Τὸ τέλος τῆς Μυστικῆς Ἱστορίας
... Πρᾶγμα πού μοῦ θύμισε, παρεμπιπτόντως, ἕνα ὄνειρο πού εἶδα πρίν ἀπό κἅνα δυό ἑβδομάδες.
Βρισκόμουν σέ μιά παράξενη ἐγκαταλελειμμένη πόλη –παλαιά πόλη, σάν τό Λονδίνο – ἀποδεκατισμένη ἀπό πόλεμο ἤ ἀρρώστεια. Ἦταν βράδυ· οἱ δρόμοι ἦσαν σκοτεινοί, βομβαρδισμένοι, ἔρημοι. Τριγυρνοῦσα ἄσκοπα πολλή ὥρα – περνοῦσα ἐρειπωμένα πάρκα, σπασμένη ἀγάλματα, ἄδειες χορταριασμένες μάντρες καί γκρεμισμένα σπίτια μέ σκουριασμένα δοκάρια νά ἐξέχουν δεξιά κι ἀριστερά σάν πλευρά. Πού καί πού, ὅμως, διασκορπισμένα ἀνάμεσα στούς ἐρημωμένους σκελετούς τῶν παλιῶν δημοσίων κτηρίων, άρχισα νά βλέπω καί κουνούρια κτήρια, συνδεδεμένα μέ φουτουριστικά δρομάκια πού φωτίζονται ἀπό κάτω. Ψυχρά δημιουργήματα μοντέρνας ἀρχιτεκτονικῆς ὑψώνονταν φωσφορίζοντα καί τρομαχτικά ἀπό τά χαλάσματα.
Μπῆκα σ’ἕνα ἀπ’αὐτά τά καινούργια κτήρια. Ἔμοιαζε μέ ἐργαστήριο μᾶλλον ἤ μέ μουσεῖο. Τά βήματά μου ἀντηχοῦσαν στά πλακάκια. Εῖδα μιά ὁμάδα ἀντρῶν, ὅλοι κάπνιζαν πίπες, συγκεντρωμένη γύρω ἀπό ἕνα ἔκθεμα σέ γυάλινη θήκη πού ἔλαμπε στό ἀμυδρό φῶς καί φώτιζε μακάβρια τά πρόσωπά των ἀπό χαμηλά.
Πλησίασα. Μές στήν θήκη βρισκόταν μιά μηχανή μέ μεταλλικά μέρη πού μπαινόβγαιναν καί σχημάτιζαν νέες εἰκόνες. Ἕνας ναός τῶν Ἴνκας... κλίκ, κλίκ, κλίκ... οἱ Πυραμίδες... ὁ Παρθενώνας. Ἡ ἱστορία περνοῦσε μπροστά ἀπό τά μάτια μου, ἀλλάζοντας κάθε λεπτό.
«Τό φαντάστηκα ὅτι θά σέ βρῶ ἐδῶ», ἀκούστηκε μιά φωνή πίσω μου.
Ἦταν ὁ Χένρυ. Τό βλέμμα του ἦταν σταθερό κι ἀπαθές στό ἀμυδρό φῶς. Πάνω ἀπό τό αὐτί του, κοντά στόν βραχίονα τῶν γυαλιῶν του, μόλις πού ξεχώρισα ἕνα κάψιμο ἀπό μπαρούτι καί μιά μαύρη τρύπα στόν δεξί του κρόταφο.
Χάρηκα πού τόν εἶδα, παρόλου πού δέν μοῦ προξένησε ἔκπληξη.
«Ξέρεις», τοῦ’πα, «ὅλοι λένε πώς πέθανες».
Στύλωσε τά μάτια του στήν μηχανή. Τό Κολοσσαῖο...κλίκ, κλίκ, κλίκ... τό Πάνθεον. «Δέν πέθανα», εἶπε. «Ἔχω ἁπλῶς κάτι προβλήματα μέ τό διαβατήριό μου».
«Τί;»
Ξερόβηξε. «Οἱ κινήσεις μου εἶναι περιορισμένες», εἶπε. «Δέν ἔχω πιά τήν δυνατότητα νά ταξιδεύω ἐλεύθερα ὅπως πρίν».
Ἁγία Σοφία. Ὁ Ἅγιος Μάρκος, στήν Βενετία. «Τί μέρος εἶναι αὐτό;» τόν ῥώτησα.
«Φοβᾶμαι ὅτι αὐτή ἡ πληροφορία εἶναι ἀπόρρητη»
Κύτταξα γύρω μέ περιέργεια. Ἀπ’ὅτι φαινόταν, ἤμουν πιά ὁ μοναδικός ἐπισκέπτης. «Εἶναι ἀνοικτό γιά τό κοινό;» ῥώτησα.
«Γενικά ὄχι, ὄχι».
Τόν κύτταξα. Εἶχα τόσο πολλά νά τόν ῥωτήσω, τόσο πολλά νά τοῦ πῶ, μά κάτι μοῦ’λεγε πώς δέν ὑπῆρχε χρόνος ἤ, κι ἄν ὑπῆρχε ἀκόμη, πώς ὅ,τι καί νά’λεγα θά’ταν, δέν ξέρω γιατί, ἄσχετο μέ τό θέμα.
«Εἶσαι εὐτυχισμένος ἐδῶ;» ῥώτησα τελικά.
Τό σκέφτηκε λίγο. «Ὄχι ἰδιαίτερα», εἶπε. «Μά οὔτε ἐσύ εἶσαι εὐτυχισμένος ἐκεῖ πού βρίσκεσαι».
Ἅγιος Βασίλειος, στήν Μόσχα. Σάρτρ. Σόλσμπερρυ. Ἀμιένη. Ἔριξε μιά ματιά στό ῥολόι του.
«Ἐλπίζω νά μέ συγχωρήσῃς», εἶπε, «ἀλλά ἔχω ἀργήσει σ’ἕνα ῥαντεβοῦ».
Γύρισε κι ἄρχισε νά ἀπομακρύνῃται. Ἔβλεπα τήν πλάτη του νά ξεμακραίνῃ στό μακρύ, φωτεινό διάδρομο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα