Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2012

γιὰ 'σᾶς χωρὶς ἐσᾶς.


Ἔκοβα τὰ νύχια τῶ ποδιῶνε καὶ ἤμανε συντονιζμένος εἰς τὸ Ἐνόπλων, ταυτόχρονα ὅλα τοῦτα, ποῦ νὰ πρωτὄχω τὴν προσοχή μου, στὸ νύχι τοῦ μεγάλου δακτύλου ἢ στὴν ἐπὶ τῆς τηλεοράσεως, Αὐτοῦ Ἐξοχώτητα τὸν πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας τέως Συνταγματάρχη Πυροβολικοῦ, Γεώργιο Παπαδόπουλο;

Παρὰ ταῦτα, κώδων ἐκτύπησε, ἕνας τρίτος πόλος ἀπαιτουμένης προσοχῆς ἀνηρτήθη ὄπισθέν μου.

Δὲν ἐκινήθην γὼ θύραζε, πῆγε μαμά.

Μαζέεεεεεεεεεψου! μὲ προγκάρισε μὰ εὑρισκόμην ἐν τῷ μίντλ ὂφ σάμθινγκ σόου φάκινγκ σήριους· ἐξακολούθουν οὖν νὰ κόβω νύχι καὶ νὰ ἀκούω τὸν ἐξοχώτατο πρόεδρο νὰ ἐξηγῇ διάφορα τινὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τῆς παρούσης. Μὰ λάχιστα δευτερόλεπτα μετά, ἔγινε μπορετὸ νὰ καλυφθῇ στριγγιὰ φωνὴ ποὺ μόνον ἕνας Σχής, διατελέσας δντὴς 3ου Ε.Γ. ΓΕΣ, διαθέτει· εἰσῆλθον γάρ, στὸ δωμάτιο στολισμένες ὑπερπαραγωγὲς τὴν Ἄρτα καὶ τὰ Γιάννενα, μιὰ μαντὰμ κι ἕνας κατὲς συνοδείᾳ φωνῶνε καὶ διαπιστώσεῶνε καὶ χαιρετισμῶνε καὶ τί ἄλλο μπορεῖ νὰ φέρῃ μία...

Μία;

Ἐστράφην πρὸς αὐτούς.

Καὶ τοὺς κύτταξα χωρὶς στίξη τοὺς περιδούλεψα - ἀθάνατη δημοτικιά!

Ἕνα: Ῥοῦχα προηγουμένης δεκαετίας μὰ ξεκάθαρα φανερωτικὰ τοῦ σὲ τί ὀφείλομεν τὴν τιμήν;

Δύο: Κουτιὰ στὰ χέρια, μὲ κορδέλες καὶ φιόγκους.

Τρία: Μυρωδιὰ πολυκαιρισμένης κολώνιας.

Ναίιιιιιι. Γιὰ ἐπίσκεψη μοῦ ἔκανε ὅλο τοῦτο.

Καθ’ὅσον, οἱ ἐπισκέπται (ναί, δύναμαι πιὰ νὰ τὸ εἴπω) μπουκάριζαν στὸ σαλόνι μὲ αὐτὸ τὸ διστακτικὸ καὶ καβούριο τρόπο ποὺ περιμένει νὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν οἰκοδεσπότη περάστε περάστε γιὰ νὰ περάσῃ περάσῃ. Πέρασαν πέρασαν τὸ λεπὸν καὶ κάθησαν σὲ κοντινές μου πολυθρόνες, ἐντὸς τοῦ βεληνεκοῦς τῆς βολῆς τῶν κοπτουμένων τευχῶν ὄνυχας, γκντόινγκ, τὸν νοῦ σου μαστρο Μηνᾶ!

Βρὲ καλῶωωωωωωωως τους! 

Μὰ ὁ μαστρο Μηνᾶς τίποτε δὲν ἤκουγε. Ἄρτι καθήσας στὴν πολυθρόνα, ἐκπνεύσας ἕνας ἅαααι, τέντωσε μάλιστα τὸ δεξί του πόδι κι ἀποτσάκισε μιὰ ῥαγάδα στὸ παντελόνι του, στὸ ὕψος τοῦ γόνεος, ἡ ὁποία (ῥαγὰς) ξεκίναγε ἀπὸ τὸν ποῦτσο του οὕτινος ἡ φορὰ σὲ κυριλὲ πανταλόνι ἤντουνα δεξιά.

Δεξιά;

Δεξιά.

Τέλεψε ἀπὸ τὴν φτιαξάδα τοῦ παντελονιοῦ του, γύρισε μὲ κύτταξε, χαμογέλασε μὰ ἀμέσως πάγωσε τὴν τσαλάκα τοῦ προσώπου - χεχεχὲ τώρα θὰ εἶχε κι ἄλλη νὰ διορθώσῃ δερμάτινη παραφωνία. Ἄκουσε τὴν φωνὴ (ἀπὸ τὴν τηλεόραση) τοῦ Γεωργίου Παπαδοπούλου, προέδρου τῆς ἑλληνικιᾶς δημοκρατίας καὶ καρφώθηκε στὴν συσκευή.

Καὶ καπάκια κύτταξε ἐμένα.

Χεχεχέ! Ὁ πρόεδρος!

Τὸν εἶπα.

Πράγματι!

Μὲ εἶπε.

Κύτταξε τὴν γυναίκα μὲ τὴν ὁποίαν εἶχε ὁμοῦ ἔλθει καὶ ὕστερις ἕνα χνούδι στὸ πανταλόνι στὸ ὕψος τοῦ μηροῦ, τὸ ὁποῖον συνέλαβε καὶ κατακρήμνισε στὸ χάος. Ἔκανε σταυροπόδι καὶ γράπωσε ἕνα σκαρπινάκι πολὺ τσίλικο, κατάμαυρο καὶ ἀπαστράπτον σὰν τὰ ἄρβυλα τῶν ὁπλιτῶν τῆς ΕΣΑ. Καὶ κυττώντας με, μὲ εἶπε:

Πράγματι! Ὁ πρόεδρος! Μὰ πρὸ τριάκοντα ἐννέα ἐτῶν. Ἦταν τὸ 73, ἔχουμε 112.

Γιὰ μάθημα ἀριθμητικῆς εἶχε ἀφιχθῇ ὁ βλάμης τώρα; Φυσιογνωμικῶς ἀπέσχε τὰ μάλα ἀπὸ τὸν ἄλγεβρας καθηγητή μου, γιὰ ἔλα τώρα. Ἄσε δὲ ποὺ θὰ μᾶς ἔπινε καὶ ἀπὸ τὸ βύσσινο λικέρ (διότι ἔβλεπα τὴν μαμά μου νὰ τοὺς σερβίρῃ) αὐτὸς καὶ ἡ γυναίκα μὲ τὴν ὁποίαν εἶχαν μαζὺ ἔλθει, κόβοντάς με ἀπὸ τὴν ὀνυχοκοψίαν καὶ παρακολούθηση λόγου τῆς Α.Ε. τοῦ ΠτΔ Γ. Παπαδοπούλου.

Τί κάνει ὁ Νώντας;

Εὐτυχῶς δὲν ῥώταγε ἐμένα, δὲν εἶχα καμμία διάθεση νὰ τοῦ ἀπαντήσω. Ἀπηυθύνετο στὴν μαμά μου. Ἡ ὁποία δικαιολογήθη ὅτι ἦταν στὴν δουλειά, νυχτερινὸς στὴν βάρδια ὁ Νώντας, τώρα τί ἀκριβῶς κάνει τὴν τούτη στιγμή, ἂν ἀμολάῃ δεύτερο δεμάτι ἀλουμινίου στὸ χυτήριο ἢ ἁπλὰ τιμάει τὸ μουρταδέλας κολατσιό του θὰ σᾶς γελάσω.

Καὶ γέλασε ἡ γυναίκα ποὺ καθόταν δίπλα στὴν μαμά μου καὶ δίπλα ἐπίσης σὲ μένα, ποὺ μένας καθόμουν δίπλα σὲ αὐτὴν ὅπως μόλις εἶπα καὶ δίπλα στὸν τυπάκο ὁ ὁποῖος μοῦ εἶχε χαλάσει τὸ βράδυ ὁ ὁποῖος ἐπίσης δίπλα σὲ μένα καθόταν καὶ δίπλα στὴν μαμά μου. Ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο δηλαδή, σὲ σταυρὸ ντέ. Τέλεια ἡ διάρθρωσις τῆς παρέας γιὰ ξερή.

Γέλασε ἡ μαντὰμ καὶ τὴν ἄκουσα ἅπαξ νὰ μιλᾷ.

Μήπως δεδομένης τῆς ἀπουσίας τοῦ Νώντα, νὰ τὸ ἀφήναμε γι’αὔριο, Μηνᾶ;

Τοῦτο τοῦ εἶπε καὶ ἄφησε βλεμματικῶς, τὸν ἄντρα μὲ τὸν ὁποῖον ὁμοῦ εἶχαν ἀπόψε ἔλθει νὰ μᾶς πιοῦν τὸ λικέρ καὶ γύρισε στὴν μαμά μου ὁλοκληρώνοντας τὴν σκέψιν της: 

Συγχώρα μας, Θεοδούλη, νομίζαμε ὅτι θὰ σᾶς βρίσκαμε ὅλους ἐδῶ.

Πολὺ περίεργα τὰ πράγματα, ἀρχίναγε καὶ γιόμαγε ἐνδιαφέρον τὸ θέμα.Ἒ λοιπόν, θὰ ἔπαιρνα κι ἐγὼ ἕνα λικὲρ καὶ θὰ καθόμανε νὰ τὸ πιῶ χαζεύοντας τοὺς ἐπισκέπτας νὰ ἐξετάζουν ἂν θὰ πρέπῃ (δεδομένης τῆς ἀπουσίας τοῦ Νώντα) νὰ τὸ ἀφήσουν γιὰ αὔριο. Συγχώρησον Ἐξοχώτατε Πρόεδρε ποὺ σὲ γυρίζω τὰ νῶτα μου!

Συγγνώμη, τί θὰ ἀφήσετε γιὰ αὔριο;

Μὰ δὲν ἔλαβα ἀπάντηση ἐκτὸς ἂν λογίζῃται ἀπάντησις μιὰ ἐπανάληψη τῆς συλλαβῆς χά.

Κύττα τον μωρέεεεεεε! Δὲν εἶναι ἀξιαγάπητος; Ἄαααχ, ἀπὸ κάτι τέτοια μᾶλλον ἡ Πουλχερία... Μηνᾶ! Νὰ πῇς! Ναὶ ναί! Νὰ τὸ πῇς! Ὁ κυρ Νώντας θὰ τὸ μάθῃ ἀπὸ τὴν κερά του, αὔριον!

Πωπώπώπώ, ὡραῖα! Θὰ λέγανε! Καὶ πολὺ γοῦστο ἔκανα! Θὰ λέγανε καὶ θὰ μάθαινα.

Ζήτησα κι ἄλλο λικὲρ τὸ ὁποῖον ὡστόσο μοῦ ἠρνήθη ἡ μαμά, προτάσσοντας τὶς εὐεργετικὲς ἰδιότητες τοῦ γάλακτος, ἀκόμα δὲν βγῆκες ἀπὸ τὸ αὐγό, μαλακισμένο, ἀλλὰ ἐντάξει δὲν θὰ μὲ χάλαγε τώρα ἡ ἄρνησις αὕτη. Ἔθεσα τὰ σκέλη μου ὁκλαδὸν στὴν πολυθρόνα καὶ κάθησα νὰ τοὺς ἀκούω νὰ μὴν τὸ ἀφήνουν γιὰ αὔριο ἀλλὰ σήμερα νὰ τὸ ἀφήνουν, νὰ μᾶς τὸ λένε, δηλαδὴ στὴν μαμὰ τὸ ἔλεγαν, τὸ εἶπαν, ἐμένα οὔτε μία φορὰ δὲν μὲ κύτταξαν.

Καὶ πόσο ἄδικο τοῦτο!

Διότι ἐμένα ἀφοροῦσε ὅλο αὐτὸ ποὺ σήμερα τὸ ἄφησαν!

Κι ἐμεῖς Θεοδούλη τὸ ξέρεις πόσο σὲ ἀγαπᾶμε ὄχι μόνο ἐσένα καὶ τὸν ἄντρα σου τὸν Νώντα ἀπὸ ἀνέκαθεν βέβαια και φαίνεται τοῦτο φαίνεται ἐπίσης ὅτι κι ἐσεῖς μᾶς συμπαθᾶτε συμπαθᾶτε μας ἂν λαθεύουμε ντάξει μωρὲ ἂν λαθεύουμε συμπαθᾶτε μας ἀλλὰ ἔτσι νομίζουμε καὶ φυσικὰ αὐτὴ ἡ συμπάθεια ἀναπόφευκτα μερίδιο τσιμπᾷ πρὸς αὐτὸ τὸ ἀξιολάτρευτο παλληκάρι ποὺ ποὺ ποὺ ποὺ ποὺ κόβει τὰ νύχια του κι ἐντάξει καιρὸ εἶναι ποὺ τὸ ἔχουμε καταλάβει τὴν κόρη μας ἔχουμε καταλάβει νὰ βρέχῃ τὸ βρακάκι της ὅταν συμβαίνῃ καὶ τυχαίνει νὰ συναντηθ

Χοχοχό, ὁ κυρ Μηνᾶς καὶ ἡ γυναίκα μὲ τὴν ὁποίαν εἶχαν ἔλθει ὁμοῦ ἀπόψε (καὶ ὅπως κατάλαβα εἶναι ἀντρόγυνο) ἀφίχθησαν σκοπεύοντες νὰ ζητήσουν τὴν χείραν τοῦ υἱοῦ τοῦ μαστρο Νώντα, ὅπου μαστρο Νώντας, ὁ πατήρ μου ὅπως ἔχει φανερωθῇ παραπάνω. Κι ἐπειδὴς ὁ πατήρ μου ἔχει ἕνα παιδί μόνον (ἤτοι μοναχοπατέρας) γιὰ μένα λέγαν. Χιχιχί! Θέλαν νὰ μοῦ δώσουν ἢ μᾶλλον νὰ μὲ δώσουν στὴν κόρη τους, μιὰ κάποια Πουλχερία ποὺ ἐντάξει, τὴν θυμᾶμαι ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι καὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτήν. Δηλαδὴ τίποτε δὲν θυμᾶμαι, δὲν τῆς ἔχω μιλήσει ποτέ, δὲν τὴν ἔχω δεῖ ποτέ, δὲν τὴν ξέρω ποτέ. Μόνον ὅτι ὑπάρχει ὡς κόρη τοῦ κυρ Μηνᾶ τὸν ὁποῖον ἤξερα μέχρι σήμερα, ἀπὸ τὴν ὑπογραφή του ὡς διαχειριστοῦ στὴν πολυκατοικία μας. Τίποτε παραπάνω. Καὶ χοχοχοχό, ἦρθαν καὶ μὲ ζήτησαν, γιὰ τὴν κόρη τους, ἀπὸ τὴν (διὰ τοῦ ἀπουσιάζοντος ἐργαζομένου πατρὸς) μαμά μου ἡ ὁποία ἆρα γε ἔχει ποτὲ δεῖ τὴν Πουλχερία; Χοχοχό, πολὺ ἀστεῖο, πιὸ πολὺ κι ἀπὸ τὴν ῥίψη κομμένων νυχιῶν στὰ μὲ λικεράκι ποτηράκια τῶν ἐπισκεπτῶν ποὺ ποτὲς δὲν κατάλαβαν (οὔτε ὅταν τὰ ἔπιναν), χεχεχὲ καλὲ μὲ προξένευαν γιὰ κάποια ποὺ δὲν γνωρίζω καθόλου, μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ ἀποκύημα κάποιου στέρφου συμπλέγματος τοῦ κυρ Μηνᾶ χαχαχά, εἶχε πλάκα ὅμως, πολλὴ πλάκα.

Τέλος πάντων, πρέπει νὰ τὴν δῶ, θὰ τὴν πρὸς ἔλεγχον δῶ κάποια στιγμήν, ἂν ἔχῃ μεγάλα βυζιὰ θὰ πῶ ἀναφανδὸν καὶ διαρρήγδην τὸ ναί, πρὸς τὸ παρὸν ἀπορεύομαι διότι ὁ πατὴρ δὲν ἔχει φανῇ ἀκόμα σπίτι κι ἐγὼ δὲν κρατιέμαι – φαντάσου ἡ Πουλχερία νὰ εἶναι μὲ τίποτε τούμπανο βυζάρες κι ἐγὼ νὰ χάνω τόσες μέρες τὸ κοκό!

Μπαμπᾶ;

Ἐὰν διάβασες τὰ ἀνωτέρω καὶ εἶσαι μέσα, σχολίασον!


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats