Πέμπτη, Ιανουαρίου 01, 2009

Nὰ ἐτοιμάσῃς τὴν στολή σου.

Οἱ ματιές μας ἀντισφαίρισαν στόν χῶρο καί μπίστηξαν σέ μιά γλῶττα τοῦ σώματος ἐξόχως ἀποκαλυπτική. Τό ἀλάθητο κριτήριό μου, ἐφάμιλλο μπατίρηδων τζογαδόρων, μοῦ κατέδειξε: Ἡ γκόμενα ἔχει ψηθ πρίν κἄν ῥοδοκοκκινήσῃ, τό θέλει πολύ, βέβαιον γάρ σιγουράκι.

 

Μέσα σ’αὐτά ὅμως, καίτοι σίγουρος καί ἤσυχος, δεδομένου τοῦ μισοῦ τοῦ παντός τό ὁποῖο βρίσκεται στήν ἀρχή, προσπαθῶ νά βουτήξω μέ λουγκάνειο φιγούρα ὁ κιαρατᾶς! Τί νά κάνω δηλαδής, ποῦ νά τήν πάω (ἡμέρες πού’ναι κι ὅλας), πῶς νά δείξω μιά δεξιότητα εἰς τό ὄξω, τώρα στίς ἀρχές γιά νά μή μέ πάρῃ (=καταλάβει πόσο μπουρτζοστουρνόβλαχος εἶμαι) στραβά;

 

Σκέπτομαι νά ἀφιερώσωμε μιάν ἔξοδόν μας στό πρῶτο νεκροταφεῖο, νά ἐπισκεφθοῦμε καί δοῦμε γνωστά ταφικά μνημεῖα. Δέν θέλω νά τῆς τό προτείνω ἀναφέροντας  μόνο τήν τοῦ Χαλεπᾶ κοιμωμένη· αὐτήν τήν ξέρουν μέχρι καί οἱ ἀπέθαντοι βουρκόλακες. Κατά τήν πρότασή μου θέλω νά ἔχω καβάτζα 3-4 παραδειγματάκια μνημείων ὀλίγον τί ἐξεζητημένων καί νά τά κολλήσω σέ ἤδη τρεῖς τάφους πού σκέφτομαι νά πᾶμε – στοῦ Μ. Καραγάτση, τοῦ Στράτου Διονυσίου καί τοῦ Γεωργίου Παπαδόπουλου. Ἕνα ἄλλο πού μ’ἀπασχολεῖ εἶναι τό σέ ποιό (κατ’αὔξοντα ἀριθμό) ῥαντεβοῦ θά ἐπιχειρήσωμε τήν ἔξοδον ταύτην. 

 

Διάβαζα σέ ἕνα ζαμπούνειο πόνημα ὅτι μετά ἀπό τρεῖς συναπτές συναντήσεις κι ἐξόδους ἡ φάσις βαπτίζεται σχέσις. Ἐνδείκνυται δέ εἰς τό κατόπιν τοῦ εντελώς πρώτου ῥαντεβοῦ ὅπως σταλ μήνυμα μόνον μετά ἀπό τήν πάροδο δύο ἡμερῶν καί πραγματοποίησις κλήσεως, μετά τριῶν. Τυχόν νωρίτερη ὄχλησις μαρτυρᾷ θεονήστικο μουρντάρη οὕτινος ἡ αὐτοσυγκράτηση καί αὐτοπειθαρχία χαίρουν ἄκρας ἀνθυγίειας. Πῶς ὅμως γίνεται νά επιτευχθῇ κάτι τέτοιο ὅταν ὁ καρακατακαψουρισμός τῶν πρώτων ἡμερῶν δέν σέ ἀφήνει νά συγκεντρωθῇς κάπου πάρεξ τῆς διακορεύσεως; Σέ αὐτό τό θέμα σημαντική συνεισφορά στήν διατήρηση ὕφους χαΐστα ἀρσενικοῦ γραψαρχίδικου τά μάλα, παίζει (κρίνω ἐξ ἰδίων, ὁμιλῶ ἐκ πείρας) ἡ διά τῆς αὐτοϊκανοποιήσεως ἀναστολή τῆς ἐπιθυμίας συναντήσεως μέ τήν ὁσονούπω. (Μοῦ) ὑπῆρξε περίπτωση συνεχούς κι ἀδιαλείπτου μαλακίας κάποιο σ/κ μέ κατάληξη περίπου σέ ὥρα προβολῆς τῆς ἀθλητικῆς Κυριακῆς νά ἔχω ὀργασμικούς σπασμούς σέ ἄνυδρη διάσταση. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ γκόμενα -21 ὧρες μετά- ἐντυπωσιάστηκε μέ τήν στάση μου ἥτις ἔφερνε κάτι σέ ξιπασμένο Χόμφρευ Μπόγκαρντ ἐν μέσῳ θαμωνισσών (σίκ) ΚΑΠΗ Χολαργοῦ σέ πασχαλιάτικη ἑορτή. Τόσες μαλακίες σέ κάνουν νά υἱοθετς – ἀπέναντι καί στό πιό διαστημικό μουνί, στάση κιτρινιάρη μισογύνη ἤ γκαίυ· τόοοοσο γκαίυ πού μπροστά σου ο Βαλλιανᾶτος φέρνει σέ Μπάντ Σπένσερ κι ἄν δέν σᾶς ἄρεσε ἡ πράγματι ἄστοχος παρομοίωσις, βολευττε μέ τό τόοοοσο γκαίυ πού μπροστά σου ο Βαλλιανᾶτος φέρνει σέ μέ ἀνεκτική στάση πρός στρέητ, φιλομόφυλο.

 

Τρία ῥαντεβοῦ ἴσον (ἀπαρχή) σχέσεως. Πότε προκύπτει τό σέξ λοιπόν; Προσωπικά συνάντησα δύο σχέσεις ἐν αἷς προὑπῆρξε - τῆς ἐγκαθιδρύσεως τῆς σχέσεως - τό σέξ. Ἐκτός ἀπό αὐτές τίς δύο, ἀλείφτηκα καί σέ μίαν ἄλλη, στήν ὁποίαν ὅσον ἀφορᾷ τά σαρκικά, εἰλικρινῶς δέν ἤξερα ποῦ ἑδράζετο ὁ κόλπος· προσεπάθουν δέ νά διεισδύσω ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ κλειτορίδα... Καί ἄλλη μία (σχέσις) στήν ὁποίαν τό ἄλλο μου μισό (σίκ) μέ εἶχε ῥωτήσει – σέ ῥόζ στιγμές καθώς ἐπιλογίζαμε τά προκαταρκτικά - ἐάν μποροῦσε, ἐάν τῆς ἐπέτρεπα νά μοῦ κατεβάσῃ τό σλίπ γιά νά μέ μαλακίσῃ. Μέσα σέ ἀμάξι, σέ δασώδη γαμιστρώνα κατόπιν χουφτώματος διαρκείας ημιχρόνου αγῶνος μπάσκετ καί ἠρώτει ἐάν μποροῦσε νά μοῦ κατεβάση τό βρακί... Μάλιστα...Ἤξερε βρέ ὅτι θά μποροῦσα νά παρεξηγηθῶ καθώς θά ἔβλεπα νά ἔχῃ τόν νοῦ της στό κοκό ἀπό τόοοοοοσο νωρίς, φοβόταν μή παρεξηγηθῶ, μήν τήν κακοχαρακτηρίσω, μήν ἀρχίσω ὑστερικές φωνές μά γιά ποιόν (σίκ) μέ πέρασες!;;! καί φεύγοντας ἀπό τό ἀμάξι, βροντώντας τήν πόρτα πίσω μου, νά ἀρχίσω νά τρέχω στούς δρόμους τοῦ Λυκαβηττοῦ, ἀνεβάζοντας τά σώβρακα κρύβοντας τήν τορνευτή μου πυγή! Ἄχ πόσο μέ σεβόταν ἡ xxxxxxxxxx! Ἐφασωνόμεθα ἐντός τοῦ πατρικοῦ νισσάν, αἱ ἀνάσαι θόλωναν τόσο τούς ὕαλους ὥστε ἐδύνασο παλιμψήστως νά γράψῃς ὁλάκερο ἐκεῖνο τό γκάτσειο ποίημα στά παπρίτσια καί στά παράθυρα, κάποιοι περαστικοί σκυλοφέροντες ἀπέστρεφαν πρόσωπα μετά βδελυγμίας βλέποντες τά παρά φύσει προϊόντα πολύχρονης ἐμετικῶς συσσωρευμένης ὀχείας καί... καί σέ μιά τέτοια φάση, μέ τό παντελόνι μου κατεβασμένο στά γόνατα, στό ὁριζόντιο κάθισμα τοῦ οδηγοῦ ὑπτίως ὁ γράφων καί ἡ xxxxxxxxxx μέ τό μουνί σταζόμενο, μέ ἕνα τραύλισμα ἕνεκα τοῦ γκαγκαριζομένου ἱμέρου νά ῥωτᾷ ἐάν μπορῇ νά κατεβάσῃ τό ἐσώρουχό μου! Τί παιδί γιά σπίτι πού εἶμαι, πόσο πολύ μοῦ φαίνεται!

 

Γενικά μέ τό αὐτοκίνητο ἔχω θέμα. Πάντα ἀνοίγω τήν πόρτα στήν ντάμα κατά τά πρῶτα ῥαντεβοῦ (ἐννοεῖται αὐτά πού δέν ἔχουν προσέτι δεῖ σπέρμα νά συντριβανώνῃται σέ χείλη καί γλουτούς) τοῦτο προκαλεῖ ἕνα κάτι στήν τύπισσα ἀλλά δημιουργεῖ ἐπίσης παρακαταθῆκες μελλοντικῆς γκρίνιας (κάποτες μέχρι καί τήν πόρτα μοῦ ἄνοιγες, γούρουνε!) ὁπότε γιατί συνεχίζω νά τό κάνω; Δέν ξέρω, εἶπα ἔχω θέμα μέ τό ἀμάξι, πάντα π.χ. λέω ἕνα εύχαριστῶ ὅταν ο ἀναπτήρας μοῦ προσφέρεται καιόμενος. Τό αὐτοκίνητο μοῦ κάνει μιά μικρά συμμαζεμένη βελούδινη καί πεύκινη ἀποικία ἔνθα μπορῶ καί ἀπολαμβάνω ὅ,τι (σχεδόν) ἀπολαμβάνω καί στό σπίτι.       

 

Τί ἀπολαμβάνουμε στό σπίτι;

 

Βρῆκα.

 

Τί εἶναι σέξ; Πέρα ἀπό τόν ἄς ποῦμε προβληματισμό γιά τό πότε δέον νά εἴῃ δόκιμος ὥστε φυσιολογικῶς νά ἐξελιχθῇ ἡ σχέσις, πρέπει καί προβληματισμός γιά τό τί ἐστί σέξ. Ὀλιγόλεπτο ἤ ὁλονύκτιο; Μέ προκαταρκτικά ἤ τσομπαναρέικα φαλλοκρατικόν; Λυσσασμένο ἤ φλεγματικόν; Ὀρθόδοξον ἤ ὀξαποδώδικο; Ἀποτυπώσαν μενοῦ ἀπό στούντιο βορείων προαστείων ἤ νοικοκύρικον; Πέραν τῶν εὐκόλως διατυπουμένων σημειολογικῶν ἐκ καθέδρας τίνι τρόπῳ, μᾶς διεφεύγει ἡ στιγμή. Δέν (πολυ)πειράζει. Αλλοῦ ἐξάλλου τό πρόβλημα.

 

Συνειδητοποιήσας λοιπόν τό πρόβλημα μέ τήν πολλά ὑποσχομένη διείσδυση (ὅπως ἀνέφερα παραπάνω σέ μία σχέσι μου) ἡ ὁποία ὅμως εὕρισκε στό «δοκάρι» ἔκανα τήν αὐτοκριτική μου καί ἔριξα τό βάρος ἀλλοῦ. Ἔψαξα καί βρῆκα ἐναλλακτικές μεθόδους ἰκανοποιήσεως ὥστε νά μήν φανερωθῆ πόσο ῥεζίλης εἶμαι. Ἔτσι, ἄρχισα νά τό παίζω εὑρέος φάσματος -ὅσον ἀφορᾶ τά ἀφροδίσια- μέ ὄχι λίγα ὑποκατάστατα. Ἀνάμεσα σέ αὐτά, σπουδαῖο χίτ εἶχε ἡ μέθοδος ἥτις πολλά συναντᾶται σέ καυλοσπυρακοφόρες ἀγγελίες στίς πίσω σελίδες τῶν ἐφημερίδων. Λίαν πρακτική ἡ μέθοδος, εὐκολοφόρετη, ἄνετη, βολική, λάρτζ. Καί χωρίς τό παραμικρό πρόβλημα καί ἀπαιτήσεις γιά ἰδιαίτερες συνθῆκες. Μέσα σέ ἕνα αὐτοκίνητο π.χ. -ἔχω θέμα μέ τό αὐτοκίνητο λέγω- νά πηγαίνης στήν ΔΟΥ τῆς γειτονιᾶς σου γιά φιλοσοφικές ἀναζητήσεις μέ τόν ἐξ Ἀμαλιάδος ἔφορα καί πρίν φθάσης, πρίν ἀρχίσης τό μπλά μπλά περί τῆς οὐσίας τοῦ ὄντος, νά ὁπλίζησαι μέ ἔμπνευση ἀπό τήν διπλανή καθ΄ὁδόν μέσω χειρωνακτικῆς ἀνακούφισης – ΚΑΙ νἆ’σαι καί συνοδηγός!

 

Πιό συγκεκριμένα.

 

Κάποιο βράδυ ἴσως χειμερινό ἀλλά σίγουρα κρύο μέ χωρίς (πολύ) κόσμο ἔξω νά κυκλοφορῇ πηγαίναμε κάπου (ποῦ;) μέ τήν yyyyyyy νά ὁδηγᾷ. Τήν εἶχα δεῖ gps καί στά ἐδῶ κᾶνε δεξιά, στό δεύτερο στενό κόψον ἀριστερά, ἐπέλεγα τό κατά δύναμιν, ὁδούς καί λεωφόρους μέ ὀνόματα Βασιλέων καί Βασιλισσῶν μας. Σταύρωνα τά χέρια στήν ἀνοικτοῦ παραθύρου πόρτα τοῦ συνοδηγοῦ, ἐναπέθετα ἐκεῖ τό κεφάλι μου καί κυττοῦσα ἱμερικῶς τίς κυανές πινακίδες μέ τά ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΠΑΥΛΟΥ καί σχεδόν κατουριόμουν ἀπό τήν χαρά. Ἡ πρός οὔρηση τάσις μέ ἔκανε νά κουνῶ λίγο τά σκέλη μου, φαινόταν σάν νά... νά... πῶς νά τό πῶ... Σάν νά τρίβωμαι (φφφφ, ντρέπομαι τώρα) καί ὅλως ξαφνοτυχαίως, ἀντελήφθην κάτι σατανικό νά περιπολῆ ἐκεί στό ὑπογάστριόν μου. Ἔσκυψα (ὠιμέ! Ἄφησα ἀπό τό πεδίον μου τό ὁπτικόν τό ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΙΓ΄) καί ἔριξα μιάν ὀφθάλμιο πετονιά στό τίνι τρόπω γαργαλητό. Ναί, ἦταν τό χέρι της - τό δεξί βεβαίως, τό ἀριστερόν ἐτήρει τό τιμόνι - ἀπό τόν τῶν ταχυτήτων λεβιέ πετάχτηκε στήν κρεατόβεργά μου (ἔτσι, ἔτσι...!) ἥτις ἀνυποψίαστος ἔσχε χαλαρή στάση. Μετά ἀπό δυό τρεῖς αὐτοψιστικές κινήσεις τῆς χειρός της ἄνω καί κάτω στήν χῶρα πέριξ τού φερμουάρ, διαπιστώνοντας τελικά ὁτι ἡ κρεατόβεργα ἦταν γιά τήν ἀκρίβεια πλαστελίνη, ἑστίασε στόν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ φερμουάρ. Γοῦυυυυυυρ! Ἔπαιρνα ἀνάσα καί προσεπάθουν νά μέ θέσω σέ σλώου μόσιον, νά δερματοστίξω τήν κάθε στιγμή διεγέρσεως. Ἀνατρίχιαζα· ἀνατρίχιαζα σχεδόν ἐπώδυνα, ὄχι μόνο λόγῳ τῆς ἐνάρξεως (ἠ yyyyyyy εἶχε πιάσει τό μόριό μου καί τό’χε φέρει στό φῶς, κρατώντας το ἀπό τήν βάση του καλύπτοντας μέ θαλπωρή καί προστατευτικότητα τό ὄσχεον) τοῦ φεστιβάλ, ἀλλά διότι ἠσθανόμην τά κρύα γκόθικ δακτυλίδια της στήν συνεχώς αντρειεύουσα φλέβα τοῦ φαλλοῦ μου. Τά ὁποῖα δακτυλίδια, τά κρύα γκόθικ δακτυλίδια ἤρχοντο σέ ἀντίθεση μέ τά ἐλαφρῶς ἱδρωμένα δάκτυλά της, κάτι πού μαρτυροῦσε μιάν ἔξαψη ἐκ μέρους της, ἡ ὁποία ὁλονέν καί μέ καύλωνε. Τάχιστα μεγαλοπρέπιζε τό πουλάκι μου καί σκλήραινε σάν σέ καρτοῦν ἐπίτευγμα. Ἦταν πλέον χοντρούλικο, μέ ψωμάκια καί καί κλασσική ἑλληνίδων περιφέρεια. Έπλεκα τά δάκτυλά μου, κρεμόμην στήν χειρολαβή καί θυμόμουνα μιά ντοπιολαλιά τῆς Ἀριδαίας λίγο πρίν κυττάξω τήν σωφέρ μου: Κυττοῦσε μπροστά χωρίς καμιάν παρέκκλιση, χωρίς νά ξεφεύγη τό βλέμμα της, σάν νά μήν ὑπῆρχε κανείς δίπλα της. Διέκρινα ὡστόσο τόν τρόπον διά τοῦ ὁποίου κατέπινε τό σάλιο της καί καταλάβαινα τήν μέ γεωμετρικό ῥυθμό ὕγρανση τοῦ κόλπου της. Μποροῦσε νά διατηρῇ τήν κίνηση τῆς χειρός της μέχρι τόν αγκώνα της, ὁ ὦμος της ἦταν σχεδόν ἀκίνητος, δέν μαρτυροῦσε τίποτε ὅπως ἐπίσης τίποτε δέν μαρτυροῦσε ἡ ἔκφρασίς της ὡς προεῖπον. Ἤλεγχε τόν δρόμο μπροστά· ἐντελῶς μπροστά , στήν Φιλελλήνων ἤμεθα θαρρῶ, χωρίς νά λοξοδρομῇ τήν ματιά της στήν ἐλαφρῶς νοτισμένη, βαρέως κόκκινη βάλανό μου ἥτις ἀπετέλει –πιστέψτε με– πολύ σοῦπερ θέαμα (οὐάου!) Προσπαθοῦσα νά διασκεδάσω τήν διέγερσή μου, κατεβαίναμε τήν Καραγεώργη Σερβίας κι έβλεπα τό ὑπουργεῖο, τέλειος τρόπος νά ἐπιβραδύνης τόν ἐρχομό τοῦ θερμοπίδακος. Παρά ταῦτα ἡ ἀλλαγή τοῦ ἀποδέκτου τῶν χαδιῶν της, ἀπό τό πέος καί τό ὄσχεον πρός τήν ὀπίσθια ὀπή μου, μέ ἔκανε νά νοιώσω ἔτοιμος νά πτύσω (οὐχί μέ σίελον) τὸν καρπό της. Τό ἀντελήφθη, χαμογέλασε μέ ἦχο καί σταμάτησε. Κι ἔτσι, ἁπλά, κρατοῦσε, ἄνευ κινήσεως, τό μέ ὑψηλόν σφυγμόν χερογλύκανό μου καί συνέχισε στήν ὁδό Ἀθηνᾶς. Στό ὕψος τῆς βαρβακείου τήν ἄκουσα νά ζητᾶ νά κουνηθῶ.

 

Πωωωωω! Τό χειρώτερό μου! Ἐσαεί κι ἀνέκαθεν τεμπελόσκυλο, προετίμουν στάσεις ἀνίδρωτες. Τήν εἶχα καταβρεῖ μωρή yyyyyyy στήν συνοδήγειο θέση νά κυττῶ ἀκίνητος τά τῶν ἀθηνῶν αξιοθέατα, μαλακιζόμενος. Νά μπῶ τώρα στήν φάση νά κινοῦμαι νά κάνω νά δείχνω καί γενικά ὅ,τι πράττω σέ ὀρθόδοξα σκηνικά... Χάλια!

 

Τέλος πάντων μέ τήν συγκεκριμένη δέν εἶχα πολλά θάρρητα, πάντα πειθηνιένευα πολύ εὔκολα κι ἄρχισα νά τῆς γαμῶ τήν παλάμη. Ὅταν θέλῃς κάτι πάρα πολύ, ἔχει εἰπωθῇ ὅτι ὅοοοολο τό σύμπαν συνωμοτεῖ γιά νά (σοῦ) συμβῇ. Ἕνα κάτι σίγουρο πού θά σοῦ συμβῇ εἶναι νά γελάσῃς μέ αὐτήν τήν ἀπιστεύτως ἠλίθια ἄποψη, ὡστόσο ἐκεῖνο τό βράδυ τῶν γυροβολιῶν μας στό ἱστορικόν κέντρον ὅλος ο ΚΟΚ συνωμότησε ὥστε νά μήν μᾶς πετύχῃ ἐρυθρός σηματοδότης ἀποτελέσματι συνεχοῦς ῥοῆς τοῦ αὐτοκινήτου σέ σταθερό ῥυθμό ἄνευ ἀνάγκης γιά διακοπές πρός ἀλλαγήν ταχύτητος. Ἆσε πού δέν σταθήκαμε καί σέ κάποιο φανάρι ὁπότε δέν χρειάστηκε νά βάλω γιά ποδιά τό μπουφανάκι μου ὥστε νά ἀποφύγω τό μάτιασμα τῆς ψωλῆς μου ἀπό τούς περαστικούς.

 

Σέ κανένα;

 

Στό πρό τῆς λεωφόρου Βασιλίσσης Ἀμαλίας;

 

Πρέπει νά ἦταν ἐκεῖ, ναί. Μιά κόρη μέ γλαυκώδη ὄρασι καί ἀνάλογον ὀξύνεια, διέκρινε κάποιες παράταιρες μορφολογίες εἰς τόν ἀνεπιτυχῶς κρυβόμενον σωματότυπό μου. Διάβασα στήν ἔκφρασή της ἕνα λιγωτισμό, κάποιο στιγμιαῖο χτυποκάρδι καί μιά ἐπιθυμία γιά ἐπίμετρο στό κάμα σούτρα. Δέν σταμάτησε βεβαίως ἀλλά σιγουρεύτηκε γιά τά τεκταινόμενα ἀφοῦ εἶδε τήν yyyyyyy ὄχι μέ ῥῶγες νά κοντεύουν νά πατήσουν τήν κόρνα ἀλλά δύο τιτανικές ῥῶγες νά συνοδεύουν μιά κοπέλα, ἡ ὁποία περίμενε τό πράσινο. Ἡ ἐν λόγῳ δεσποινίς, πρασινοῦχος φαναριακῶς, διῆλθε ἐμπροσθέν μας. πέρασε ἀπέναντι, κατηυθύνθη πρός τόν Βασιλικό κῆπο ὡστόσο κύτταξε, γύρισε καί (μᾶς)  κύτταξε, καί προφανῶς σημείωσε τόν ἀριθμό κυκλοφορίας.

 

Ἀν νομίζετε ὅτι ἐντύπωση τῆς ἔκανε ἡ ἀφύσικη φύση μου καί ἐπεδίωξε προσέγγιση ἐμοί κατόπιν ἐρεύνης μέσῳ τοῦ ὑπουργείου συγκοινωνιῶν π.χ., λαθεύετε. Ἤ ἔστω ἐν μέρει λαθεύετε. Η ωωωωωω κόλλησε ἕνεκα γιγαντομαστίας, στήν yyyyyyy ἡ ὁποία τακιμιάσασα, μοι ἀπελογήθη τό καινό στάτους κβό της μέ τρόπο λίαν παραχωρητικόν καί ἄλλαξα γειτονιά.

 

Μοῦ πῆρε ὄχι λίγο διάστημα νά τό ξεπεράσω (δέν μοῦ ἔχει ξανατύχει νά μέ ἀφήσῃ γκόμενα γιά ἄλλη γκόμενα) κι εὐτυχῶς εἶναι καί λίγος καιρός πού ἔχω ξαναδεί νά διαθέτω στύση – ἔστω μιά κάποια τελοσπάντων – κυρίως δέ, μοῦ λείπουν μαλάξεις στήν πλάτη τά πρωινά - ὁ μόνος λόγος γιά τόν ὁποῖον νομίζω ὅτι δέν πρέπει νά μένῃ μόνος κάποιος. Σιδέρωσα τήν αὐτοπεποίθησή μου καί ξεκίνησα νά βγαίνω. Ἐκτός ἀπό βόλτες σέ λύκεια τῆς εὐρυτέρας περιοχῆς παρέα μέ τό παπάκι μου κι ἄφιλτρα τσιγάρα, εγγραφή στόν ΣΥΡΙΖΑ τῆς γειτονιᾶς γιά ἀπελευθερωμένες σαραντάρες, προσκολλήθηκα καί στόν σκακιστικόν ὅμιλον τοῦ δήμου. Πολύ γρήγορα ἐμπέδωσα σέ ἐπικίνδυνο βαθμό τά ῥοκέ, τά ναπολεόντεια καί τά σάχ μάτ. Εἶχα ἀπήχηση καί μαθεύτηκε σέ ὅλον τόν κύκλο τών σκακιστῶν ὅτι κάποιος ξεπετάει στό λεπτό σύνθετα σκακιστικά προβλήματα. Κι ἔτσι, ἀπόγευμα μέ ἀπόγευμα ὅλο καί περισσότερος κόσμος συσσωρευόταν πέριξ τῆς τραπέζης μου ἵνα θαυμάσῃ καί ξεπατικώσῃ – ἐπιτρέψτε μου τήν ἰεροσυλίαν – φισέρειους αὐτοσχεδιασμούς. Ἔνοιωθα μιάν ἰσχυρά οἴηση, μιάν παχύσαρκη ἔπαρση καθώς ἄκουγα θαυμαστικούς ψιθυρισμούς πίσω μου οἵτινες τό δίχως ἄλλο ἦσαν γιά ἐμένα! Καί λίγο πρίν αὐτά τά συναισθήματά μου τό γυρίσουν σέ μιάν ἀπωθητική ξιπασιά, μιάν ἀχώνευτη άλαζονεία, τήν εἶδα. Προφανῶς μέ εἶχε ξαναδεῖ, θἆχε ἔλθει καί παλαιώτερα ἀκούσασα γιά ἕναν εὐφυῆ τυπά στήν λέσχη.

 

Οἱ ματιές μας ἀντισφαίρισαν στόν χῶρο καί μπίστηξαν σέ μιά γλῶττα τοῦ σώματος ἐξόχως ἀποκαλυπτική. Τό ἀλάθητο κριτήριό μου, ἐφάμιλλο μπατίρηδων τζογαδόρων, μοῦ κατέδειξε: Ἡ γκόμενα ἔχει ψηθ πρίν κἄν ῥοδοκοκκινήσῃ, τό θέλει πολύ, βέβαιον γάρ σιγουράκι.

3 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger Φειδίας είπε...

Καλὴ Χρονιά!
(Ἥτις ξεκινᾷ μὲ λογοτεχνικὸ οἶστρο, ὅπως βλέπω. (Τὶ οἶστρος, δηλαδή, αὐτὸ εἶναι λογοτεχνικὸς ὀργασμός...))

2/1/09, 2:24 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger dgalanis είπε...

όλα καλά ;)

2/1/09, 1:11 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger vangelakas είπε...

Θένκς Καλλίμαχε! Έβλεπα τό θέμα σου μέ Κίσσινγκερ, λίαν μπομπάτο.

Μάνι, πάντα όλα καλά!

2/1/09, 4:30 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats