Σὰν σήμερα.
1881
Πεθαίνει ὁ Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκι.
Καθένας μας ἔχει ἀναμνήσεις ποὺ θὰ τὶς μοιραζόταν μόνο μὲ τοὺς φίλους του. Καὶ ἀναμνήσεις ποὺ δὲν θὰ τὶς μοιραζόταν οὔτε μὲ τοὺς φίλους του, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸν ἑαυτό του, στὰ κρυφά. Ὑπάρχουν ὅμως κι ἄλλες, ποὺ ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται ἀκόμη καὶ νὰ τὶς ψιθυρίσῃ στὸν ἑαυτό του.
*********************************************************************
... ξέσπασαν ἐπιδοκιμαστικά γέλια. Εἰδικὰ ὁ Φερφίτσκιν γάβγιζε σὰν σκυλί.
Μὲ ἀγνόησαν ὅλοι, κι ἔμεινα ἐκεῖ τσακισμένος κι ἐκμηδενισμένος.
«Ὕψιστε, εἶναι συντροφιὰ αὐτή γιὰ μένα;» Σκέφτηκα. «Τί βλάκας ποὺ φάνηκα μπροστά τους! Κι ὅμως, ἐπέτρεψα στὸν Φερφίτσκιν νὰ πάρῃ πολὺ θάρρος. Αὐτοὶ οἱ ἠλίθιοι φαντάζονται, πὼς μοῦ κάνουν τιμὴ ἐπιτρέποντάς μου νὰ καθίσω στὸ τραπέζι τους, καὶ δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἐγώ τούς κάνω τήν τιμή! – «Ἀδυνάτισα! Τό κοστούμι μου!» - Ὦ! Καταραμένο παντελόνι! Πρίν ἀπό λίγο μάλιστα, ὁ Ζβερκώφ εἶχε παρατηρήσει τόν κίτρινο λεκέ στό γόνατο... Πρός τί νά μένω ἐδῶ; Πρέπει ἀμέσως, τήν ἴδια στιγμή, νά σηκωθῶ ἀπ’τό τραπέζι, νά πάρω τό καπέλο μου καί νά φύγω χωρίς νά πῶ τίποτα... Ἀπό περιφρόνηση! Καί αὔριο νά μονομαχήσω ἄν τό θέλουν. Τά κτήνη! Δέν θά λυπηθῶ τά ἑπτά μου ῥούβλια. Φεύγω ἀμέσως!»
Ἐννοεῖται ὅτι ἔμεινα.
Ἀπ’τόν θυμό μου ἔπινα τό κρασί μέ τό ποτήρι γεμάτο ὥς ἐπάνω. Μή ὄντας συνηθισμένος, ζαλίστηκα σέ λίγο, κι ὁ θυμός μου μεγάλωνε μαζύ μέ τό μεθύσι. Μ’ἔπιασε ἄξαφνα ἡ ρεξη νά τούς βρίσω μέ τόν πιό αὐθάδη τρόπο καί κατόπιν νά φύγω. Ν’ἀδράξω τήν στιγμή, νά τούς δείξω ποιός εἶμαι, κι ἄς λέγανε: «Μπορεῖ νά εἶναι γελοῖος, μά δέν εἶναι καθόλου κουτός» καί... καί... μέ δύο λόγια, ὁ διάολος νά τούς πάρῃ!
Τούς προκαλοῦσα μέ τό ἀποβλακωμένο βλέμμα μου. Μοῦ ἔδειχναν πώς μ’εἶχαν ἐντελῶς ξεχάσει. Μεταξύ τους ἔκαναν θόρυβο, φώναζαν, διασκέδαζαν. Ὁ Ζβερκώφ φλυαροῦσε ἀδιάκοπα. Ἄρχισα ν’ἀκούω. Ὁ Ζβερκώφ διηγεῖτο πῶς κατόρθωσε νά κάνῃ μιά κυρία τῆς ἀριστοκρατίας νά τοῦ πῇ ἐκείνη ὅτι τόν ἀγαπᾷ (βέβαια, ἔλεγε ψέμματα, ἀναιδέστατα) κι ὅτι στήν ὑπόθεση αὐτή τόν βοήθησε κάποιος ἀδελφικός του φίλος, κάποιος νεαρός πρίγκηπας, ὁ οὐσάρος Κόλυα, πού κρατοῦσε στήν φούχτα του τρεῖς χιλιάδες ψυχές.
«Ὡστόσο, αὐτός ὁ οὐσάρος Κόλυα, πού εἶχε στήν φούχτα του τρεῖς χιλιάδες ψυχές, δέν ἦρθε ἐδῶ νά σάς ἀποχαιρετήσῃ» τοῦ λέω, παίρνοντας μέρος στήν συζήτηση. Μεμιᾶς σώπασαν ὅλοι.
«Εἶστε μεθυσμένος τώρα» εἶπε ὁ Τρουντολιούμπωφ, καί καταδέχτηκε ἐπιτέλους νά μέ κυττάξῃ, ῥίχνοντας λοξά τό βλέμμα πάνω μου, γεμάτος περιφρόνηση. Ὁ Ζβερκώφ μέ κύτταξε σιωπηλά, ὅπως παρατηρεῖ κανείς ἕνα μαμούνι.
*********************************************************************
Μιά Πέμπτη όμως, μήν μπορώντας νά υποφέρω τήν μοναξιά μου καί ξέροντας ότι τήν Πέμπτη η πόρτα τού Αντόν Αντώνοβιτς ήταν κλειστή, θυμήθηκα τόν Σιμόνωφ. Ανεβαίνοντας στό τρίτο πάτωμα, σκεπτόμουν ότι ο κύριος αυτός μέ είχε βαρεθεί καί δέν έπρεπε νά τόν επισκέπτωμαι. Μά συνέβαινε πάντα νά χώνωμαι σκόπιμα σέ μιάν αμφίβολη κατάσταση, όταν οι άλλοι σχημάτιζαν μιά τέτοια ιδέα γιά μένα. Μπήκα λοιπόν μέσα. Είχε περάσει ένας χρόνος πάνω κάτω καί δέν είχα δεί τόν Σιμόνωφ.
Βρήκα σπίτι του άλλους δύο μαθητικούς μου φίλους. Συζητούσαν καθώς φαίνεται γιά κάποια σπουδαία υπόθεση. Κανένας δέν έδωσε προσοχή στήν επίσκεψή μου, πράγμα παράξενο, διότι είχα χρόνια νά τούς δώ. Χωρίς άλλο θά μ’είχαν περάσει γιά καμιά μυίγα.
*********************************************************************
Ὄχι μόνο δὲν μπόρεσα νὰ γίνω κακός, μὰ δὲν μπόρεσα νὰ γίνω τίποτε· οὔτε κακός, οὔτε τιποτένιος, οὔτε τίμιος, οὔτε ἥρωας ἢ ἕνα τόσο δὰ ζωύφιο.
*********************************************************************
Ἀπὸ τὸ Ὑπόγειο
8 σχόλια:
σπουδαίος συγγραφέας, απο τους μεγαλύτερους
Τὶς προάλλες μιλοῦσα μέ μιά ἐξαδέλφη, δέν θυμᾶμαι πῶς πῆγε ἡ κουβέντα σέ συγγραφεῖς, τόν Ντοστογιέφσκι καί τούς άδελφούς Καραμάζωφ. Συνοφρυώθηκα λίγο καί τήν ῥώτησα:
Ῥέ Ἑλένη...; Τελικά ποιός σκότωσε τόν πατέρα; Ὁ Μίτια ἤ ὁ λακές;
Δέν μοῦ εἶχε μείνει, δέν θυμόμουν κάτι τόοοοσο βασικό!
Ο λακές βέβαια! Εκείνος ο μπάσταρδος μισάνθρωπος!
Θά ἦταν πολύ ὡραῖα νά μπορούσαμε νά ξαναδιαβάσωμε τά ντοστογιέφσκεια - ὁσα ἐχουμε διαβάσει τέλος πάντων... Ἀλλά ποιός προλαβαίνει...
και ποιός αντέχει τώρα να λές.
δ
Γιατί τό λέτε αὐτό, Δήμητρα; Εἶναι χειμών, προφέρεται ὁ καιρός γιά χουχουλοειδήν ἀνάγνωσιν.
εννοώ τα σώψυχά μας βρε Βαγγέλη μου.
Αυτά αν αντέχουν.Γιατί οπως έχει αποδειχτεί , το πετσί μας αντέχει πολλά.δ
Tί ἔχουσιν τὰ ἐσώψυχά μας;Μιὰ χαρὰ εἶναι! Μωρὲ ὑγίεια νὰ ὑπάρχη κι ὁλα τὰ ἄλλα δὲν γαμιοῦυυυνται...
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα