Παρασκευή, Φεβρουαρίου 02, 2007

Πόστ κατά τού ρατσισμού.





Μετανάστευση καί Εγκληματικότητα στήν Ελλάδα



Μία σημαντική συνέπεια της παράνομης μετανάστευσης είναι η επίπτωση στους δείκτες της βαριάς εγκληματικότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η επίπτωση αυτή είναι ένα ακόμα από τα συμπτώματα της «ασθένειας» που λέγεται «κακώς σχεδιασμένη (ή ανύπαρκτη) μεταναστευτική πολιτική» - και αυτό γιατί μία σωστά σχεδιασμένη μεταναστευτική πολιτική θα έχει φροντίσει να ελέγξει το ποινικό μητρώο όσων θα ήθελαν να μεταναστεύσουν νόμιμα στην Ελλάδα και θα φρόντιζε για την απέλαση όσων εισέρχονταν παρανόμως ή επεδίδοντο σε εγκληματικές δραστηριότητες.


Κίνητρο για την συγγραφή αυτού του άρθρου δόθηκε από δημοσιευμένη άποψη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος η οποία θεωρεί ότι «θα πρέπει να λάβουν δημοσιότητα και να γίνουν αντικείμενο ευρέως διαλόγου π.χ. οι μελέτες που αποδεικνύουν πόσο εσφαλμένα είναι τα στερεότυπα για την εγκληματικότητα των αλλοδαπών» (1)


Πρώτα-πρώτα, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η επίκληση απόλυτων αριθμών δεν έχει νόημα για την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με την εγκληματικότητα εθνοτικών ομάδων αλλά, αντιθέτως, προκειμένου να διαπιστωθεί η αυξημένη ή όχι συμμετοχή μίας εθνοτικής ή κοινωνικής ομάδας στην εγκληματικότητα θα πρέπει να συγκρίνεται το ποσοστό της στον πληθυσμό με το ποσοστό των μελών της μεταξύ των εγκληματούντων.


Κάποιοι, προκειμένου να «αποδείξουν» την χαμηλή συμμετοχή των αλλοδαπών στην εγκληματικότητα, επικαλούνται τον δείκτη της συνολικής εγκληματικότητας, και μόνον αυτόν. Όμως, ο δείκτης αυτός δεν έχει καμμία ουσιαστική αξιοπιστία καθώς περιλαμβάνει οτιδήποτε θεωρείται ως «αδίκημα». Όπως εξηγεί ο καθηγητής Εγκληματολογίας Βασίλης Καρύδης: «Με την τεχνική κατά συνέπεια έννοια του «νομικού εγκλήματος» οι Έλληνες πολίτες εγκληματούν σε μεγαλύτερο βαθμό από τους αλλοδαπούς γενικά και τους λαθρομετανάστες ειδικότερα. Αυτή όμως η διαπίστωση διακρίνεται από προχειρότητα καθώς αποδίδει μόνο μία γενική, σε αδρές γραμμές, εικόνα της εμφανούς εγκληματικότητας. Η απαιτούμενη περαιτέρω ανάλυση και επεξεργασία των στατιστικών δεικτών…αναδεικνύει μία διαφορετική οντολογία του εγκληματικού φαινομένου στην χώρα. Πρέπει καταρχήν να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία συμπεριφορών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον νομοθέτη εγκληματικές, αποτελείται από πλημμελήματα, η πλειοψηφία των οποίων δεν έχει ιδιαίτερο εγκληματολογικό ενδιαφέρον, καθώς σχετίζεται με την καθημερινή οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, όπως χάριν παραδείγματος τα τροχαία ατυχήματα, οι παραβιάσεις εργατικών ή ασφαλιστικών νόμων, φορολογικές παραβάσεις, έκδοση ακάλυπτων επιταγών. Σε αυτές τις κατηγορίες αδικημάτων οι μετανάστες έχουν εκ των πραγμάτων ασήμαντη συμμετοχή προς το παρόν. Επίσης, σε ορισμένες κατηγορίες σοβαρών εγκλημάτων, όπως πολλά οικονομικά εγκλήματα (απάτη, υπεξαίρεση, κατάχρηση, δωροδοκία κλπ.), τα οποία συχνά τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, οι μετανάστες ουδεμία δυνατότητα ή ευκαιρία για την ενδεχόμενη διάπραξή τους έχουν λόγω των μορφών της σημερινής συμμετοχής τους στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας» (2).


Ας δούμε λοιπόν την συμμετοχή των αλλοδαπών στους συλληφθέντες δράστες κάποιων βαριών εγκλημάτων κατά το 2005 όπως έχουν καταγραφεί στα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας (3).



  • για ανθρωποκτονίες αλλοδαποί ήταν το 32% των συλληφθέντων

  • για βιασμούς αλλοδαποί ήταν το 34% των συλληφθέντων

  • για κλοπές-διαρρήξεις αλλοδαποί ήταν το 28% των συλληφθέντων

  • για ληστείες αλλοδαποί ήταν το 34% των συλληφθέντων και

  • για κλοπές τροχοφόρων αλλοδαποί ήταν το 25% των συλληφθέντων


Αν λοιπόν δεχθούμε ότι οι αλλοδαποί είναι, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, το 7,3% του πληθυσμού καθίσταται εμφανές ότι η συμμετοχή τους στην βαριά εγκληματικότητα είναι υπερπολλαπλάσια του ποσοστού τους στον πληθυσμό. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι κάποιο ρόλο σε αυτό παίζει και ο ηλικιακός παράγων ή και η εστίαση της αστυνομίας πάνω τους, και πάλι αυτοί οι παράγοντες δεν αρκούν για να αιτιολογήσουν την σημαντική υπερεκπροσώπηση των αλλοδαπών στην τέλεση βαριών εγκλημάτων. Παρόμοια είναι τα ευρήματα και για τα προηγούμενα έτη.


Και όλ’ αυτά χωρίς να διερευνήσουμε το θέμα ακόμα βαθύτερα και να μιλήσουμε για δακτυλοσκοπικά διαπιστωθέντες (αλλά μη συλληφθέντες) δράστες, για μη-εξιχνιασθέντα εγκλήματα κλπ. Αξίζει πάντως να λάβουμε υπ’όψιν μας ότι, όπως αναφέρει ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Ιάκωβος Φαρσεδάκης, εξ’ αιτίας της παρουσίας στην χώρα μας εκατοντάδων χιλιάδων παράνομων αλλοδαπών «χωρίς να είναι καταγεγραμμένοι πουθενά, των ατόμων χωρίς ταυτότητα και άρα χωρίς τους άτυπους κοινωνικούς ελέγχους που ισχύουν για τους άλλους, η συντριπτική πλειονότητα των εγκλημάτων που διαπράττονται από τους αλλοδαπούς παραμένουν ανεξιχνίαστα και η αριθμητική τους συμμετοχή στο έγκλημα μικρή» (4).


Μάλιστα, η Ο.Κ.Ε παραπέμπει («ενδεικτικά» όπως αναφέρει), στην μελέτη των Λιανού, Μπένου και Δαρίτση για την εγκληματικότητα των αλλοδαπών, υπονοώντας ότι η μελέτη αυτή «αποδεικνύει» την χαμηλή συμμετοχή των αλλοδαπών στην εγκληματικότητα. Μία ανάγνωση της μελέτης καταδεικνύει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ισχυρίζεται η Ο.Κ.Ε! Για παράδειγμα οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν στα συμπεράσματά τους: «Ο αριθμός των Ελλήνων που διέπραξαν αδικήματα κατά την περίοδο 1988-2001 είναι σταθερός ή μειούται, με εξαίρεση τα αδικήματα σχετικά με όπλα και ναρκωτικά. Αντίθετα, ο αριθμός των αδικημάτων που διέπραξαν οι αλλοδαποί, κατά την ίδια περίοδο, αυξάνει σε όλες τις περιπτώσεις αλλά με διαφορετική ένταση στις διάφορες περιπτώσεις αδικημάτων. Η αναλογία των αλλοδαπών δραστών στο σύνολο των αλλοδαπών είναι μεγαλύτερη από την αναλογία των Ελλήνων δραστών στον πληθυσμό των Ελλήνων. Κατά τα τελευταία χρόνια της εξεταζόμενης περιόδου η αναλογία των αλλοδαπών είναι περίπου διπλάσια» (5). Χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι άλλο;


Τα προαναφερθέντα δικαιώνουν την άποψη του διδάκτορος Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Άγγελου Τσιγκρή, ο οποίος, αναφερόμενος στην συνολική εικόνα της εγκληματικότητας στην Ελλάδα, υπογράμμισε ότι «οι φόβοι του κοινού απέναντι στην εγκληματικότητα των αλλοδαπών δεν είναι καθόλου ανυπόστατοι και ... μάλλον οι επίσημοι φορείς πλανώνται ή θέλουν να εξωραΐσουν την κατάσταση» (6).


Όσο οι κρατούντες θα αρνούνται να αντικρίσουν τις συνέπειες των «ευσεβών τους πόθων» αναφορικά με το μεταναστευτικό ζήτημα και άρα δεν θα λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος, τόσο τα κατώτερα στρώματα θα υφίστανται την πίεση του ζητήματος αυτού. Γιατί - ας μην γελιόμαστε - σημαντικό πλήγμα από την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια δέχονται οι φτωχογειτονιές των αστικών κέντρων όπου ζουν τα κατώτερα στρώματα. Ως πότε όμως θα υφίστανται αυτήν την πίεση αδιαμαρτύρητα;


Παραπομπές


1) Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή «Έκθεση Έτους 2005 της Ο.Κ.Ε για την εφαρμογή της αρχής της Ίσης Μεταχείρισης», Γνώμη της Ο.Κ.Ε αριθμός 157 [18 Ιουλίου 2006], σελ. 21


2) Καρύδης Β. «Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα: ζητήματα θεωρίας και αντεγκληματικής πολιτικής», Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 1996, σελ. 89-90


3) Κάθε ενδιαφερόμενος αναγνώστης παραπέμπεται στα στατιστικά που παρατίθενται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως (www.ydt.gr)


4) Καραϊσκάκη Τ. «Πιό επαγγελματίες οι κακοποιοί», Καθημερινή 22/11/1998


5) Λιανός Θεόδωρος, Μπένος Θεοφάνης και Αγγελική Δαρίτση «Η εγκληματικότητα των αλλοδαπών: τα στατιστικά δεδομένα», Αθήνα: Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, 2003, σελ. 66


6) Τσιγκρής Α. «Η αλήθεια για την εισαγόμενη εγκληματικότητα», Ελεύθερος Τύπος 17/6/2002



Τού Γιάννη Κολοβού.


Ο Γιάννης Κολοβός είναι επικοινωνιολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Το Κουτί της Πανδώρας: Παράνομη Μετανάστευση και Νομιμοποίηση στην Ελλάδα» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πελασγός.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 13 (Ιανουάριος 2007) του μηνιαίου περιοδικού «Ρεσάλτο».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats