Κυριακή, Σεπτεμβρίου 11, 2016

τουριστικὸς σωφὲρ

Ἕνα γλυκερὸ γαϊτανάκι ἀνταλλαγῆς μηνυμάτωνε... Bέεεεβαια! 

Ποῦ νἄξερε, ὡστόσο, ἡ καημένη... Ἄμαθη κάπως, ἄβγαλτη μὲ ἕναν ξεχωριστὸ τρόπο, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ τῆς ἦταν ἀταίριαστος ἂν δὲν ἦταν λίγο ἀλαζονίνα... Καὶ μεταξὺ ἄλλων, ἄχ, ποῦ νἄξερε ἡ καημένη... Μὲ ὕφος Μάρκο Πόλο, ἔκανε κουβέντα γιὰ μιὰν συνοικία τῆς Ῥώμης, ἡ ὁποία διαθέτει ἕνα ἐναλλακτικὸν χρῶμα, ὁμοιάζει μάλιστα μὲ τὰ ἡμέτερα ἐξάρχεια. Καὶ τὸ ἔλεγε ὅλο τοῦτο, θέτουσα ἀριστερὰ πρόσημον θετικὸν – ἄσε δὲ ποὺ στόλιζε τὸ πρόσωπόν της μὲ ὕφος: “Εἶδες; Ξεύρω κι ἐγώ, ντάξ, δὲν εἶμαι καὶ ἡ τσόκλη, ἀλλὰ ξεύρω...” 

Κι ἤθελα τόσο πολὺ νὰ βροντογελάσω ἐνώπιόν της. 

Τὰ γέλιου σάλια μου νὰ τὴν μουσκέψουν. 

Θὰ προλάβαινε νὰ γιόμιζε ἀπορίαν εἰς ὅλην τὴν φάτσα της. 

Τί λὲς μωρήηηη; Ξὲς τίς εἶμαι ἐγώ, ποὺ θὰ μοῦ προσθέσεις ἐπιχείρημα περὶ γραφικότητος, τὰ σκηνικὰ τῶν ἀπλύτων;

χαχαχα! Δὲν πρόκειται νὰ πάω ποσῶς, λέγω σοι! 

Κάτι γιὰ τιμπουρτίνα, ἔλεγε.

Κι ἐγὼ εἶπον: 

ΜΠΛΙΑΧ!
ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΝΑ ΥΠΑΓΩ ΚΑΙΤΟΙ ΛΕΓΟΥΣΙΝ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΜΕΡΟΣ.
Ή ΟΧΙ… ΘΑ ΥΠΑΓΩ… ΚΑΙ ΘΑ ΡΙΧΝΩ ΚΩΛΟΧΑΡΤΑ ΣΤΙΣ ΛΕΚΑΝΕΣ (aka XEΣΤΡΑΙ) ΤΩΝ ΜΠΑΡ. ΝΑ ΒΟΥΛΩΣΩΣΙΝ, ὌΘΕΝ, ΟΙ ΑΥΛΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΩΜΟΣΚΑΤΟΝΕΡΑ ΝΑ δημιουργήσωσιν μιὰν Βενετίαν· ἐν Λατσίῳ ὡστόσο καὶ οὐχὶ στὸ Βένετο! Καὶ τὰ ἐνταῦθα κουμούνια ὡς γυρίνοι κάθετος χοῖροι θὰ ἀποζητῶσιν ὕδατα κάθετος σκατὰ ἵνα τρανέψωσιν καὶ γίνωσιν βάτραχοι κάθετος σκατοκουμούνια.
Καθὼς θὰ σμπρώχνω τὰ κωλόχαρτα στὸν λάρυγγα τῆς χέστρας, θὰ ζωγραφάω στὰ ὀπίσθια μέρη τῶν θυρῶν, ζουάστιγγες καὶ συνουσίες κύκλων μὲ σταυρούς, ἐνῷ σὲ μέρος περίοπτον (ἤτοι στὸ ὕψος σκυβαμένου καθὼς σφίχνεται γιὰ νὰ τεκτίσει ῥυτιδωμένη ἀχνίζουσα ὠχρὲς σπειροχαῖτες κουράδα ἢ καπνοσύριγγα νὰ πράξῃ σὲ κάποιον πρόσφυγξ ἐκ Σενεγάλης [θὰ τὸν ἐμποδάῃ ὠστόσο τοῦτο τὸ πλέγμα, νὰ δῇ – διαβάσῃ τὰ τῆς θυρὸς]) θὰ ἀναρτῶ τὸ (ἐρωτικὸ) ζώδιο τῆς μητρὸς πᾶσα ἕνα μακαρονᾶ ἀναρχοκουμουνιστῆ, λύων ἀναρωτήσεις της γιὰ τὸ ἂν τὰ φεγγάρια εὐνοοῦν εἰδύλλιον μὲ τὸν ἠμίαιμον κύνα τῆς γειτονιᾶς, προσφέρων αὐτῇ (στὴν ἀναρχομαμὰ ἐννοάω) ἀνακούφισιν περδίσεως γυρίσαντος οἴκοι μετὰ ἀπὸ δεκαδύο συναπτὰς ὥρας ἐργασίας καὶ κοινωνικῶν ὑποχρεώσεων, διότι προχώρει μάμα, ὁ Φλὸξ διαθέτει στὴν πιάτσα, προσώπατον. Θὰ περισσεύῃ, ἄραγε χῶρος, γιὰ νὰ στάξω μὲ σκοῦρο μπλὲ μελάνι ἔνα δυὸ στιχάκια scopare tua madre, viva il Duce καὶ τὰ ῥέστα; Ὀψόμεθα κι ἴδωμεν.
Κατὰ τὶς τσάρκες στὶς πιάτσες θὰ μνημονεύω ἐπιγραφὰς καὶ τηλεφωνικοὺς ἀριθμοὶ τῶν τρατοριῶνε τε καὶ πιτσοριῶνε· κατόπιν θὰ καλῶ αὐτοῦ καὶ ciao, voglio fare un ordine· 8 (otto) pizze arabiate e 14 (quattordici) amatriciane, vivo in via della partousa, numero nove! Ἄϊντε, τρέχα γύρευε ποῦ ἡ βία ντελὰ παρτούζα, θὰ τοὺς ξεκάνω μὲ μουσαντένιες στὸν βρόντο παραγγελίες – χὸ χὸ χό! 

Κι αὐτὴ ἤκουσε. Μὰ δὲν εἶπε τίποτε.
 





 
 
   



 
 



 
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats