Mακριά, σέ ένα χιονισμένο τοπίο, μέ απίστευτη παγωνιά.
Οι ημέρες πού κάθεται φάση καί κάνω μπάνιο (γενική όμως, όχι τίποτε χαζά μπούς, ντούς πώς τα λένε όλα αυτά τά χαζαμερικάνικα) είναι λίγο περίεργες.
Γιά κάποιον λόγο πού μπορεί πολύ εύκολα νά βρεθή σέ μία εγκύκλιο τής Δημοκρατίας λίγο πρίν άπό τήν κατάλυσή της άπό τόν μοχθηρό Ντάρθ Βέηντερ καί τά ρουφιανάκια του, τό μπάνιο πού λέγαμε δέν μπορεί νά γίνη παρά μόνον Τετάρτες, τέσσερις εβδομάδες μετά άπό τήν είσοδο τής εαρινής ισημερίας, πρίν – απαραιτήτως – άπό τό Πάσχα τών καθολικών καί σέ, αποκλειστικώς, μονό* έτος.
Δέν χωράει λοιπόν καθόλου φαντασία γιά τό τί γίνεται όταν πχ έρχεται ένας Απρίλιος του 2005…
Καί επειδή ο Απρίλιος τού 05 έχει γίνει πλέον υπερσυντέλικος, μπορεί πολύ εύκολα νά εδωμεταφερθή τό τοτινογεγονός.
Ο θόρυβος ανακουφίσεως τού σιφωνίου (δεχθέν τήν τελευταία ξεβγαλματιά μου) έμοιασε μέ τούς άπό τόν Λυκαβηττό κανονιοβολισμούς όταν γεννώνται πρίγκηπες. Ήταν η καρώ σημαία τής όλης τελετής (=μπάνιο). Εκτός άπό τήν πιστοποίηση τής λήξεως, τήν χρησιμοποίησα καί ώς πετσέτα. Άνοιξα τήν πόρτα τού λουτρού καί είδα εκατέρωθεν τού διαδρόμου κόσμο. Κόσμο πολύ. Ο προβληματισμός μου γιά τό πού χώρεσαν όλοι αυτοί, έδωσε τήν θέση του σέ έναν άλλον σοβαρότερο: «Έφθασε τό νεραντζάκι ή μήπως χρειάστηκε νά επιστρατεύσωμε καί περγαμόντο;» Ειδών τά σορόπια πέριξ τών χειλέων όλου τού λαού, καθησυχάσθην. Προχώρησα μεγαλοπρεπώς, ισιώνοντας πετσέτα στήν μέση καί άφησα ένα καλιγούλειο χαίρε σέ όλους διά τών ρανίδων αίτινες έπιπταν στό μωσαϊκόν. Η Κοραθόν, φιλιππινέζα οικιακιά βοηθός μου, μέ μιά μάπα έπ’ώμου, έκανε ένα παρά πόδα καί χαμογελώντας έσγουψε νά καθαρίση τίς πατώματος σταγόνες, ανακοινώνοντας διά τού τού τρόπου τούτου τώ κόσμω – εμμέσως – ότι πασσάτο λά φιέστα. Οι υπήκοοι κίνησαν νά φύγουν αφήνοντάς με νά μπώ στό δωμάτιόν μου.
Η πόρτα άνοιξε καί μετά άπό 2 βηματάκια μου, ένα μπουγέλο άπό ροδοπέταλα, χρώματος όμοιου μέ αυτό τών θηλών τής μεντορίνας μου, μέ κατεκλύσεν. Ήταν σίγουρα τό ζήτημα, τό χάπενινγκ, τό θέμα τής δεκαετίας, τό μπάνιο μου! Έπιασα πεταλάκι, τό έφερα στήν ρίνα μου. Η μυρωδιά του μέ κατεδίωξε, η αφή του επίσης. Τό κατέβασα 1,5 εκατοστό χαμηλώτερον, τό κούμπωσα στήν μάτιση τών (κλειστών) χειλέων μου καί νοιώθοντας τό νά διαστέλλεται κατάλαβα ότι ήταν ο Γκανταλφ όστις (καί πάλι) είχε βάλει τό χεράκι του. Αυτό τό μαγικό, έφερνε τόσο κοντά μου κάτι λίαν αγαπητόν· καίτοι η μεντορίνα μου έλειπε σέ εθελοντική εργασία στήν Wonsan τής βορείου Κορέας καί είχα καιρό πολύ νά τσεκάρω τίς αντιδράσεις καί μεταβολές κάποιων στρογγυλών καί μυτερών σημείων τού σώματός της .
Αφήσας τήν εξιταριστικήν φάσιν ταύτην, μιά αρμαθιά ροδοπέταλων έπιασα καί τήν έριξα στό κρεββάτι. Σήκωσα τό δεξί μου χέρι ψηλά, καί πολύ οριεντάλ σιγανά άρχισα νά τό κατεβάζω. Στο ύψος τού μετώπου κροτάλισα δείκτη καί μέσο, τσακιριστί κεφίω καί ακολούθως κατέβαζα. Η χείρ εστάθη ακίνητος επί τού κόμπου τής πετσέτας. Τά ηχεία ενός Σάνυο, τελειωμένου ραδιόφωνου πρόσταξαν:
- Παρουσιάστεεεεε! Αρμ!
Φλούπ, η χείρ έλυσε ώς άλλος Αλέξανδρος τόν κόμπο (όστις δέν ήταν καί γάμησε τά δύσκολος εδώ πού τά λέμε) καί η πετσέτα έπεσε μέ τά μούτρα στα ροδοπέταλα χωρίς όμως αυτήν τήν φορά νά μαρτυρήσουν θηλερεθισμόν. Τό δωμάτιον γέμισε μέ αυτό τό στρίγκλισμα πού παρατηρείται σέ αχανή αίθουσα όταν οι παλάμες κάποιων έχουν βγάλει κάλους άπό τό παλαμοκρότημα. Περιφρόνησα τόν χειροκροτούντα τά άρτι εμφανισθέντα μήζουρμεντς μου, όχλο καί προχώρησα μέ τό βάδισμα τής χήνας. Γύρισα δεξιά πρός τόν τοίχον, στό πορτραίτο τού Λένιν, χαιρέτησα στρατιωτικώς δεικνύων τούς αδένας μου καί ώς άλλος Ιωάννης Μελισσανίδης τή μουσική υποκρούσει ήχων Μάρκου Βαμβακάρη (χρόνια μες τήν Τρούμπα μαγκίτης κι αλανιάρηηηηης) έπεσα μέ τόν κώλο στό κρεβάτι μου.
Φλααααααπ!
Κάθισα έτσι, ανάσκελα καί προσπάθησα νά κρατήσω τό σώμα μου οριζοντίως ευθυτενές. Κάθισα και πήρα νά παρατηρώ. Τόν θώρακα μου, τό στήθος μου, τήν (γραμμωτή) κοιλιά μου. Τό τριχωτόν τού χώρου τούτου δέν ήταν καί τόσο αμαζόνειον ώστε νά κρύβη κάποιες καστανές ελιές τόσο όμορφες όσο καί τά μάτια της μεντορίνας μου (τί κρίμα πού δέν μπορώ νά ανεβάσω φώτο τους. Των ματιών της, όχι τών ελιών μου). Έστειλα τό χέρι στήν λεκάνη μου, μέ τόν δείκτη διέτρεξα μιά μπαγιάτικη ουλή άπό μιά εγχείρηση λοβοτομής. (Δέν λαθεύω. Δεδομένου ότι ανέκαθεν σκεπτόμην μέ τό κάτω κεφάλι, τί πιο λογικόν η λοβοτομή νά είναι εκεί…). Έκανα μιά παράκαμψη άπό τήν φάμπρικα τών γενετησίων ορμεφύτων μου (τών ομαλών, συγκροτημενων, λογικών σάν τήν κίνηση τής Κηφισίας σέ φόντο βροχερών πρωινών Δευτέρας, σάν διάλογο κωφών, σάν προσπάθεια εκμάθησης τριγωνομετρίας σέ ένα χρυσόψαρο) καί έφθασα μέχρι τό γόνατο.
Παρετήρησα τά πόδια μου. Τά δάκτυλα αυτών. Ήταν λίγο δύσκολο νά αφήσω τίς ματιές άπό εκεί, τό ροδαλό χρώμα, μου έκανε εντελώς κάπως, έάν έβλεπα αντί πόδια νά έχω λέπια κι ουρά σάν τήν Γοργόνα (- Ζη ο βασιλεύς Αλέξανδρος; - Ζη! Καί λύνει κόμπους βαρβάτους ρέ βλαλάκα! Όχι σάν εσένα!) θά μοή ήταν λιγότερο παράξενο…
Καί τότε, αφού συμφιλιώθηκα μέ τό καθαρό κι αναψοκοκκινισμένο δέρμα μου, μέ σκέφθηκα μικρότερο. Μικρό μάλλον. Τότε πού μετρούσα τό μπόι μου κάθε βδομάδα, πασχίζοντας νά ψηλώσω. Όταν κυττούσα τό άτριχο σώμα μου (καί τό επίσης έτσι πρόσωπο μου) βιαζόμην νά ανδρομοιάσω. Μιλώντας στόν εαυτό μου (πρόβλημα σημαντικό αυτά τά παραμιλητά) αποζητούσα μπάσες χροιές.
Τράβηξα τό σεντόνι καί κάλυψα τήν γύμνια μου.
Ήρθε μιά θύμηση, μιά σκέψη καί εικόνα.
Νά ξαναγύριζα στήν Διογένους.
Νά ξανάρχιζα (από) εκεί. Ούτε Ευριπίδου, ούτε Σικελιανού, ούτε Παπαδιαμάντη.
Νά μήν δούλευα, νά μήν είχα αρχίσει ποτέ τήν δουλειά. Νά μήν είχα πάει στρατό. Ούτε στήν σχολή. Νά μήν είχα ποτέ εμπεδώσει τήν πυκνότητα τών χυμών τού σώματος, απολαμβάνοντας καί ικανοποιώντας τίς απαιτήσεις της βρώμικης σάρκας. Να μήν είχα νοιώσει ποτέ τήν κιτρινίλα της ζήλειας, ούτε νά αφηνόμουν σέ παρασέρνουσες αγκαλιές. Νά μήν είχα παίξει ποτέ μέ άλλα παιδιά τά απογεύματα στούς, τότε, άδειους δρόμους. Νά μήν είχα πάει σχολείο. Τά μόνα ευχάριστα βιβλία νά ήσαν τά μέ εικόνες. Οι εφημερίδες (πλην των φωτογραφιών τους) νά είχαν μόνη χρησιμότητα τό προσάναμμα σέ κυριακάτικες ετοιμασίες κρεατοφαγίας.
Νά ήμουν τώρα ένα δίχρονο παιδί, στήν Διογένους, στον Κορυδαλλό.
* Εντάξει, Π.;
Γιά κάποιον λόγο πού μπορεί πολύ εύκολα νά βρεθή σέ μία εγκύκλιο τής Δημοκρατίας λίγο πρίν άπό τήν κατάλυσή της άπό τόν μοχθηρό Ντάρθ Βέηντερ καί τά ρουφιανάκια του, τό μπάνιο πού λέγαμε δέν μπορεί νά γίνη παρά μόνον Τετάρτες, τέσσερις εβδομάδες μετά άπό τήν είσοδο τής εαρινής ισημερίας, πρίν – απαραιτήτως – άπό τό Πάσχα τών καθολικών καί σέ, αποκλειστικώς, μονό* έτος.
Δέν χωράει λοιπόν καθόλου φαντασία γιά τό τί γίνεται όταν πχ έρχεται ένας Απρίλιος του 2005…
Καί επειδή ο Απρίλιος τού 05 έχει γίνει πλέον υπερσυντέλικος, μπορεί πολύ εύκολα νά εδωμεταφερθή τό τοτινογεγονός.
Ο θόρυβος ανακουφίσεως τού σιφωνίου (δεχθέν τήν τελευταία ξεβγαλματιά μου) έμοιασε μέ τούς άπό τόν Λυκαβηττό κανονιοβολισμούς όταν γεννώνται πρίγκηπες. Ήταν η καρώ σημαία τής όλης τελετής (=μπάνιο). Εκτός άπό τήν πιστοποίηση τής λήξεως, τήν χρησιμοποίησα καί ώς πετσέτα. Άνοιξα τήν πόρτα τού λουτρού καί είδα εκατέρωθεν τού διαδρόμου κόσμο. Κόσμο πολύ. Ο προβληματισμός μου γιά τό πού χώρεσαν όλοι αυτοί, έδωσε τήν θέση του σέ έναν άλλον σοβαρότερο: «Έφθασε τό νεραντζάκι ή μήπως χρειάστηκε νά επιστρατεύσωμε καί περγαμόντο;» Ειδών τά σορόπια πέριξ τών χειλέων όλου τού λαού, καθησυχάσθην. Προχώρησα μεγαλοπρεπώς, ισιώνοντας πετσέτα στήν μέση καί άφησα ένα καλιγούλειο χαίρε σέ όλους διά τών ρανίδων αίτινες έπιπταν στό μωσαϊκόν. Η Κοραθόν, φιλιππινέζα οικιακιά βοηθός μου, μέ μιά μάπα έπ’ώμου, έκανε ένα παρά πόδα καί χαμογελώντας έσγουψε νά καθαρίση τίς πατώματος σταγόνες, ανακοινώνοντας διά τού τού τρόπου τούτου τώ κόσμω – εμμέσως – ότι πασσάτο λά φιέστα. Οι υπήκοοι κίνησαν νά φύγουν αφήνοντάς με νά μπώ στό δωμάτιόν μου.
Η πόρτα άνοιξε καί μετά άπό 2 βηματάκια μου, ένα μπουγέλο άπό ροδοπέταλα, χρώματος όμοιου μέ αυτό τών θηλών τής μεντορίνας μου, μέ κατεκλύσεν. Ήταν σίγουρα τό ζήτημα, τό χάπενινγκ, τό θέμα τής δεκαετίας, τό μπάνιο μου! Έπιασα πεταλάκι, τό έφερα στήν ρίνα μου. Η μυρωδιά του μέ κατεδίωξε, η αφή του επίσης. Τό κατέβασα 1,5 εκατοστό χαμηλώτερον, τό κούμπωσα στήν μάτιση τών (κλειστών) χειλέων μου καί νοιώθοντας τό νά διαστέλλεται κατάλαβα ότι ήταν ο Γκανταλφ όστις (καί πάλι) είχε βάλει τό χεράκι του. Αυτό τό μαγικό, έφερνε τόσο κοντά μου κάτι λίαν αγαπητόν· καίτοι η μεντορίνα μου έλειπε σέ εθελοντική εργασία στήν Wonsan τής βορείου Κορέας καί είχα καιρό πολύ νά τσεκάρω τίς αντιδράσεις καί μεταβολές κάποιων στρογγυλών καί μυτερών σημείων τού σώματός της .
Αφήσας τήν εξιταριστικήν φάσιν ταύτην, μιά αρμαθιά ροδοπέταλων έπιασα καί τήν έριξα στό κρεββάτι. Σήκωσα τό δεξί μου χέρι ψηλά, καί πολύ οριεντάλ σιγανά άρχισα νά τό κατεβάζω. Στο ύψος τού μετώπου κροτάλισα δείκτη καί μέσο, τσακιριστί κεφίω καί ακολούθως κατέβαζα. Η χείρ εστάθη ακίνητος επί τού κόμπου τής πετσέτας. Τά ηχεία ενός Σάνυο, τελειωμένου ραδιόφωνου πρόσταξαν:
- Παρουσιάστεεεεε! Αρμ!
Φλούπ, η χείρ έλυσε ώς άλλος Αλέξανδρος τόν κόμπο (όστις δέν ήταν καί γάμησε τά δύσκολος εδώ πού τά λέμε) καί η πετσέτα έπεσε μέ τά μούτρα στα ροδοπέταλα χωρίς όμως αυτήν τήν φορά νά μαρτυρήσουν θηλερεθισμόν. Τό δωμάτιον γέμισε μέ αυτό τό στρίγκλισμα πού παρατηρείται σέ αχανή αίθουσα όταν οι παλάμες κάποιων έχουν βγάλει κάλους άπό τό παλαμοκρότημα. Περιφρόνησα τόν χειροκροτούντα τά άρτι εμφανισθέντα μήζουρμεντς μου, όχλο καί προχώρησα μέ τό βάδισμα τής χήνας. Γύρισα δεξιά πρός τόν τοίχον, στό πορτραίτο τού Λένιν, χαιρέτησα στρατιωτικώς δεικνύων τούς αδένας μου καί ώς άλλος Ιωάννης Μελισσανίδης τή μουσική υποκρούσει ήχων Μάρκου Βαμβακάρη (χρόνια μες τήν Τρούμπα μαγκίτης κι αλανιάρηηηηης) έπεσα μέ τόν κώλο στό κρεβάτι μου.
Φλααααααπ!
Κάθισα έτσι, ανάσκελα καί προσπάθησα νά κρατήσω τό σώμα μου οριζοντίως ευθυτενές. Κάθισα και πήρα νά παρατηρώ. Τόν θώρακα μου, τό στήθος μου, τήν (γραμμωτή) κοιλιά μου. Τό τριχωτόν τού χώρου τούτου δέν ήταν καί τόσο αμαζόνειον ώστε νά κρύβη κάποιες καστανές ελιές τόσο όμορφες όσο καί τά μάτια της μεντορίνας μου (τί κρίμα πού δέν μπορώ νά ανεβάσω φώτο τους. Των ματιών της, όχι τών ελιών μου). Έστειλα τό χέρι στήν λεκάνη μου, μέ τόν δείκτη διέτρεξα μιά μπαγιάτικη ουλή άπό μιά εγχείρηση λοβοτομής. (Δέν λαθεύω. Δεδομένου ότι ανέκαθεν σκεπτόμην μέ τό κάτω κεφάλι, τί πιο λογικόν η λοβοτομή νά είναι εκεί…). Έκανα μιά παράκαμψη άπό τήν φάμπρικα τών γενετησίων ορμεφύτων μου (τών ομαλών, συγκροτημενων, λογικών σάν τήν κίνηση τής Κηφισίας σέ φόντο βροχερών πρωινών Δευτέρας, σάν διάλογο κωφών, σάν προσπάθεια εκμάθησης τριγωνομετρίας σέ ένα χρυσόψαρο) καί έφθασα μέχρι τό γόνατο.
Παρετήρησα τά πόδια μου. Τά δάκτυλα αυτών. Ήταν λίγο δύσκολο νά αφήσω τίς ματιές άπό εκεί, τό ροδαλό χρώμα, μου έκανε εντελώς κάπως, έάν έβλεπα αντί πόδια νά έχω λέπια κι ουρά σάν τήν Γοργόνα (- Ζη ο βασιλεύς Αλέξανδρος; - Ζη! Καί λύνει κόμπους βαρβάτους ρέ βλαλάκα! Όχι σάν εσένα!) θά μοή ήταν λιγότερο παράξενο…
Καί τότε, αφού συμφιλιώθηκα μέ τό καθαρό κι αναψοκοκκινισμένο δέρμα μου, μέ σκέφθηκα μικρότερο. Μικρό μάλλον. Τότε πού μετρούσα τό μπόι μου κάθε βδομάδα, πασχίζοντας νά ψηλώσω. Όταν κυττούσα τό άτριχο σώμα μου (καί τό επίσης έτσι πρόσωπο μου) βιαζόμην νά ανδρομοιάσω. Μιλώντας στόν εαυτό μου (πρόβλημα σημαντικό αυτά τά παραμιλητά) αποζητούσα μπάσες χροιές.
Τράβηξα τό σεντόνι καί κάλυψα τήν γύμνια μου.
Ήρθε μιά θύμηση, μιά σκέψη καί εικόνα.
Νά ξαναγύριζα στήν Διογένους.
Νά ξανάρχιζα (από) εκεί. Ούτε Ευριπίδου, ούτε Σικελιανού, ούτε Παπαδιαμάντη.
Νά μήν δούλευα, νά μήν είχα αρχίσει ποτέ τήν δουλειά. Νά μήν είχα πάει στρατό. Ούτε στήν σχολή. Νά μήν είχα ποτέ εμπεδώσει τήν πυκνότητα τών χυμών τού σώματος, απολαμβάνοντας καί ικανοποιώντας τίς απαιτήσεις της βρώμικης σάρκας. Να μήν είχα νοιώσει ποτέ τήν κιτρινίλα της ζήλειας, ούτε νά αφηνόμουν σέ παρασέρνουσες αγκαλιές. Νά μήν είχα παίξει ποτέ μέ άλλα παιδιά τά απογεύματα στούς, τότε, άδειους δρόμους. Νά μήν είχα πάει σχολείο. Τά μόνα ευχάριστα βιβλία νά ήσαν τά μέ εικόνες. Οι εφημερίδες (πλην των φωτογραφιών τους) νά είχαν μόνη χρησιμότητα τό προσάναμμα σέ κυριακάτικες ετοιμασίες κρεατοφαγίας.
Νά ήμουν τώρα ένα δίχρονο παιδί, στήν Διογένους, στον Κορυδαλλό.
* Εντάξει, Π.;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα