Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 14, 2006

Ποιός; Σάρκασε ο Παυλόπουλος. Ο Πότης Κοντός κι η συμμορία του; Άς γελάσω!


Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) κράτησε τήν στήλη τής θεατρικής κριτικής στήν έφημερίδα Βραδυνή άπό τό 1946 μέχρι τόν θάνατό του, τό 1960.

Οι κριτικές αυτές – πού υπερβαίνουν τίς 350 – έκδίδονται γιά πρώτη φορά στό σύνολό τους καί μάς άποκαλύπτουν μιάν άλλη διάσταση τού κορυφαίου πεζογράφου, άγνωστη στούς νεότερους άναγνώστες του. Παράλληλα είκονογραφούν τήν κρίσιμη δεκαετία τού’50 προσφέροντας στούς έρευνητές τής ίστορίας τού μεταπολεμικού θεάτρου τήν δυνατότητα νά μελετήσουν τήν πορεία τής νεοελληνικής δραματουργίας, τήν πρόσληψη τού εύρωπαϊκού καί άμερικανικού θεάτρου στόν τόπο μας, καθώς καί τίς προσπάθειες γιά τήν σύγχρονη άναβίωση τού άρχαίου δράματος. Μέ κυρίαρχο τό αίτημα τής έλληνικότητας, η θεώρηση τού Καραγάτση γιά τήν άναβίωση τής τραγωδίας διερευνά τίς δυνατότητες γιά μιά σύγχρονη παρουσίαση, μέ σεβασμό στήν ποιητικότητα καί στό μεταφυσικό στοιχείο τού είδους.

Ο Καραγάτσης, πού παρακολουθεί συστηματικά τήν θεατρική κίνηση τής Άθήνας, συγχαίρει καί στηλιτεύει, άποδοκιμάζει ή ένθαρρύνει ήθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, μουσικοσυνθέτες. Ύποστηρίζει μέ σθένος τίς σκηνικές άναζητήσεις τής εποχής: Ένισχύει τήν έκδοχή ενός Άριστοφάνη μέ λαϊκότροπες άναλογίες στίς πρωτοποριακές σκηνοθεσίες τού Σολομού καί έπιδοκιμάζει τούς πειραματισμούς τού Κούν στό Θέατρο Τέχνης. Άναγνωρίζει τίς άνανεωτικές προτάσεις τού Ροντήρη καί τού Μινωτή στό επίπεδο τής έκφοράς τού λόγου. Ύπερασπίζεται μέ ένθουσιασμό τήν σκηνογραφική κι ένδυματολογική όψη τών Τσαρούχη, Βακαλό, Βασιλείου, Μόραλη καί τήν έμπνευσμένη μουσική τού Χατζιδάκι. Τέλος, προβλέπει μέ έκπληκτική άκρίβεια, άπό τίς πρώτες ήδη έμφανίσεις τους, τήν λαμπρή σταδιοδρομία τού Άλέξη Σολομού, τής Έλλης Λαμπέτη καί πολλών άλλων.

Τήν έκδοση αύτή, πού πλουτίζει τήν ισχνή βιβλιογραφία τής θεατρικής σκηνής, προλόγισε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος καί επιμελήθηκε ο θεατρολόγος Ίωσήφ Βιβιλάκης.


(άπό τό όπισθόφυλλο τού τής φώτο βιβλίου)

46 χρόνια από τόν θάνατό του, 14 Σεπτεμβρίου τού 1960, μία κριτική του λοιπόν, ίσως έντελώς τυχαία, έπελέγη:

Βαθειές είναι οι ρίζες

Τών Ντ’Ουζώ καί Γκάου, έφ. Βραδυνή, 30-3-1948

Όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες τής «Βραδυνής» από τήν Ιστορία τής Αμερικής, πού εδημοσιεύθη τό περασμένο καλοκαίρι, τό κοινωνικό χάσμα μεταξύ λευκών καί μαύρων εξακολουθεί νά υφίσταται στίς Ηνωμένες Πολιτείες. Χάσμα αυστηρώς κοινωνικό πού βγαίνει από τήν πραγματική κατάστασι. Επειδή συνταγματικώς καί νομικώς, δέν υφίσταται καμμία απολύτως διάκρισις μεταξύ τών δύο χρωμάτων. Αιτία τού χάσματος είναι η βιολογική κατωτερότης τής μαύρης φυλής. Δέν χρειάζονται ιδιαίτερες μελέτες γιά νά καταλάβουμε αυτή τήν αλήθεια, εμείς οι λευκοί. Η στοιχειώδης παρατήρησις καί τό ένστικτο αρκούν νά μάς πείσουν ότι ανήκουμε σέ δύο βιολογικούς κόσμους χωριστούς...

Είναι αδύνατο σ’έναν λευκό νά συνεννοηθή πνευματικώς καί ψυχικώς μ’έναν μαύρο. Πιό πολύ ακόμα αδύνατο είναι σ’έναν λευκό νά ερωτευθή έναν μαύρο τού ετέρου φύλου. Δέν μιλώ, φυσικά, διά τούς σεξουαλικά διεστραμμένους λευκούς, οπόταν δέν πρόκειται γιά «έρωτα», αλλά γιά κάτι άλλο.
Πιθανόν, ο παραπάνω κανών νά έχη εξαιρέσεις. Ίσως νά υπάρχουν μερικοί μαύροι πού νά διακρίνωνται γιά πλούτο τής ψυχής καί πνεύματος. Αλλά ο κανών, είναι ο κανών. Καί σάν βιολογικός είναι ατράνταχτος.

Όπως είναι φυσικό, ο βιολογικός αυτός κανών έχει κοινωνικόν αντίκτυπο. Σ’όλα τά μέρη τής υφηλίου όπου συγκατοικούν οι δύο φυλές, οι λευκοί δέν έρχονται σέ γενικώτερη επιμιξία μέ τούς μαύρους. Διάφοροι ιστορικοί λόγοι κάνουν ώστε τό παγκόσμιο αυτό φαινόμενο νά είναι πιό έντονο στίς Ηνωμένες Πολιτείες. Κι ακόμη πιό έντονο στίς Πολιτείες τού Νότου. Εκεί, οι λευκοί θεωρούν τόν μαύρο σάν κτήνος καί τού φέρονται μέ τήν εσχάτη απανθρωπία. Κατάστασις άδικη, πού πρέπει οπωσδήποτε νά διορθωθή. Καί σιγά-σιγά θά διορθωθή, όταν λείψουν οι παλιές προκαταλήψεις. Καί οι λευκοί παραδεχθούν νά δώσουν στούς μαύρους κοινωνική θέσι ανάλογη μέ τήν βιολογική τους.

Άν οι κ.κ. Ντ’Ουζώ καί Γκάου περιώριζαν τό θέμα τους μέσα στήν παραπάνω επιστημονικήν πραγματικότητα, δέν θά διαφωνούσα μαζύ τους. Απεναντίας θά βροντοφωνούσα πώς είναι απανθρώπως βάρβαρο νά μήν μπορή ο μαύρος νά φάη στό εστιατόριο τών λευκών, νά ταξιδέψη στό βαγόνι του, νά πάη στόν κινηματογράφο του, νά μπή στήν Βιβλιοθήκη του κτλ. Θά προχωρούσα ακόμα πιό πολύ. Καί θά έλεγα πώς είναι βαρβάρως απάνθρωπο, όχι νά λυντσάρεται αλλά καί απλώς νά ενοχλήται ένας μαύρος, επειδή μιά σεξουαλικά ανισόρροπη λευκή θέλησε κτλ.

Αλλά οι κ.κ. Ντ’Ουζώ καί Γκάου, φαίνονται νά πιστεύουν πώς δέν υπάρχει βιολογική διαφορά μεταξύ λευκής καί μαύρης φυλής, αλλά μόνον κοινωνικές προκαταλήψεις. Γιά νά πείσουν τόν θεατή, παρουσιάζουν έπί σκηνής έναν μαύρο εξυπνότατο, γενναιότατο, τιμιώτατο, πολύ μορφωμένο, μέ πλούσιο ψυχικό κόσμο, πνεύμα εκλεπτυσμένο κτλ. καί γενικώς ανώτερο από τήν πλειοψηφία τών λευκών. Καί ύποτίθεται πώς αύτός ο μαύρος, αντιπροσωπεύει τίς βιολογικές ίδιότητες ολόκληρης τής μαύρης φυλής...

Αυτό καί μόνον τό γεγονός, μάς καθιστά ύποπτο τήν πρόθεσι τών συγγραφέων. Ώς γνωστόν, η θεωρία περί βιολογικής ισότητος τών φυλών, εχαλκεύθη είς τά χαλκεία τής Μόσχας... Κατά τ'άλλα, τό έργο είναι κατασκευασμένο μέ μεγάλη τέχνη. Τόση τέχνη, πού ο θεατής συγχωρεί πολλές απιθανότητηες καί πολλά αψυχολόγητα ευρήματα.

Εκείνο πού πραγματικά αξίζει είναι η ερμηνεία τού θιάσου τού Ρέξ. Σπανίως είδαμε τόσο καλοπαιγμένο έργο. Ο Γιώργος Παππάς, κρατάει θαυμάσια τόν ρόλο του. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας εξελίσσεται σέ ηθοποιό αξίας. Ο Μάνος Κατράκης κυριαρχεί στήν σκηνή. Η Βασούλα Μανωλίδου ερμηνεύει άμεμπτα έναν ρόλο πού προσδιορίζει τήν ιδιοσυγκρασία της. Η Λέλα Χατζηαργύρη ξεπέρασε τόν εαυτό της καί μέ κατέπληξε. Η Άννα Ραυτοπούλου συμπληρώνει θαυμάσια τό σύνολο. Μόνον ο κ. Μορίδης είναι περισσότερο υπερβολικός απ'ό,τι χρειάζεται.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats