Πιέζομαι, τί νά κάνωωωω!;;;!;;;;!
Κατόπιν μιάς κάποιας παρακλήσεως, είπα νά τό επαναφέρω:
Σάς έχω πεί γιά μιά συνάδελφο η οποία μού κάνει κάτι, ε;
Προχθές, Τρίτη, είχαμε κανονίσει μέ ατομάκια άπό τήν δουλειά νά πάμε κάπου έξω νά πούμε καμιά μαλακία. Γιά εμένα ετέθη διαφορετικά τό θέμα:
«Εσύ δηλαδής, νά πείς μαλακίες και εκτός εργασίας» άκουσα νά μέ λέν.
Τέλος πάντων, ήταν κι η εν λόγω τύπισσα μεθ’ημών.
Κάθομαι απέναντί της, φορώ καί τά γυαλιά μου (παρότι ο ήλιος είχε παρελθοντιστεί κάτι ζεύγη ωρών) κι αρχίζω νά κάνω βουτιές σέ υγρές σκέψεις (καίτοι ο φλοίσβος ήτο περίπου
Άρχισα νά πλάθω σενάρια, νά τήν ντύνω καλόγρια, κομμώτρια, νοσοκόμα, επιλοχία πυροβολικού, ινστρούχτορα κοβ...
Το βλέμμα όμως ακίνητο εκεί. Στό ντεκολτέ. Μέ ακτίνα δράσεως όσο βολή πρωταθλητή στό μπέηζμπωλ. Και μαυρισμένο...
(Πού νά παγαίνει γιά μπάνιο άραγε;)
Η σκέψη αυτή δέν μετεκίνησε το βλέμμα. Αμετακίνητο. Σέ διαστάσεις τρούλου Αγια-Σοφιάς, μέ επιρροές βαρύτητος τέτοιες πού ο Νεύτων από τά τρία του θά είχε διατυπώσει τον σχετικό νόμο.
Βλέμμα pause. Δέν φαινόταν όμως ότι το βλέφαρο είχε στεγνώσει. Η υγρασία είχε γι’άλλου διαταγή κινήσεως. Μέ κατάλαβε κάποια όταν ο στόμας είχε μείνει ανοικτός κι η γλώττα κρεμασμένη ηλίθια δεξιά.
- Ξεκόλλα ρε θεονήστικε!
Πέρναγε η ώρα. Γέμιζαν τά τασάκια, ποτήρια άδειαζαν, κύστες πίεζαν, ποτά ζεσταίνοντο. Και επειδή γέμιζαν οι τάσοι, τσιγάρα γινοσαντάνε, αναπνοές άλλαζαν μυρωδιές.
Καί νά πού βγήκε ένα συνολάκι τσίχλας σέ κάποια χέρια. Άν ανέβαζες το βλέμμα από τά χέρια στό πρόσωπο ώστε νά δής ποιά έχει τίς τσίχλες γιά νά ζητήξης, δέν χρειάζετο ν’ανέλθης μέχρι τίς μάπες. Θά σταματούσες στό μπούστο. Ναί ναί! Στό ολυμπιακών διαστάσεων μπούστο, στο ανωτέρω αναφερθέν.
Κάπου εκεί, προφανώς ένεκα τής βασκανιακής διαθέσεως τών ματιών μου, τήν είδα νά μπερδεύεται κάπως, καί οι τσιχλίτσες νά τής πέφτουν. Μια εξ αυτών, σίγουρα ευτυχεστάτη παρότι κατρακύλησε σέ μιά χαράδρα χάθηκε μέσα από ένα λευκό κολλητό μπλουζάκι. Γελάκια από τίς λοιπές παριστάμενες (ίσως καί ζήλεια διότι οι επιδόσεις τής αδέξιας κοπέλας, αξεπέραστες) κι από εμένα ένα όχι ακριβώς γέλιο. Κάτι σάν γρύλισμα, ολίγον από βήχας, μιά ιδέα κι από ένα βογγητό. Τά σάλια πλέον λέρωναν τό πουκαμισάκι μου.
Μπόρεσα νά εκστομίσω ένα:
- Θέλεις νά σέ βοηθήσω, νά τήν πιάσω;
Δέν εννοούσα τήν τσίχλα αλλά μέρος σώματος (πού συναντάται μόνο σέ γυναίκες μιάς και τών αντρώνε καχεκτικόν) τό οποίο μέρος καίτοι ουδέτερον ουσιαστικόν, στό υπερμεγεθυντικόν και ολίγον αργκόν, συνηθίζομε νά τό δουλεύουμε ώς λέξη θηλυκή (είς –άρα).
Η απάντησίς της ένα ύφος απαξίωσης (κάτι σάν Σίντυ Κρώφορντ πρός Φραγκίσκο Μανέλλη ένα πράμμα).
Έπαυσα.
Όταν τελειώσαμε, μία κοπέλα προβληματιζόταν γιά τό πώς θά γυρίση. Βλέπετε μένει Μάνδρα Αττικής κι εμείς ήμεθα Βάρκιζα.
Προσεφέρθην νά τήν γύριζα.
Ουχί άνευ ανταλλάγματος.
- Θά ζητήσης εσύ αντί εμού τήν... τσίχλα;
Χθές τό απόγευμα, μού τήν έφερε! Έχοντάς την δίπλα μου, ξεκίνησα νά γράφω κάτι τό οποίο καί έστειλα στήν πρώην τσιχλούχο:
«Καλημέρα σας.
Χθές τό βράδυ, εισελθών στό εμόν δωμάτιον, κλειδώσας τήν θύραν, σφραγίσας τά παράθυρα (καίτοι καύσων, φλεγόμενον Ιούλιον διάγομεν εξάλλου) κλείσας τά φώτα, απογυμνωθείς, κάθησα κι έφερα τήν κιθάρα στούς μηρούς μου. Τά δάκτυλα στίς ορθές νότες, στόν νού κάποια υποψήφια τραγούδια, σκέψη, επιλογή καί ο παλμός τών χορδών, γεγονός:
Μια αγάπη γιά τό καλοκαίρι θά’μαι καί’γώ
Νά σού κρατώ δροσιά στό χέρι, νά σέ φιλώ
Θά μέ γαμάς σάν καλοκαίρι καί σάν καυλί
Μά θά μού φύγεις μέ τ’αγέρι καί τήν βροχή
Μιά αγάπη γιά τό καλοκαίρι θά’μαι καί’γώ
Νά σού κρατώ τήν στύση στό χέρι, νά σέ πηδώ
Καί σάν χαθεί τό καλοκαίρι καί σέ ζητώ
Θά μείνη μόνο ένα αστέρι νά κατουρώ
Κι εκεί πού θά έμενε τό αστέρι νά κατουρώ, στό τέλος τού τραγουδιού δηλαδή, πάνω στό τίναγμα γιά νά μήν λερωθεί ο εσώρουχας (φιλολογικά όλα αυτά βεβαίως μιάς και ωμιλήσαμε περί παντελούς γύμνιας) τά χειροκροτήματα έπεσαν βροχή. Η πλατεία σηκώθηκε όλορθη μέ έν παροξυσμώ επαίνους, άπό τούς εξώστες τά ζήτω συναγωνίζοντο σέ ποσότητα τά ροδοπέταλα πού εκτόξευαν, θρίαμβος, τό δίχως άλλο!
Άφησα τήν κιθάρα στήν μπαρόκ πολυθρόνα, ηγέρθην, χαιρέτησα τά πλήθη δια βαθείας υποκλίσεως καί απεσύρθην στά ιδιαίτερά μου καμαρίνια (λέγε με κατάκλισιν στό κρεββάτι).
Χαμογέλασα πονηρά πρός τό μαξιλάρι.
Πρός τό μαξιλάρι;
Σίγουρα;
Τό ομόχρωμον τής μαξιλαροθήκης μέ τόν δέκτη τού χαμογέλου μου μάς μπέρδεψε. Ήταν κι ο ανεπαρκής φωτισμός... Προσέγγισα και ξεκάθαρισαν τά πράγματα.
Ήτο μιά μικρά, ημικυκλική, ελλειπτική σφαίρα ακριβώς στό μέσον τού μαξιλαριού η οποία απελάμβανε κι αυτή τίς αποψινές δάφνες οξειδώνοντας τίς γλυκαντικές ουσίες της.
Χαμογέλασα λοιπόν πονηρά πρός μία sugar free (πρόσεχε! Καίει πολύ!) τσιχλίτσα!
Ξάπλωσα μέ προσοχή κι έφερα τό πρόσωπό μού απέναντί της ζητώντας της, ευγενικότατα:
- Πάς λίγο πιό’κει;
Σκεπάστηκα, σκεπαστήκαμε καί άρχισα νά τής διαβάζω ψιθυρίζοντας, αποσπάσματα από τήν «Η ελληνική συνιστώσα» τού Γεωργίου Γεωργαλά, γαργαλώντας μέ τά χείλη μου τό αυτί της μέ σκοπούς σαρκικά πονηρούς».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα