Πάλι δέν κοιμάσαι;
Σέ κάθε βιβλίο πού αγοράζω/κλέβω/καβατζώνω/δανείζομαι (εσαεί), συνηθώ νά βάζω σφραγιδάκια μου. Μήν φανταστείς τίποτε παραστάσεων μέ μαιάνδρους, φαλλούς, κληματαριές (πόσο μού’λειψες πατρίδα) σατύρους, περγαμηνές, πωγωνοφόρες μορφές, πένες, καναβουριές... Ένα μικρό, γύφτικο, κουρασμένο έν πολλοίς σφραγιδάκι μέ τό όνοματεπώνυμό μου. «Ναπολέων Βοναπάρτης».
Σφραγίζω τό βιβλίον μπροστά (κάτω δεξιά), πίσω (κάτω αριστερά) καί στήν σελίδα 77. Δέν ξέρω γιατί, μέ αρέζει ο αριθμόν πάντως.
Προχθές (υποκαιρότητα είπαμε! Μήν ξεχνάς) διάβαζα κάτι διηγηματάκια. Στήν 77η σελίδα διάβασα τό παρακάτω:
"Μερικές γωνιές τής γής σκορπίζουν στόν αέρα τ’αόρατα εκείνα κύματα πού τραβούν εμάς, τούς άνδρες, πρίς τίς ηδονικές γυναίκες. Όσο περισσότερο κύτταζα τήν λιτήν εικόνα τού όρμου, τόσο δέν εύρισκα εκείνα τά στοιχεία πού συνθέτουν τήν ομορφιά. Αυτό τό τοπίο τό είχα χιλιοειδωμένο, άν καί πρώτη φορά τό αντίκρυζα. Κι όμως, η ψυχή μου δέν τό χόρταινε. Θά'θελα νά πηδούσα πάνω από τά ρέλια. Νά'πεφτα στήν θάλασσα. Νά βαφτιζόμουν στήν κρυάδα τού μολυβένιου νερού. Νά'βγαινα - καθώς θά ήμουν μουσκεμένος - στόν μικρό μώλο μέ τά ταπεινά σπιτάκια. Νά περιδιάβαζα ανόητα ανάμεσα στούς κήπυς μέ τ'ασάλευτα φρεσκοπλυμένα φύλλα. Ν'ανέβαινα στήν κορφή τού βουνού, τήν ώρα πού θά τήν χάιδευε κάποιο ξεφτισμένο σύννεφο.Συλλογιέμαι πώς θά’νοιωθα μεγάλη χαρά άν μπορούσα νά’γγιζα, μέ τά χέρια μου, τούς σιωπηλούς αχνούς, πού σχίζουν τόν ουρανό μέ σιωπηλή νωχέλεια. Κι ύστερα θά γύριζα στό βαπόρι, έχοντας στήν τσέπη μου ένα μεγάλο απαλό κομμάτι σύννεφο. Θά τό φύλαγα μέ προσοχή. Γιά τίς μέρες πού έχει πολύ ήλιο."
Οι δύο – τρείς, τελευταίες προτάσεις ειδικώς, είναι λογοπλέξιμο όπερ άνδρα δείκνυσι.
Σφραγίζω τό βιβλίον μπροστά (κάτω δεξιά), πίσω (κάτω αριστερά) καί στήν σελίδα 77. Δέν ξέρω γιατί, μέ αρέζει ο αριθμόν πάντως.
Προχθές (υποκαιρότητα είπαμε! Μήν ξεχνάς) διάβαζα κάτι διηγηματάκια. Στήν 77η σελίδα διάβασα τό παρακάτω:
"Μερικές γωνιές τής γής σκορπίζουν στόν αέρα τ’αόρατα εκείνα κύματα πού τραβούν εμάς, τούς άνδρες, πρίς τίς ηδονικές γυναίκες. Όσο περισσότερο κύτταζα τήν λιτήν εικόνα τού όρμου, τόσο δέν εύρισκα εκείνα τά στοιχεία πού συνθέτουν τήν ομορφιά. Αυτό τό τοπίο τό είχα χιλιοειδωμένο, άν καί πρώτη φορά τό αντίκρυζα. Κι όμως, η ψυχή μου δέν τό χόρταινε. Θά'θελα νά πηδούσα πάνω από τά ρέλια. Νά'πεφτα στήν θάλασσα. Νά βαφτιζόμουν στήν κρυάδα τού μολυβένιου νερού. Νά'βγαινα - καθώς θά ήμουν μουσκεμένος - στόν μικρό μώλο μέ τά ταπεινά σπιτάκια. Νά περιδιάβαζα ανόητα ανάμεσα στούς κήπυς μέ τ'ασάλευτα φρεσκοπλυμένα φύλλα. Ν'ανέβαινα στήν κορφή τού βουνού, τήν ώρα πού θά τήν χάιδευε κάποιο ξεφτισμένο σύννεφο.Συλλογιέμαι πώς θά’νοιωθα μεγάλη χαρά άν μπορούσα νά’γγιζα, μέ τά χέρια μου, τούς σιωπηλούς αχνούς, πού σχίζουν τόν ουρανό μέ σιωπηλή νωχέλεια. Κι ύστερα θά γύριζα στό βαπόρι, έχοντας στήν τσέπη μου ένα μεγάλο απαλό κομμάτι σύννεφο. Θά τό φύλαγα μέ προσοχή. Γιά τίς μέρες πού έχει πολύ ήλιο."
Οι δύο – τρείς, τελευταίες προτάσεις ειδικώς, είναι λογοπλέξιμο όπερ άνδρα δείκνυσι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα