Σάββατο, Ιανουαρίου 07, 2006

Κατάλαβες;

- Έλα… Μήν ντρέπεσαι. Πέρασε. Ώραία. Κάθησε. Βολέψου. Γιά πές λοιπόν…

- Μέ την Νικολέττα πάντοτε (πρώτη άνακρίβεια τό «πάντοτε») ένοιωθα άνετα. Ίσως (δεύτερη άνακρίβεια τό «ίσως») επειδή ήταν η πρώτη πού μέ καλωσόρισε στήν δουλειά καί μέ πήρε ύπό τήν προστασία της, τόν πρώτο καιρό όταν είναι λίγο δύσκολα γιά ένα φύσει καί θέσει αρχικομπλεξικο άτομο ωσάν εμένα, νά’ούμ’.

Μήν τά πολυλογώ (τρίτη άνακρίβεια… Ετοιμαστούτε γιά σεντόνι) πέρα άπό τίς όποιες μουγκές αλλά φωναχτές μέσα μας κατευθύνσεις κόλλησα μαζύ της πάρα πολύ. Όχι σεξουαλικώς (εξάλλου η χρονιά ήτο ζυγή καί τά ζυγά έτη τό παίζω φιλομόφυλος, τόν άντρα τόν κάνω τά μονά έτη) αλλά κόλλησα ῥέ παιδί μου! Μήν τήν ψάχνεις πώς· ούτε εγώ ξέρω. Γούσταρα πολύ. Μπορεί σαρκικά, όπως προείπα νά μήν μέ τράβαγε, όμως είχε πάνω της τό κατιτίς τό οποίο κρατούσε τό βλέμμα σου πάνω της, λίγο παραπάνω τού κανονικού. Μ’ άρεσε τό πρόσωπό της, η κίνησις τών σιαγόνων όταν μασούσε σαντουιτσάκι, τό φάλτσο στά χείλη πού προέδιδε δυσαρέσκεια όταν άκουγε κάποια μαλακία, τό συμμάζεμα τσουλουφιού μέ τό δάκτυλο της, κίνησις πού ήτο στάνταρ, κίνησις αγχωλυτική.

Απελάμβανα επίσης κάποια ταύτιση (μήπως είναι απόλυτος η λέξις;) ομοβαδησιά μέ γούστα της. Είτε αθλητικά (ΑΕΚΑΡΑ σ’αγαπώ, ΑΕΚΑΡΑ γάμα τους τό νιμού τής μάνας τους…) κάποια πολιτικά (οι μετανάστες όλοι, είναι έν δυνάμει πανεπιστήμονες καί σ’αυτούς οφείλεται η κατάκτησις τού euro 2004) μερικά κοινωνικά (αποποινικοποίηση τής ηρωίνης) μπόλικα ενδυματολογικά (καφέ γιατάκι μόνο μέ κόκκινα τσαρούχια, dear!)

Ήταν πάντοτε αποκούμπι σέ οιοδήποτε ήθελα νά εμπιστευτώ. Προσωπικό (πάλι έκανα μαλακία…) σεξουαλικό (δέν μού κάθεται ο υπεύθυνος ασφαλείας βρέ Νικολέττααααααα!) οικονομικό (έχεις νά μού δανείσης τίποτις ομόλογα τής Swiss Bank? Διέρχομαι ταμειακών δυσκολιών) ύγιειονομικό (όλο μού κολλάνε μαϊντανοί στούς εμπροσθίους κοπτήρες μωρή!).

Οι (στήν αρχή) συμβουλές της, μέ κατηύθυναν ορθώς, ούτω συνέχισα. Καί δέν μπορώ νά πώ ότι υπήρξε ποτέ κάτι άστοχο έκ μέρους της. Όλα ήταν (μέ πληγώνει αφάνταστα ο παρελθοντικός χρόνος) μιά χαρά.

Μέχρι τήν 6 Δεκεμβρίου.

Άπ’ό,τι ενθυμούμαι δέν είχε προηγηθεί κάτι πού νά μάς κρυώση. Τουλάχιστον αυτό νομίζω, έάν καί τώρα πού τό καλοσκέφτομαι, μιά άρνησίς μου (όσο κομψά κι έάν τήν είχα σερβίρει) σέ κάτι πού μού είχε ζητήσει (έχει σημασία τί;) τής άφησε μιά μουτσουνίτσα απογοήτευσης – ναί, είχε φανεί παρότι τηλεφωνικώς είχαμε επικοινωνήσει τότε.

Τό πρωί τής 6-12 μαζωχτήκαμε όλες στό τμήμα. Ηργάζετο, 10-18, τότε. Μέ τό πού μπουκάρισε, ένα «σουρπράάάάάιζ» ακούστηκε φωναχτά καί κατέκλυσε τόν χώρο. Εκείνη, λίγο θεατρικά σχημάτισε ένα περιεργείας ύφος στό πρόσωπόν της καί αφέθηκε σέ φιλιά, ευχές, θωπείες καί τά ῥέστα.

Κι όταν έφθασε η ώρα νά τής δώσω τό δώρον... Αυτά τά γιοματάρικα χείλη της παρέμειναν σέ μιά συγκράτηση μέ ψήγματα χαμόγελου. Άνοιξε τήν μικρή συσκευασία καί μόνο τότε, βλέποντας τό περιεχόμενο, χαμογέλασε. Δέν ήταν όμως γιά καλόν, δέν ήτο χαμόγελον ικανοποιήσεως. Κάπως χαμηλόφωνα, έξαιτίας τής δικής μου απορίας, μού άνέφερε ότι δέν ήταν καί πολύ τού γούστου της. (Βλέπεις, όλη αυτή η εξοικείωσις έπέτρεπε τέτοιες παρατηρήσεις). Πήρε στά χέρια της τό δωράκι, τό έφερε στό ύψος τών ματιών της καί μέτρησε κάποια μειονεκτήματα, τούς λόγους τής άπορρίψεως.

Ένοιωσα άσχημα όχι λόγω προσωπικής προσβολής, αλλά επειδή δέν τής άρεσε η επιλογή μου. Πήρα ένα σοβαρό, ένα ειλικρινές ύφος καί νομίζω ότι τό «Εντάξει μάτια μου, δέν πειράζει, καλλίτερα πού τό ανέφερες, επιφυλάττομαι» έγινε πιστευτό. Καταχώνιασα σέ αβυσσιακά μέρη μέσα μου κάτι άπό δυσαρέσκεια, κόμπλεξ κι έβαλα τό δωράκι στήν τσέπη μου, σφίγγοντας όμως τήν παλάμη της σέ μιά χειρονομία ύπενθύμισης ότι όλα καλά.

Τώρα στίς έορτές, στό μεταίχμιον αλλαγής τών σεξουαλικών προτιμήσεών μου, ένα βράδυ μέ προσκάλεσε σπίτι της. Είχε κόσμον πολύ, ο οποίος άμα τή παρόδω τών ωρών έγινε λίγος. Συνέχιζα νά πίνω (ῥεγουλαστί) κι όταν έγινε ελάχιστος· ανανέωσα δέ μέ παγάκια τό ανακυκλούμενο ποτήρι μου καθώς, έξαιρέσει εμού, ο κόσμος ανυπαρκτίστηκε.

Η αλκοόλη χαλάρωσε κάποια τροχοπέδη σέ διατύπωση σκέψεων καί άρχισα. Τό μπούρου μπούρου ήταν απηνές. Δέν έχει σημασία η αρχή του, ούτε κι η μέση του. Στέκομαι στήν κατάληξή του η οποία μέ ωδήγησε στήν αγκάλη τής Νικολέττας, σέ μιά σφικτή αγκάλη παρακαλώ, διά τής οποίας κατάλαβα γιά τά καλά ότι ο χρόνος θά άλλαζε λίαν συντόμως μιάς καί η αίσθησις τού πηχτού στήθους της ζωγράφιζε μέ μενεξελί χρώματα τήν βάλανο τού πέους μου.

Κοιμήθηκα εκεί. Τό άλλο πρωί μέ ξύπνησε τό «Χρόνια πολλάάάάά» άπό τούς σκουπιδιαρέους. Πήγα πρός τήν τουαλέττα γιά τό πιπί, η Νικολέττα εκάθητο στό τραπέζι τής κουζίνας λύουσα ένα σταυρόλεξον μέ τήν βοήθεια τού ζέοντος νηφελλοκοκοζώμου δίπλα της.

«Θέλω κι εγώ καφέ πλήζ!»

Κι όταν η κύστη μου είχε ηρεμήσει, πλυμένος καί χτενισμένος, στό τραπέζι απέναντί της μέ τούς καφέδες νά διακόπτουν τίς κουβέντες μας απασχολούμενοι γλώττας καί λαρυγγας, ένοιωσα πιό ήρεμος κι άπό τήν κύστη μου ακόμη, μιάς καί φαινόταν η παρεξήγησης νά έχη λυθεί. Χμμμ… Όχι δέν φαινόταν, είχε λυθεί.

Φάγαμε μαζύ τήν μεσημβρίαν, τής έφτιαξα τό φαγητόν πού τής αρέσει, ομελέττα μέ αυγά συνοδεία μιάς κόκα κολίτσας σοδειάς 1874.

Μέ τά στομάχια μας χορτασμένα, τήν σκέψη, τό μέσα μας επίσης ικανοποιημένα, στό σαλόνι πλέον, ακούγοντες Μαργαρίτα Ζορμπαλά στό στέρεο, η Νικολέττα μέ πλησίασε. Κάθισε στά πόδια μου, ανάμεσα στά πόδια μου καί τό χέρι της μάλαζε τό γόνατο μου. Τήν κύτταξα στό τρίτο μάτι της αμίλητος. Ξεκίνησε νά μού λέη διάφορα, περί ανέμων καί υδάτων – ανέμων ούτε κάν αυγουστιάτικων, υδάτων πάντως δεκεμβρίων. Στάθηκα όμως σέ κάτι άλλο πού ξεκίνησε νά αναφέρη. Τότε, τήν κύτταξα στα μάτια, πηγαίνοντας άπό τό δεξί μάτι της στό αριστερό, αστραπιαία γρήγορα καί τανάπαλιν, χωρίς σταματημό.

«… Καί δέν μού λες… Τό δωράκι, τί τό έκανες; Τό έχεις ακόμη; Θέλεις νά μού τό δώσης;»

Αυτό είναι πού μού έκανε εντύπωση, αυτό μού έμεινε, μού φάνηκε πολύ κάπως, δέν ξέρω… Τί νά πώ… Μέ πιάνεις;

- Όσο μπορώ… Πρόσεξέ με λίγο… Θυμήσου τήν έκφρασή της όταν τόνιζε ότι τό γούστο ήταν η αιτία αρνήσεως. Ναί, τότε, όταν ανήμερα τής εορτής της ήρνήθη τό δωράκι… ΟΚ; Ωραία… Αντιπαράβαλλε τώρα τό σκηνικόν όταν πρόσφατα τό ξαναζήτησε… Εντάξει… Ωραία… Ξαναθυμήσου τήν εικόνα της, τήν έκφρασίν της, τήν ημέρα πού ήρνήθη τό δώρο. Φέρε τώρα, σύνθεσέ το μαζύ μέ τήν πεποίθησή σου ότι ποτέ δέν λέει «ανακρίβειες» η Νικολέττα, ότι ποτέ δέν αντελήφθης νά σού λέη κάτι ουχί εντελώς αληθές… Εντάξει; Πάρ’το απόφαση λοιπόν ότι δέν είναι απίθανο νά είπε ψέμματα… Μήν τήν έξωραΐζεις, μήν τήν έξιδανικεύεις, μήν τήν τοποθετείς στόν Όλυμπον τής τελειότητος.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats