὅτι τὸ ἔχω δέσει μὲ μάγια καὶ μόλις θὰ τὸ δεῖ, παρότι θὰ κοιτᾷ τοματιὰ, θὰ στὸ φυλλοκάρδι της σκιρτηματίσῃ ἡ εἰκόνα μου - ἔστω φευγαλέως.
Καὶ ποὺ νὰ ξέρῃ ὅτι τὸ ἔχω δέσει μὲ μάγια καὶ ὅταν ἀρχίσει νὰ τὸ ποτίζει, συχνὰ καὶ περίπου καθημερινά, θὰ οἰκειοποιηθεῖ ἀλλὰ ὄχι συνηθίσει, ὄχι κορεσμικά, τὰ χαρακτηριστικά μου
Καὶ ποὺ νὰ ξέρῃ ὅτι τὸ ἔχω δέσει μὲ μάγια καὶ ὅταν ἀνθίσει, θὰ ξεφεύγει τὸ ἐνδιαφέρον της ἀπὸ τὴν τοματιὰ καὶ θὰ σπεύδει πρὸς τὰ μένα
Καὶ ποὺ νὰ ξέρῃ ὅτι τὸ ἔχω δέσει μὲ μάγια καὶ ὅταν δέσει καρπό, θὰ νοιώθῃ πλέον τὴν καρδιά της δυνατῶς στήθῳ πάλλεται στὴν σκέψη μου
Καὶ ποὺ νὰ ξέρῃ ὅτι τὸ ἔχω δέσει μὲ μάγια καὶ ὅταν ὁ καρπὸς θὰ κοκκινήσῃ, θὰ τῆς ταλανίζω τὸν νοῦ ἀκόμα κι ὅταν δὲν θὰ ἀσχολῇται μὲ τὴν τοματιά.
Καὶ ποὺ νὰ ξέρῃ ὅτι τὸ ἔχω δέσει μὲ μάγια καὶ ὅταν ὁ καρπὸς θὰ κοπῇ καὶ θὰ μετάσχει σὲ φεστιβὰλ χαρᾶς σὲ πιάτο βαθὺ παρέα μὲ ἀγγοῦρι, κρεμμύδι, πιπεριά, ἐλιά, φέτα, ὅλη αὐτὴ ἡ ἱκανοποίηση τοῦ στομάχου θὰ εἶναι ἐλλιπὴς καὶ μίζερι διότι θὰ ἀπουσιάζω τῆς τραπέζης.
δὲν θἆμαι ἐκεῖ παραδίπλα, νὰ τῆς αἰχμαλωτίσω τὸ βλέμμα καθὼς θὰ γυρνᾷ αὐτὸ στὸν ὁμοτράπεζο κόσμο
μιὰ συνειδητοποίησις τραγικὰ ἐπώδυνη
ἐκκρίνουσα ὑγρὰ στὸ στομάχι
μὲ τὴν χώνευσιν οὐχὶ καὶ τόσο βεβαία
καὶ ἀπροσκόπτως καλόβολον
καὶ καθὼς θὰ κλαίῃ κατὰ τὴν κόψιν τοῦ κρεμμυδιοῦ
μὲ τὰ μάγια ποὺ πλέρωσα, ποὺ ἔσταξα, εὐρὼ πεντακόκια
νὰ τὴν ἔχουν δέσει μὲ δεσμοὺς ἀκαταβλήτους
θὰ ἀφήςῃ στὴν μέση τὴν σαλάτα
θὰ σκουπίσει τὰ χέρια στὴν χέλλοου κίττυ μπλούζα της
καὶ θὰ σπεύσει στὴν διάδρομο, πιάνουσα τὸ τελέφωνο καὶ
ναὶ μὲ ἀκοῦυυυυτε; μὲ συνδέεετε μὲ τὸν Αἰωνιότατο;
καὶ ἐγὼ θὰ βάλω τὴν καθαρίστρια νὰ ἀπαντήσει
κάνοντάς την γραμματέα
μὰ ἐσὺ δὲν θὰ ψαρώσῃς (σὲ δεύτερο ἑνικὸ πλέον)
καθ'ὅσον θὰ ἐκφέρῃ τὸ λάμδα βαρέως ἡ γραμματεῦ
καὶ δὲν θὰ εἶναι γραμματεῦ μὰ wannabe beeeeeeep
θὰ γελάσῃς λίγο
μὰ σύντομα θὰ σβήσουν τὰ εὐθυμίας κύματα στὸ πρόσωπό σου
διότι θὰ σὲ κυριεύσῃ ἀγωνία
πανικὸς
φόβος
νευρικότης
μὴν καὶ δὲν μπορέσω νὰ ἔλθω εἰς τὸ γεῦμα σου
μήπως ἔχω δῆλα δη κἄτι ἄλλο νὰ πράξω
νὰ πά’νὰ ῥίξω προπὸ π.χ.
νὰ ἔχω νἀ ἁπλώσω τραχανὰ
ἢ νὰ μαζώξω τὰ χαλιὰ
ἀλλὰ τί γράφουμε τώρα;
ἐγὼ θὰ εἶμαι παρὰ τῇ ἐξωθύρᾳ ἕτοιμος
φορῶν ὄχι ἁπλῶς φράκο μὰ φράκο πιγκουΐνο
ἕτοιμος καὶ νὰ μαρσάρω τὴν μηχανὴ
παρότι τὸ ἁμάξι κάτω, ὄξω στὸν δρόμο
Περιμένων
ἐσένα
καὶ μόλις θὰ ἀκούσω τὸ ἔλα
θὰ κουμπώσω τὴν πρώτη στὸ ταχυτήτων κιβώτιον καὶ καπνοὶ θὰ κυριεύσωσιν τὸν χῶρο
στὸ τσαρδί μου
ὁ διαχειριστὴς θὰ ἐξέλθῃ τοῦ διαμερίσματός του
καὶ θὰ στριγγλίζῃ
φρουρὰαααααααα
μὰ ἐγὼ δὲν θὰ κόψω ταχύτητα διόλου!
Διότι πρῶτον καὶ κύριον θὰ ἔρχωμαι σὲ σένα
ἀλλὰ ἐπειδὴς σὺν τοῖς ἄλλοις μένω σὲ μονοκατοικία
μὲ χωρὶς διαχειριστὴ
Καὶ παρότι θὰ εἶναι Κυριακὴ
Θὰ ἀπειλάω τὸν χρυσοχόο τῆς γειτονιᾶς νὰ ἀνοίξει ἀλλιῶς θὰ τοῦ ______
Καὶ αὐτὸς θὰ κατεβαίνει στὸ μαγαζί του
Μὲ τὶς βυσσινὶ πυζάμες του
Βάλε σε παρακαλῶ ἕνα μονόπετρο σὲ μιὰ λαδόκολλα
Καὶ μιὰ καρφίτσα
faux νἆναι αὕτη.
Γιὰ τὴν μαμά της, αὕτη - τί δῆλα δη;
σιγὰ μὴν πάρουμε καὶ τίποτε ὑπερπαραγωγὴ - αὕτη γιὰ τὴν μαμά της
σιγὰ μὴν ἀγοράσωμε τίποτε διαρρήδην ἀκριβὸ αὕτη καὶ γιὰ τὴν μαμά της
ἀλλὰ τώρα ποὺ τὸ καλοσκέπτομαι
κυρ χρυσοχόε μου
ἐπειδὴς σκοπὸς τοῦ μονόπετρου εἶναι τὸ μαμά της νὰ γενῇ
καὶ μαμά μου
[ἄχ! ἄχ! πόσο συναρπάζομαι ἀνατριχίλιως
ποὺ τὸ προφερω καὶ μόνον!
ποὺ τὸ σκέπτομαι ἄχ!]
ἐπειδὴς σκοπός λοιπὸν ἴσον μαμά μου
ἂχ ἂχ κυρ χρυσοχόε μου
βάλε καμιὰ λευκόχρυση καρφίτσα μὲ ποιότητα καὶ τιμὴ νὰ φτουράῃ
ἤτοι νὰ ἐντυπωσιασθῇ καὶ ἡ μαμά της
καὶ νὰ μὴν εἶναι συνέχεια μὲ τὴν σκέψη
μὰ τί τοῦ βρῆκε τοῦ πεταμένου ἡ κοράκλα μου;
καὶ μὲ φτουρηγμένα πράμματα ἐντὸς τῆς λαδοκολλός
νὰ ἀποχωρῶ τοῦ χρυσοκαταστημάτου
καὶ θὰ εἶμαι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπας στὸν γαλαξία μας
διότι τελικὰ ἡ ἐπένδυσίς μου
(ἀγορὰ ματζουνιοῦ ἀπὸ ῥομὰ μάγισσα)
ἤπιασεν τόπο
καὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό,
θὰ βουτήξω σὲ σαλάτες χωριάτικα ψωμιὰ
θὰ πράξω παπάρες σὲ λάδια μὲ φέτες
καὶ τὸ λάδι θὰ τρέχῃ τῶν χειλέων μου
θὰ γελῶ φωνακτῶς ποὺ θὰ σὲ ἔχω δίπλα μου
θὰ γελῶ φωνακτῶς μὲ ἀνοικτὸν τὸν στόμα (ὁ στόμας, ἄρρην)
ὅπου ὁ στόμας γιομάτος μὲ μάσα
καὶ ἐσὺ θὰ μὲ ἀντικρᾷς καὶ θὰ ἀναρωτιέσαι what the fuck
ἐγὼ ἤμανε αὐτὴ ποὺ τόνε κάλεσα ἐδῶ;
ποὺ τὸν ἤθελον ἀπεγνωσμένως;
ποὺ ἐζήτησα καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς νὰ ἐξέλθωσιν τὰ καλὰ πιατικὰ
διότι ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ μὲ τὸ ἐρωτηματικὸ κἄπου ἐκεῖ, ἐδῶ μᾶλλον
Τέλεψε τὸ διάλειμμα, τὸ τερματῶ κι ἐγώ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα