μήνα Ἀπριλίο τοῦ σωτηρίου ἔτους 2012
Παίρνεις (ξεχωρίζοντάς τα ἀπό μισοφαγωμένα σαντουϊτσάκια, περιτυλίγματα γεμιστῶν μπισκότων καί καραμελιτσῶν βουτύρου) ξύσματα μολυβιοῦ φάμπερ 2Β ἀπό καλαθάκι σχολικῆς αἰθούσης, τάξεως τετάρτης δημοτικοῦ σχολείου [μολύβι κατὰ προτίμηση παιδιοῦ οἰκονομικῶν μεταναστῶν (sic) ἀπὸ τὸ Μογκαντίσου].
Ἐν συνεχείᾳ, σπεύδεις στὸν παπποῦ μου τόν ψεύτη ὅστις ἀράζει στόν καφενέ τῆς πλατείας καί τοῦ ζητᾷς νά σοῦ πῇ μιά ἱστορία ἀπό τήν κατοχή. Κατά τὸ ἀπνευστί διηγούμενο περιστατικό, καθώς νομοτελειακῶς θά συγκινηθῇ, τό ἰγμόρειό του θά ἐρεθιστῇ ἀποτελέσματι πτάρνισμα.
Μέ κίνηση φλάς γκόρντον, θά βάλεις τά μολυβοξύσματα κάτω ἀπό τήν μύτη του, τά ὁποῖα θά ῥαντιστοῦν ἀπό ἀνήλιαγα, χλωροκίτρινα, ἀσθενῆ ὑγρά. Θά ἐγερθῇς τάχιστα κι ἀφοῦ τόν κράξῃς πειδής οὔτε μιά πορτοκαλάδα δέν κέρασε, θά τρέξῃς σπίτι.
Ἐκεῖ ἡ κόρη σου θά παίζῃ μέ πλαστελίνες· θά φτιάχνῃ ἥλιους, προβατάκια, χλόες, βελάσματα, φύσεις καί λοιπά τόσο γλυκά ῥουσωσικά. Θά παγώσῃς τήν σκέψη σου καί ὅ,τι ἄλλο ἀποστολικῶς ἔχεις καί πρέπει νά κάνῃς, θά τήν κυττάξῃς μέ καμάρι τό ὁποῖον ὅμως πολλὰ γρήγορα θά μεταβληθῇ σέ μιά φρίκη καθώς ἀπόμερα μιᾶς πλαστελίνιας στάνης, ἡ θυγάτηρ ἔχει τῆς Μπίμπι Μπό τά πόδια μπλεγμένα σέ αὐτά τοῦ Τζὼν Τζών σὲ στάση τόσο red light district!
Ἐκεῖ, ὀχληδόν, συνταξιοῦχοι μηρυκάζουν γνωστές παρόλες περί τήν κρίση καί ὤ τί ἀποκάλυψη! Ἔχουν, στό οἰκονομικό πρόβλημα τῆς χώρας, βρεῖ τήν λύση· τί εὐρώ, τί δραχμή μέ λές; Ῥούβλια! Θά τούς ἀκολουθοῦσες καί στήν Ὁμόνοια, στά γνωστά πηγαδάκια, μά προέχει τό ὁσονούπω σέ ἕνα κουτί, ἐντός τῆς τσάντας σου.
Καθημένη στό παρά τοῦ παραθύρου κάθισμα, ὄπισθεν τοῦ μηχανισμοῦ ἀκυρώσεως τῶν εἰσιτηρίων, μέ σταυρωμένα τά χέρια ἐπὶ τῆς μέσης, μέ ἐκεῖ ἕνα παραλληλεπίπεδο κυτίον καί μιά ἀχνάδα χαμόγελου στά χείλη. Κότσος χριστιανικός, χρηστῶν ἠθῶν, μιά ξανθιὰ ἀειπάρθενος Παναγία κι ὁ λεωφορεῖος ἔχει πιάσει ἤδη ψιλοβόρεια προάστεια. Ζητᾷς στάση ἀπό τόν εἰσπράκτορα νά πῇ στόν ὁδηγό νά κάνῃ τὸ λεωφορεῖο. Κατεβαίνεις.
Ἀλλάζεις ὄχημα στό κέντρο τοῦ ἄστεος καί τσιμπᾷς ἕνα ἄλλο ἐλαφρῶς μαυρισμένο καί κάπως ὀξειδωμένο στίς κλειδώσεις του. Τῆς πρός παραλία γραμμῆς. Κατευθύνεσαι νότια καί ἀνατολικά, φθάνεις· στά στερνά τῆς πόλης. Κατεβαίνεις.
Σμπρώχνεις τό κατασκεύασμά σου ἐπί τῆς γραμμῆς τοῦ αἰγιαλοῦ καί γκρεμίζεις τούς πύργους – οἱ γέφυρες ἀφήνονται στό ἔλεος τῆς ὁπουνᾶναι παλίρροιας. Πιτσιλιέται τό πρᾶμμα, πιτσιλιέται μά κι ἀμφίδρομα γίνεται ἡ ἐπικοινωνία μέ τήν θάλασσα. Στέλνει σήματα, πέρα μακρυά στά ἄπατα μολυβένια παλτό. Μιά γέννα συντελεῖται στά βαθειά. Κῦμα σηκώνεται καί σοῦ γίνεται εὐδιάκριτο, προκαλώντας σου τήν προσοχή. Ἡ ἄφρια ἀναταραχή φουντώνει καί προσεγγίζει τήν παραλία. Λίγο πρίν ἀφιχθῇ στά χαλάσματα τῶν πύργων ἠρεμεῖ καί ξαφνικά ἐγείρεται μιά νηρηΐδα. Μπόλικο φεγγαρόφως πίπτει πάνω της, φύκια, καβούρια, θράψαλα καί δυό μπαρμπουνάκια στά μαλλιά της. Τινάζεται κι αὐτοστιγμί στεγνώνει τό σῶμα της. Σέ προσεγγίζει πατώντας τό ἀχρείαστο πιά κατασκεύασμα σου.
Ἐν συνεχείᾳ, σπεύδεις στὸν παπποῦ μου τόν ψεύτη ὅστις ἀράζει στόν καφενέ τῆς πλατείας καί τοῦ ζητᾷς νά σοῦ πῇ μιά ἱστορία ἀπό τήν κατοχή. Κατά τὸ ἀπνευστί διηγούμενο περιστατικό, καθώς νομοτελειακῶς θά συγκινηθῇ, τό ἰγμόρειό του θά ἐρεθιστῇ ἀποτελέσματι πτάρνισμα.
Μέ κίνηση φλάς γκόρντον, θά βάλεις τά μολυβοξύσματα κάτω ἀπό τήν μύτη του, τά ὁποῖα θά ῥαντιστοῦν ἀπό ἀνήλιαγα, χλωροκίτρινα, ἀσθενῆ ὑγρά. Θά ἐγερθῇς τάχιστα κι ἀφοῦ τόν κράξῃς πειδής οὔτε μιά πορτοκαλάδα δέν κέρασε, θά τρέξῃς σπίτι.
Ἐκεῖ ἡ κόρη σου θά παίζῃ μέ πλαστελίνες· θά φτιάχνῃ ἥλιους, προβατάκια, χλόες, βελάσματα, φύσεις καί λοιπά τόσο γλυκά ῥουσωσικά. Θά παγώσῃς τήν σκέψη σου καί ὅ,τι ἄλλο ἀποστολικῶς ἔχεις καί πρέπει νά κάνῃς, θά τήν κυττάξῃς μέ καμάρι τό ὁποῖον ὅμως πολλὰ γρήγορα θά μεταβληθῇ σέ μιά φρίκη καθώς ἀπόμερα μιᾶς πλαστελίνιας στάνης, ἡ θυγάτηρ ἔχει τῆς Μπίμπι Μπό τά πόδια μπλεγμένα σέ αὐτά τοῦ Τζὼν Τζών σὲ στάση τόσο red light district!
Τέλος πάντων, κλειδώνεις τήν κόρη στό ὑπόγειο, τῆς διαβάζεις καί φιρμάνι ὅτι κόβεται τό φαγητό γιά τίς ἑπόμενες 24 ὧρες καί (τῆς) παίρνεις τεύχη πλαστελίνης στά ὁποῖα στηρίζεις τά βρεγμένα ξύσματα μολυβιοῦ - μήν ξεχνιόμαστε.
Τά ἀφήνεις ἔξω σέ ἕνα οἰκόπεδο παρά τῆς οἰκίας σου καί περιμένεις νά ἔλθῃ ἡ νῦξ.
Κι ὅσο νυχτώνει κι οἱ κραυγές τῆς Ἀννούλας ἀπό τό ὑπόγειο φουντώνουν, ὁ κόσμος ἐρημώνει στούς δρόμοι. Μαῦροι ποντικοί βγαίνουν ἀπό τίς λοῦφες τους καί βόσκουν στό χάσιμο. Πλησιάζουσιν τίς πλαστελίνες, τίς μυρίζουσιν καί φυσικά τίς χέζουσιν. Εὐμεγέθη ποντικοκούραδα πάνω στά ξύσματα, προκαλοῦντα χημικές ἐνώσεις καί δημιουργοῦντα στοιχεῖα μή συναντώμενα στόν πίνακα περιοδικῶν τέτοιων.
Τὸ πρωί, ξυπνᾷς, τεντώνεσαι καί μόλις εἶσαι πλέον ἐντελῶς σέ αὐτόν τόν κόσμο καί θυμᾶσαι, πετιέσαι μέ τό μπέιμπυ ντόλλ καί τσίμπλες στά μάτια, ὄξω. Μέ τό γιά τά φρύδια τσιμπιδάκι ἁρπᾷς τό ὑλικό σου καί ἐπιστρέφεις σπίτι.
Ὅσο φωνάξεις δυσχεραίνεις τήν θέση σου, μικρά!
Τάδε τονίζεις διερχομένη τῆς κλίμακος ἥτις ὁδηγεῖ στό ὑπόγειον. Αἱ εἰκοσιτέσσαραι ὧραι παρῆλθον μὰ δὲν διαπιστώνεις σωφρονία κι ἔτσι ὀλίγον ἀντισυνταγματικῶς καί παράτυπως, παρατείνεις τήν κράτηση τῆς θυγατρός. Μέ πιότερο χρόνο ὑπέρ ἐσοῦ, ἀράζεις στόν καμπινέ. Πλένεσαι ὀλίγον τί, βγάζεις φρύδι, ξυρίξεις κοιλάδες τριχοφυεῖς, αὐτεξασκεῖσαι λίγο στὰ ἀφροδίσια ἐντός γιομάτης μπανιέρας. Κατόπιν, τρῶς πρωινό, ψωμάρες μὲ μαρμελάδα μπὸν μαμάν (χιχιχιχί) ρύκοκο, λίγα δημητριακά, ἀλλάζεις σέ κάτι πιό κάζουαλ καί μέ ἕνα εἰσιτήριο, στήν τσέπη, πρός στάση λεωφορείου σπεύδεις σύ.
Ἐκεῖ, ὀχληδόν, συνταξιοῦχοι μηρυκάζουν γνωστές παρόλες περί τήν κρίση καί ὤ τί ἀποκάλυψη! Ἔχουν, στό οἰκονομικό πρόβλημα τῆς χώρας, βρεῖ τήν λύση· τί εὐρώ, τί δραχμή μέ λές; Ῥούβλια! Θά τούς ἀκολουθοῦσες καί στήν Ὁμόνοια, στά γνωστά πηγαδάκια, μά προέχει τό ὁσονούπω σέ ἕνα κουτί, ἐντός τῆς τσάντας σου.
Καθημένη στό παρά τοῦ παραθύρου κάθισμα, ὄπισθεν τοῦ μηχανισμοῦ ἀκυρώσεως τῶν εἰσιτηρίων, μέ σταυρωμένα τά χέρια ἐπὶ τῆς μέσης, μέ ἐκεῖ ἕνα παραλληλεπίπεδο κυτίον καί μιά ἀχνάδα χαμόγελου στά χείλη. Κότσος χριστιανικός, χρηστῶν ἠθῶν, μιά ξανθιὰ ἀειπάρθενος Παναγία κι ὁ λεωφορεῖος ἔχει πιάσει ἤδη ψιλοβόρεια προάστεια. Ζητᾷς στάση ἀπό τόν εἰσπράκτορα νά πῇ στόν ὁδηγό νά κάνῃ τὸ λεωφορεῖο. Κατεβαίνεις.
Πορπατᾷς μέτρα ὀγδόντα τέσσερα καὶ φθάνῃς στό 145 τῆς λεωφόρου Ἠρακλείου, στὴν Νέα Ἰωνία. Εἰσέρχεσαι στόν προαύλιο χῶρο τοῦ Σπιτιοῦ τοῦ Λαοῦ, ἐκεῖ ὅπου τό ΚΚΕ ἔχει στήσει κινητό μαγειρεῖο, ἐκεῖ ὅπου καθημερινῶς σιτίζει χιλιάδες ἐξαθλιωμένου, πεινασμένου κόσμου. Ψάχνεις τόν μάγειρα. Τόν βρίσκεις. Τοῦ ζητᾷς λίγο ζωμό ἀπό τό μοσχαράκι πού βράζει. Σοῦ δίνει. Καί βουτᾷς ἐκεῖ γιά μία στιγμή τό πόνημά σου. Τό ἀφήνεις στόν ἥλιο νά στεγνώσῃ. Καί ἐν τῷ μεταξύ, ὅσο ἀναμένεις, παρακολουθεῖς τόν λοῦμπεν κόσμο πού χορταίνει τήν πείνα του ἀπό τά συσσίτια πού προσφέρει τό ΚΚΕ σωτηρίῳ ἔτει 2012, Ἑλλάδι κρίσεως, μήνας Ἀπρίλιος.
Τανάστροφα· στεγνώσαντος τοῦ προϊόντος σου, ξανά, ἀφοῦ διανύῃς πάλι μέτρα ὀγδόντα καί τέσσερα, στὴν στάση τοῦ λεωφορείου, ξανὰ δίπλα σὲ κόσμο καὶ κοσμάκη ῥευόμενο τὸ φαγητὸ ποὺ προσφέρει καθημερινῶς τὸ ΚΚΕ στοὺς ἀναξιοπαθοῦντες, στοὺς νοιώσαντες-νοιώθοντες τὴν κρίση σήμερα, μήνα Ἀπριλίο τοῦ σωτηρίου ἔτους 2012. Τὸ λεωφορεῖο φθάνει. Ἐπιβιβάζεσαι. Κάθεσαι. Κι ἀναλαμβάνεις πάλι τό ἴδιο ὕφος παρέα μέ τό πολλά περιέχον κυτίον σου.
Ὑγρός πουνέντης, ὅσος πρέπει γιά νά διατηρῇται κατά τά δέοντα τό ἐντός τοῦ κυτίου. Διασχίζεις τό πεζοδρόμιο, καί βαραίνεις τό βῆμα, κινεῖσαι πιά στήν παραλία. Ἕνας πάνω σου γλάρος (σέ) κουτσουλᾷ μά μέ μιά κίνηση νίντζα ἀποφεύγεις τό ὑγρό φιλί. Μαζώχνεις πάντως λίγη οὐσία καί ἀλοίφεις τό πλαστελινάτο ξύλινο ποντικοκούραδο.
Ἀράζεις στήν ἀμμουδιά. Βάζεις ἀκουστικά καί ἀκοῦς φορές ἑπτά τό Τζερουσάλεμ τοῦ Ἄλφα Μπλόντυ. Περαινόμενο τό ᾆσμα, συναντᾷ ἔξω σκοτάδι. Ἔχεις φτιάξει, ἐν τῷ μεταξύ, πύργους καί γεφυροῦλες μέ τήν ἄμμος ἀλλά πιά δέν βλέπεις τίποτε.
Σμπρώχνεις τό κατασκεύασμά σου ἐπί τῆς γραμμῆς τοῦ αἰγιαλοῦ καί γκρεμίζεις τούς πύργους – οἱ γέφυρες ἀφήνονται στό ἔλεος τῆς ὁπουνᾶναι παλίρροιας. Πιτσιλιέται τό πρᾶμμα, πιτσιλιέται μά κι ἀμφίδρομα γίνεται ἡ ἐπικοινωνία μέ τήν θάλασσα. Στέλνει σήματα, πέρα μακρυά στά ἄπατα μολυβένια παλτό. Μιά γέννα συντελεῖται στά βαθειά. Κῦμα σηκώνεται καί σοῦ γίνεται εὐδιάκριτο, προκαλώντας σου τήν προσοχή. Ἡ ἄφρια ἀναταραχή φουντώνει καί προσεγγίζει τήν παραλία. Λίγο πρίν ἀφιχθῇ στά χαλάσματα τῶν πύργων ἠρεμεῖ καί ξαφνικά ἐγείρεται μιά νηρηΐδα. Μπόλικο φεγγαρόφως πίπτει πάνω της, φύκια, καβούρια, θράψαλα καί δυό μπαρμπουνάκια στά μαλλιά της. Τινάζεται κι αὐτοστιγμί στεγνώνει τό σῶμα της. Σέ προσεγγίζει πατώντας τό ἀχρείαστο πιά κατασκεύασμα σου.
Ἀλό, μέ λένε Ψαμάθη, εἶμαι ἡ Νεράιδα πού ζήτησες, σέ βρεγμένη βέρσιον ἔστω, δέν σέ πειράζει, νό; Ἰδού καί λίγη σκόνη, στίς πτέρνες μου. Ἄααααχ, μωρέ τό μπάνιο, ἡ θάλαττα, δέν προκαλεῖ πάντα πείνα; Πᾶμε νά φᾶμε; Τί ποῦ; Στό σπίτι τοῦ λαοῦ! Ἐκεῖ πού ταΐζει τόοοσο κόσμο τόοοσο καιρό τό ΚΚΕ! Λές νά ἔχουν θέμα πού δέν διαθέτω βιβλιάριο ἐκλογικό;
2 σχόλια:
νομίζω έχουμε συγχρονιστεί υφολογικά, και γω τελευταία ανάρτηση σε βού ενικό έκανα, πειραματιζόμεθα σαν άλλοι beats ( μείον το γκευλίκι)
εντάξει, γεωγραφικά αποκλείνουμε κάπως.
σὲ διάβασα τὴν Παρασκευὴ - τὸ ὅτι δὲν σοῦ ἄφησα σχόλιο, δὲν λέει κάτι, ἄλλωστε ζηλεύουμε τὰ ταξίδια σου!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα