Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006

Συντονίσου!

Μιά μερίδα γιαουρτλού εγωιστικά, αυτή, ήθελε νά κλείση τήν προπαραμονή τής τελευταίας ημέρας τού Αυγούστου.

Κι επειδή τό κρέας της, προήρχετο από αρτηριοσκληρωτικό μοσχάρι αρνούμενο (ότ’έζη καί βασίλευε) πεισματικώς κουρά καί κάθε εξωραΐζουσα κίνηση, μέ δυσκόλευσε κάργα πολύ νά τό χωνέψω.

Η σόδα δίπλα στό πομπώδες «Tuborg» δέν ήταν καί πολύ «ζεστή» γιά τίς δικές της δυνατότητες· είχε προνοήσει δίπλα στό barcode τού αλουμινένιου της κυτίου νά έχη προτάσεις εναλλακτικού τρόπου χωνέψεως, τήν εξής μία.

Μέ έβλεπα από έναν αγνών προθέσεων αμαρτωλό καθρέπτη νά στηρίζωμαι στά γόνατα, στίς σενδονίω εφαπτόμενες γάμπες μου αλλά καί διά τών χειρών μου, στήν μέση τής μα σερί, η οποία πειθαρχήσασα στά μεταγιαούρτλια γούστα, είχε προτείνη τά οπίσθιά της ουχί μόνον γιά τήν ευστήριξη τού εκρεμμούς κορμιού μου.

Μετά από οκτώ παλινδρόμησεις μου, μή προσπάθειες τήρησης ευθυγράμμου κορμού, αντελήφθην τήν μά σερί νά μέ συνοδεύη στόν ρυθμόν τής ευωχίας. Μειώσας ταχύτητες, βεβαιώθην γιά τήν ανάληψη πρωτοβουλιών έκ μέρους της κι άρχισα νά τεμπελιάζω μέ καρακαταφθίνοντα ρυθμό. Η ένταση όμως ενεργητικότητος διόλου δέν ακολούθησε τήν δική μου οκνηρία. Αντιθέτως. Η μα σερί – τήν οποίαν ποσώς κάκιζα ένεκα τής γυρισμένης πλάτης της – έβαλε καί λόγια στό παιγνίδι. Τήν άκουσα νά μού ζητά νά τής ομιλώ πρόστυχα κι εγώ, κυττάξας τίς κινούμενες καμπύλες της νά στεφανώνουν τήν αγκύλη μου διχοτόμω τώ τρόπω, νοερώς έσπευσα πρός τήν (προεπαναστατικώς) Φίλωνος στόν Πειραιά, τήν Λεωνίδου στήν Αθήνα, τήν Φυλής στήν Αχαρνών.

Ανεβαίνοντας, κατεβαίνοντας κλίμακες, ωθώντας καί έλκοντας κάποιες θύρες δωματίων μέ υποφασμάτιους φωτισμούς, ρωτώντας, πληρώνοντας, ρεστώνοντας... Κι όλα αυτά, βοηθεία μιάς πιστωτικής κάρτας η οποία στό πεδίον valid thru, έγραφε ένα: «τί είσαι;» καί στό CVV «Είσαι πουτανάκι; E; Είσαι πουτανάκι;»

Έκανα ένα capture τής σκηνής ταύτης, συνδρομή αυτού τού διαβολικού καθρέπτου, καί κάποια ηχεία από σάνυο ραδιοκασετόφωνο σέ σαλόνι μέ παχιά μοκέττα, «υπόκωφο» φωτισμό καί σουλάτσο ημίγυμνης «κοπελιάς» παίξαν:

«Κάπου μιά λατέρνα παίζει μ’ ένα κέρμα, όλα τά τραγούδια τού έρωτα»

Τί στό διάολο γίνεται ρέ, απόρησα, χάνοντας τέσσερα μικρογραμμάρια αίματος από τήν βάλανό μου χωρίς τούτο νά επηρεάση τό πάρτυ.

«Μέ ένα κέρμα, όλα τά τραγούδια; Τού έρωτα τά τραγούδια καί τίς στάσεις· τίς στάσεις όλες τού κάμα σούτρα;; Όλα; Τί διάολο!;! Τί κέρμα είναι αυτό; Μαλαματένια λίρα παλαιοτάτης κοπής;»

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats