Ύπνοπαιδεία ύπό τού μηδενός.
Τότενες, σχεδόν πάντα, νοιώθω τήν κύστη μου νά έχη μιά κάποια ένσταση στό επικείμενο μαξιλαρολάβ.
Ανακάθομαι στά γόνατα, στό ανάκλιντρό μου. Δαγκώνω τά χείλη μέ τούς αριστερούς κοπτήρες, σπρώχνω εκεί, τήν γλώττα μου καί αναρωτιέμαι.
Νά πάω ή νά μήν πάω στόν καμπινέ; Όχι, δέν μέ πειράζει τό ότι εδράζεται σέ μέρος έξωθεν τής οικίας, ο καιρός γάρ γλυκύς (ακόμη). Άλλο είναι τό σκάλωμα.
Σκαλώνω σκεπτόμενος ότι τίς φορές (πρό τού νάνι) πού έχω κατουρήσει καί επιμελώς σκουπίσει τήν ουρήθρα μου - ώστε νά μήν στάξη η εσχάτη ρανίς στό μινέρβα πάλλευκο βρακί μου – τίς φορές αυτές λοιπόν πού μέ βρίσκω ξαπλωμένο καθ’ όλα εντάξει χωρίς τίποτε νά φαίνεται ενοχλητικό τότε…
Τότε φοβάμαι…
Βεβαίως πάντα φοβάμαι τά τής νυκτός. Αλλά τίς βραδιές πού όλα φαίνονται έν σοφία ποιηθέντα, μού έρχονται στόν νού, αυτές οι ρουφιάνες οι φοβίες γιά τό τί επιφυλάττει τό μέλλον. Ασθένειες, δυστυχήματα, ατυχίες, αστοχίες, όλοι αυτοί οι αστάθμητοι παράγοντες πού διόλου είναι ελκυστικοί, αλλά εντελώς ελικοφόροι στό στομάχι.
Γι’αυτό στρουθοκαμηλίζω, αποπροσανατολίζοντάς με. Η όχλησις στήν φούσκα μου, παραμερίζει πάν άλλο πρόβλημα, κωλοσκέψη κρεβατιού άπό αυτές πού σχεδόν πάντα μέ ταλανίζουν.
Ναί… Είναι όπως όταν περιμένης τό λεωφορείο κι αυτό έχει αργήσει μέρες. Περιμένεις. Καί ανάβεις τσιγάρο. Καί τότε τό πρόβλημα, δέν είναι τό λεωφορείο κι η αργοπορία του, αλλά τό ότι πρέπει όπως καί δήποτε νά καούν απερίσπαστα τά
Μα έάν προβληματίζησαι μέ τροχονόμο καί παράβαση ερυθρού σηματοδότου τότε πώς μάς περιγράφεις πόσο επώδυνα οικείο είν’ τό πρόβλημά σου μέ τήν αργοπορία τού λεωφορείου; Πάλι μαλακίες μάς λες..! Άντε καληνύχτα κυρ-μαλάκα μου… Καί νά πάς οπωσδήποτε νά κατουρήσης…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα