Τόν ξέρεις τόν Μηνά;
Βλέποντας τόν τιρκουάζ μπερέ επί τής σιφινιερός, τώρα πού πλησιάζει η αλλαξοκωλιά τών ρούχων τών εποχιακών, ανεκάλεσα κάμποσα, μερικά, τόσα καί τόσα γεγονότα. [Θά χρησιμοποιούσα τό: «πράμματα καί θάματα» αντί τού «γεγονότα» αλλά πόσο θά υποβίβαζα εκείνο, τό μόνο πραγματικά θάμα πού έκρυβε ο συνάδελφος ο Μηνάς ο Χάρακας μέσα του! (πάνω του)]
Ο Μηνάς ο Χάρακας!
Η επαφή μου μέ αυτόν, η επαφή μας (πού κορυφώθηκε στόν Λ.Υ.Β.) ήρχισε μέ τήν κατάταξή μας στό Σώμα. Τό ζενίθ της, μέ τήν απονομή τών σαρδελλών. Γιά καλή μας τύχη, τοποθετήθημεν στήν ίδια μεραρχία καί παρότι δέν ημαστάνε έν τώ αυτώ τάγματι, βλεπομαστάνε αρκετά συχνάκις. Κάθε βράδυ (πλήν Τρίτης μέ τήν νυκτερινή καί Παρασκευής μέ τήν απογευματινή) πολιτική περιβολή γυρνοβολούσαμε στά σοκάκια πέριξ τής πλατείας Ηρώων. Τό οθωμανικόν χρώμα στίς γειτονιές, στούς μαχαλάδες, έντονο, μάς πότιζε, μάς κυρίευε καί αναπόφευκτα μάς κατηύθυνε. Κι έν τέλει, τό καβάφειον ανόμημα έπαιζεν τό ρόλο τού (αμετανοήτου) Ηρακλέους λίγο πρίν τό άγχος τού σιωπητηρίου μάς δέσει τό κορδόνι τής σκελέας.
Οι μήνες τής ειδικής εκπαιδεύσεως ήσαν πολλοί αλλά βεβαίως ουχί μόνον μέ πρωινές ώρες πλήρους φαιοπράσινης εκπαιδεύσεως. Τά μετά μεσημβρίας είχαν βόλτες γιομάτες μυρωδιές ακόμη καί τούς Δεκέμβριους· τό καιόμενο ξύλο στήν συνοικία μάς δημιουργούσε χουχουλιάρικους συνειρμούς. Ηδείς. Κι εναλάτους. Λίαν.
Μέχρι πού στ’απάγκιο μας η έρις αφίχθη. Ήταν ο πρώτος Απρίλιός μας εκεί, μέχρι κι οι μεταθέσεις άνθισαν. Ένας πυρόξανθος από τόν Πύργο Ηλείας, κατέφθασε, ειδικότητος κουρέως.
Αφήνοντας πίσω τήν εβδομάδα προσαρμογής κωλυώθηκε στό ΚΨΜ, ένθα άπλωνε τήν τέχνη του. Εκεί εξήταζε όλον τόν λόχον ταχυχείρως κι ευπροσηγόρως μέ τούς οπλίτας.
Η κόμη τού καλού μου φίλου, τού Μηνά τού Χάρακα, ήτο ιδιαζούσης υφής. Ήθελε πάντοτε ιδιαιτέρα μέριμνα, περισσοτέρου χρόνου. Κι ο Πυργιώτης μπαρμπερεύς, μετά από μερικάς κουράς, διαπιστώσας τό πρόβλημα, τού εζήτει νά παραμένη στό τέλος. Στό τέλος τής ημέρας.
Στό τέλος μιάς τέτοιας, μιά αλκυονίδος τοιαύτης, ηυξυμένης εκκρίσεως ορμόνης, έγινε τό κακό. Μιά τούφα έπεσε. Φαγουρισθείς ο καλός μου φίλος ο Μηνάς ο Χάρακας έσπευσε νά ξυστή, ταυτοχρόνως δέ, αναγνωρίσας τήν αγαρμπάδα του ο μπαρμπερεύς, προέβη σέ ανάλογον κίνησιν είς τό αυτό μέρος. Παλάμες αγγίχτηκαν, ησθάνθη ο είς τήν ταραχή τού ετέρου, έ δέν ήθελε καί πολύ...
Η απογοήτευσίς μου (λόγω τών όσων μοι ανεκοίνωσαν αμφότεροι μερικές ημέρες ύστερις) ήτο τόση ώστε ζήτησα μετάθεση γιά κάποιο φυλάκιον στά ελληνοβουλγαρικά. Δέν έμαθα ποτέ, δέν τό επεδίωξα, νέα τού τότε καλού μου φίλου τού Μηνά τού Χάρακα.
Τούτη τήν πρόζα θυμήθηκα - μέ πάμπολλες λεπτομέρειες - περιμένοντας πειθήνια στήν σειρά μου νά κουρευθώ ψές Τρίτη στό τής γειτονιάς μου κομμωτήριον. Ο μήνας μας απέχει πολύ από εαρινός αλλά κάτι μού συνέβη, ήταν βλέπεις κι αυτή η κωλοσφίξη πού ένοιωθα νά φανώ άντρας, αυτό τό πείσμα τό τρελλό. Έφθασε η σειρά μου. Ηγέρθην, κατηυθύνθην στήν αναμένουσα καρέκλα καί κομμώτρια. Φορώντας μου τήν ποδιά καί δένοντάς την στό σβέρκο μου, τής ψιθύρισα:
"Εεεεε... Εδώ φυλλαριστά... Εδώ, λίγες ανταύγειες χρώματος κροκί, εδώ αρκεί μόνον τό άγγιγμά σας... Μπορώ νά ξετυλίξω τό σβέρκο μου, νά τό αφήσω στά αφράτα μετερίζια σας λίγο πρίν οι βυζ... ε μέ συγχωρείτε... οι εικαστικές σας παρεμβάσεις αναπαρισταθούν στήν κόμη μου; Μήν επηρεάζεστε από τήν χαυνάδα τής εκφράσεώς μου, εσείς προσηλωθείτε στό... κεφάλι μου. Προτάξτε τά στήθη σας στήν πρόκληση τής αμαραντείου υπεροχής καί μήν διστάσετε νά λάβετε πρωτοβουλίες οι οποίες ουδεπέποτε περιέχουν μετάνοια.
Ξέρετε, εγώ τά μαζώχνω καί φτιάχνω μαξιλάρια, μήν μέ περιγελάτε Ασπασία, χλεύη έκ μέρους σας θά ήταν αναμφισβήτητα θανάσιμη... Μήν καταπιέζετε όμως κι αυτό τό γελάκι, εκεί στήν άκρη τής σκέψης καί τού στομάτου σας. Αφεθείτε. Μέ θεωρείτε βλάκα ε; Χαζό; Λοξό; (Ούυυυυυυυ! Καλά νά’σαι αγαπούλη!) Άχ, δέν μπορώ νά μιλήσω, μάς κυττάν. Γιατί νά έρθω σήμερα, όλοι νά κουρευθούν θέλουν, πώς έτυχε τόσος κόσμος; Τί; Σήμερα είναι η τελευταία ημέρα χωρίς δώρο; Εεεεεε... Δέν τό ήξερα!
Πρίν φύγω, τί λέτε, πότε μπορούμε νά κλείσουμε ένα ραντεβού νά μέ κουρέψετε; Όχι, όχι σέ έναν μήνα πάλι, τό ξέρω ότι είμαι φρεσκοπεριποιημένος! Κάνω λόγο γιά τήν περιοχή τής ήβης μου, Ασπασία! Θέλω κι εκεί τά χέρια σου νά δώ νά παραβιάζουν κάθε εδάφιο τού κώδικος οδικής βυζοφορίας... έ κυκλοφορίας εννοώ... Νά σκύψης πάνω μου αφιερώνοντας προσοχή στίς μπούκλες μου, οι οποίες μελαχροινώς καλύπτουν τά "στρογγυλά κλειδιά τού σόλ μου", λίγο κάτω από τήν αναίσχυντα λίαν αιματωμένη "μπαγκέτα" μου καθώς θά τήν ψηλαφίζης κόβοντας πάσα ενοχλητική τρίχα, νανουρίζοντάς με από τούς υπόκωφους ήχους τών υμετέρων βυζοσκαμπίλων... εεεε από τά χρίτς χράτς τού ψαλιδιού, αιχμηρού όσο καί καί η βυζοχαράδρα σου στό νού μου.
Τί; Μάς ακούν όλοι αυτοί; Ε, καί; Μωρέ, δέν πάν’νά κουρεύωνται;!;"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα