Τρίτη, Δεκεμβρίου 23, 2008

Ξανά.

Ἤμαστε ὄρθιοι σέ μιάν ἄκρη καί φλυαρούσαμε γιά τόν καιρό καί τήν ἀνεξήγητα πολλήν ὑγρασία. Κυττοῦσα ἀλλοῦ, ἀπέφευγα τό βλέμμα της, τήν ἄκουγα νά μοῦ λέῃ γιά τήν κίνηση, τόν κόσμο καί ὅ,τι ἐπέτρεπε ἡ χάβρα. Μέχρι πού κάποιος ἦρθε νά περάσῃ ἀπό μπροστά μας· τό στενόχωρο μέρος μέ ἀνάγκασε νά μετακινηθῶ καί ἔπεσα πάνω στά μάτια της.

 

Τήν κύτταξα κατά πρόσωπο, σταμάτησα νά μιλάω, ἴσως νά εἶχα ἀπό πρίν σταματήσει ακούγοντάς την· δέν θυμᾶμαι, τήν κύτταξα κατά πρόσωπο, τήν εἶδα, τήν ξαναθυμήθηκα, εἶδα τά μάτια της καί ξαναταξίδεψα σέ ἐκεῖνο τό ἀνέκαθεν, αὐτό πού πάντα μέ ἔκανε νά ἀπορῶ ἀλλά πρώτιστα νά εὐχαριστιέμαι μέ αὐτήν τήν ἀνεξήγητη οἰκειότητα πού ἔνοιωθα παρατηρώντας την.

 

Σταμάτησα γιά τά καλά, σκάλωσα σέ αὐτήν ἐνθυμούμενος ὅ,τι συνέδεα μέ τήν εἰκόνα της – τίς παλιές στιγμές μας – χαμογέλασα, τῆς χαμογέλασα, παραμερίζοντας κάθε ἄλλο συναίσθημα. Προσπάθησα νά μήν φανερώσω μιά χροιά παράπονου καί νοσταλγίας στό μειδίαμά μου, αὐτό ὅμως κράτησε τόσο πού δέν γινόταν νά μή διαρρεύσῃ τό κάτι διαφορετικό ἐν μέσω μάλιστα μιᾶς σπασμωδικῆς ἀμηχανίας. Τότε, διέκρινα σ’αὐτήν ἕνα ἀλλιώτικο χαμόγελο, δικό μας, ἐκεῖνο πού δέν παραπέμπει σέ τυπικό χαμόγελο π.χ. δύο συναδέλφων σέ μιάν ἐργασιακή ἐκδήλωση. Σχημάτιζε μιάν ἐλαφρῶς πρός τά κάτω καμπύλη, πρόσεξα καί τά μάτια της νά μήν ἔχουν τό ἐπιβλητικό μιᾶς εὐδιαθεσίας ἀλλά τό λιγωτικό τού κάποτε, μιά κωδικοποίηση, ἕνα φιλτράρισμα καί ἕνα πέταγμα σέ κάποια δικά μας μέ κατάληξη τήν πικρία. Ναί, ἦταν η δική μου ~~~~~, συνέχισα νά τήν κυττῶ, τήν ξαναθυμόμουν καί ἀφέθηκα γιά πολύ, πολύ λίγο νά νομίζω ὅτι συνωμοτούσαμε γιά τό μετά. Κάποιο ἄλλο ὅμως παρόν μέ τά νερά του νά κυλοῦν στόν ῥοῦ τῆς πραγματικότητος, μέ συνέφερε καί δέν μοῦ ἐπέτρεψε περισσότερα αἰθεροτάξιδα. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats