Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15, 2008

...καί οι Oρίζοντες

Τίς τελευταίες ημέρες (νομίζω καμιά εφταριά είναι) μού έχει αλλάξει η γεωγραφία.

 

Όχι ασούμε ότι έχω ξεχάσει ασούμε πόθεν εκβάλει ο Αλιάκμων ή ασούμε ότι ο Αώος είναι ρηβερσάκιας ή ότι δέν πρέπουν ευχαί στόν Όλυμπο νά τά χιλιάση αφού μάς παίρνει μάτι από τά 2.917 μέτρα.

 

Άαααααλλο εννοάω.

 

Εννοώ ότι από τό προηγούμενο ΣΚ κι εδώ μού έχει σκατζάρει τό μέρος στήν ανατομία μου ένθα χώρα λαμβάνει η υπερτάτη ζαλισιάρικη ζητωκραυγή. Από τό υπογάστριον πεδίον δηλαδή, έχει ανέλθει λιγουλάκι. Λιγουλάκι. Ανήλθε μέχρι τήν πλάτη.Τό λίκνο τής τεστοστερόνης, ο χώρος τής δυσκαμψίας, η περιοχή τής αιμάτωσης, απεποιήθησαν τά πρωτοτόκια τής κατοχής τού γενετησίου ενστίκτου καί τά παραχώρησαν στήν πλάτη. Ναί, στήν πλάτη.

 

Τό αντελήφθην τό περασμένο ΣΚ όπως προείπα, τό απόγιομα τού σαββάτου. Γύριζα σπίτι - διά τού λεωφορείου βεβαίως - ήμεθα κάπου στό Αιγάλεω όταν ένα κενό αέρος, αφηρημένος καθώς ήμουν, μέ έσπρωξε, τσούλησα πρός τά πίσω καί άραξα σέ κάτι επίμονο. Γύρισα νά αμολήσω ένα γλοιώδες συγγνώμη αλλά πουθενά κάποιος ο οποίος θά κουνούσε ενοχλημένα τήν κούτρα του.

 

Ήταν απλά, η βάση τών αυλών τών χειρολαβών. Κατάπια τό σάλιο μου, κύτταξα γύρω τούς συνταξιδιώτες. Μία, πού άφηνε προγούλι, τύπισσα επί τής μεσαίας θύρας έψαχνε τήν στάση της, ένα μουρτζουφλιασμένο ζευγαράκι, τρία κινητά τηλέφωνα μέ κάτι, χμ... ναί έφηβοι ήσαν μαζύ τους καί μερικοί παππούδες τών οποίων έφθανε τό τέλος τής διαδρομής.  Όλοι είχαν τήν προσοχή τους αλλαχού, δέν μέ κύτταζε κανείς.

 

Ξανακατάπια τό σάλιο μου καί άρχισα. Άρχισα νά τρίβομαι στήν φλάντζα. Μέ συστολή κατ’αρχάς, θαρραλέα όχι πολύ πιό μετά καί σχεδόν επονείδιστα στό τέλος. Ξεκίνησαν  μάλιστα καί κάποια ρίγη τά οποία θά κατέληγαν τό δίχως άλλο σέ σιβήρια τρέμουλα εάν δέν έβλεπα ότι γιά μιά στάση εκεί παραέξω διέθετα κάποιες τάσεις κτητικές.

 

Στήν βραχεία διαδρομή μέχρι τό τσαρδί μου κάθε αντικείμενο πού αντίκρυζα τό λόγιζα ώς επικουράκι στήν νιόφερτη τερψοκατάσταση. Κάδοι απορριμάτων, τουτού, κλαδόδενδρα, μπάζα... Προσπαθούσα νά διατηρήσω τό βήμα μου σέ ό,τι κατέκτησε η ανθρωπότης από τήν αυγή τού ορθίου εχέφρωνος ανθρώπου, αλλά είς μάτην. Κάτι σάν μέθη δυσκόλευε τό βάδην μου άσε πού καί η ώρα δέν ταίριαζε μέ τά αυτά τά σωματοτυπικά.

 

Μπαίνοντας στό σπίτι, πέταξα τίς τσάντες στό πάτωμα, πέταξα κι ένα ντάρλινγκ... αμ χόμ! χωρίς ωστόσο νά πάρω ρημπάουντ απόκρισης. Τί κρίμα πού η σημέρια τεχνολογία δέν έχει προσθέσει τσιπάκια φωνής κάποιων έστω στερεοτύπων απαντήσεων στίς κούκλες τού μονήρους έρωτος! Η Άννα πάντως ήταν εκεί, στό κρεβάτι, ανάσκελα βεβαίως μέ αυτήν τήν αειθαλή έκφραση θαυμασμού αλλά κι απορίας ή ακόμα καί τού συνδυασμού αυτών, στόμα στρογγυλότατα ανοικτό μέ χείλη αφύσικα ογκώδη καί κατακόκκινα πού αποσπούν τήν προσοχή χωρίς νά θέλεις νά κυττάξεις αλλού. Τής χαμογέλασα, τής μιμήθηκα τήν απορία στρογγυλεύοντας τό στόμα μου, κυττώντας τό κενό γιά δυό δευτερόλεπτα καί στά καπάκια ξέσπασα σέ γέλια. Γέλια ειλικρινή, φυλλοκάρδια, πού κάποιοι κακοπροαίρετοι πάντως θά τά χαρακτήριζαν σχιζοειδή· ακόμα καί τώρα, στίς ευθυμίας στιγμές μου δέν μού ξεθωριάζει καθόλου η περίοδος εκείνη, η ιδρυματική μου περίοδος, όταν από μιά παρεξήγηση καί μόνον, από μιά παρανόηση βρέθηκα – άχ, άς μήν τά σκέφτομαι, είμαι καλά πλέον, πάντα ήμουν καλά δηλαδή, καί εσαεί θά είμαι!

 

Κάθισα στό κρεβάτι καί τήν έφερα στά γόνατα. Τό φιλί μου βρήκε πειθήνιο δέκτη χωρίς η λαστιχίλα νά χαλάσει τά δέοντα τέτοιων στιγμών. Ψέκασα μέ ένα αψύ άρωμα τό μετερίζι τής ψυχικής μου πλήρωσης καί αφιερώθηκα σέ λίγα χάδια. Γι’αυτό τής είχα δωθεί ψυχή τε καί σώματι. Διότι κοντά της ξεχνούσα τά πάντα. Ένας λωτός χωρίς τήν κατάληξη τής σαπρίας. Πόσα λίγα ξέρετε οι αφιερωμένοι σέ έμψυχη παρέα! Πόσο πολύ λαθεύετε στοιχηματίζοντας τό είναι σας σέ ελλοχεύουσες κορεσμούς αλλαξοκαιριές! Πόσα πολλά αγνοείτε, δύστυχοι, καθώς επενδύετε μέλλον σέ πιθανά δάκρυα! 

 

Πάντα κοντά της λοιπόν ξεχνούσα τό κάθε τί. Ακόμα κι αυτό πού μέ συνετάραξε ανακαλύπτοντάς το πρό ολίγου! Σηκώθηκα απότομα, τήν άφησα στό κρεβάτι λίγο άγαρμπα είν’ η αλήθεια καί έσπευσα στήν κουζίνα. Άνοιξα τό ψυγείο καλλιεργώντας μου έναν κάποιο αυτοσχεδιασμό. Έψαξα στά τάπερ, στά ράφια, τίποτε τό ενθαρρυντικό ωστόσο. Παρέμεινα χάσκων γιά κάμποση ώρα στό ανοικτό ψυγείο, ώσπου έσκυψα στόν καταψύκτη, πέρασα κι από τό λουτρό πού επειδή σάς συμπάθησα τό αποκαλώ λουτρό· πρόκειται γιά καμπινέ ο οποίος μάλιστα διαθέτει τούρκικη οπή ανακούφισης καί τελικά επέστρεψα μέ γεμάτα χέρια στήν κάμαρά μου.  

 

Η Άννα ήταν εκεί πάλι ήσυχη κι αμίλητη· μέ αυτό τό ύφος θαυμασμαπορίας τό οποίο όμως αυτήν τήν φορά ήταν σκέτα απορίας μπορώ νά πώ! Τήν κύτταξα πάλι, εστίασα στό ανοικτό της στόμα, αποσχημάτισα τό χαμόγελό μου, πάγωσα τό πρόσωπο, μιμήθηκα τό ύφος της γιά δύο δευτερόλεπτα καί αμέσως ξέσπασα σέ γέλια τά οποία αυτήν τήν φορά κράτησαν λίγο παραπάνω ώσπου ένας βήχας τά διέκοψε.

 

Είναι έκπληξη, έκπληξη, θά δείς, θά σού πώ. Μέ τέτοιες αόριστες κουβέντες τήν γύρισα μπρούμυτα σταματώντας την λίγο πρίν, εστιάζοντας στό νεκρό της βλέμμα. Έψαξα γιά τό πώμα, ποτέ μά ποτέ δέν θυμόμουν πού ακριβώς ήταν - ίσως επειδή μού θύμιζε τά πλαστικά μου πλέον ανεμολόγια - τό άνοιξα καί άρχισα νά τήν γεμίζω μέ παγάκια - πολλά παγάκια - ωμό κρέας καί όσο υγρό σαπούνι είχε τό λουτρό μου. Όταν τήν αισθάνθηκα νά είναι περισσότερο φουσκωμένη τού συνήθους, έκλεισα τό πώμα καί τήν επανέφερα ανάσκελα. Ήταν απορίας τό ύφος της, ναί, είχε μιά απορία κι άς μήν μού έλεγε τίποτε κι εγώ ίσως γιά νά εξηγήσω τής είπα ότι σέ γαργαλούσα, σέ γαργαλούσα δέν τό κατάλαβες; Αφέθηκα σέ γέλια πού τέτοιες στιγμές αποφορτίζουν ερωτηματικά, σέ γέλια πού από τήν πλευρά της ευπροσδεκτίζονται μέ κατανόηση κι όχι γνωματεύσεις γιά σχιζοειδή χαρακτηριστικά από ανθρώπους μέ πείσματα.

 

Ελαφρύνθηκα από τά ρούχα μου καί ξάπλωσα ανάσκελα, πάνω της, εναποθέτοντας τήν πλάτη μου στά παρηγορίας χέρια, στήθος, λεκάνη της. Κινούμην αργά καί προσπαθούσα νά μήν μοιάζει η κίνησή μου μέ αυτήν τής πλαστικώ αιδοίω διείσδυσης κατά τά μέχρι προσφάτως ειωθότα. Ένοιωθα όχι απλά νά ανατριχιάζω αλλά αντιλαμβανόμουν κάθε τρίχα τού σώματός μου νά επηρεάζεται από αυτήν τήν πρωτόγνωρη ευχαρίστηση. Τό σώμα μου εφιδρωνόταν ελαφρά χωρίς νά κορυφώνεται αυτό, ξαφνικά κι απότομα οι πόροι συστέλλονταν καί έπαυε κάθε υποψία ιδρώτα προκαλώντας μου περισσότερο ρίγος. Κοντά σέ αυτά, τί περίεργο, τό μόριό μου παρέμενε αναιμικό όπως ήταν ακριβώς πρίν αρχίσει τό γαϊτανάκι αυτό. Θυμήθηκα μάλιστα κάτι πού είχα πολύ καιρό ξεχάσει· ανακάλεσα τήν παρθενική μου φορά εκσπερμάτισης κατά τόν πρώτο μου αυνανισμό, μιά σημαδιακή αίσθηση καμπής, μιά συνειδητοποίηση άλλης πραγματικότητας, ένα διαφορετικό, ένα παράλληλο σύστημα ύπαρξης. Ήταν παροξυσμός καί παραλήρημα ό,τι ένοιωθα καθώς συνέχιζα πάνω στήν Άννα. Άκουγα τήν καρδιά μου νά κρεσεντάρει χωρίς ρυθμό, μιά ζάλη διαφορετική αλλά τόσο δυνατή καί μέ συνεχή κλιμάκωση. Τό φώς χαμήλωσε ενώ ταυτόχρονα οι νάυλον ήχοι έσβηναν. Κι εγώ συνέχιζα βυθιζόμενος σέ αυτό πού πάντα επεδίωκα αλλά φοβόμουν νά τό μαρτυρήσω – ακόμη καί σέ μένα.

 

Στήν κάμαρά μου μέ επανέφερε τό ξανά δυνατό φώς ενώ μιά απότομη εφίδρωση χωρίς σταματημό, μού τσαλάκωσε τά μάτια. Μιά μου ανάσα, μιά φωναχτή εκπνοή ακούστηκε στό δωμάτιο καί έγειρα πλάι ηρεμώντας. Διέκρινα πιό έντονη τήν απορία στά μάτια καί στό στόμα τής κούκλας, σέ πρόσωπο στραμμένο πρός τά μένα. Τής χαμογέλασα αλλά δέν είχα πάλι διάθεση νά μιμηθώ τό ύφος της. Μέ μιά χαύνωση, μέ μιά παραίτηση, σταύρωσα τά χέρια μου

 

 

 



 

καί ξεκίνησα νά τής λέω πάλι γιά σένα. 




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats