Σάββατο, Ιανουαρίου 07, 2006

Ήρθ’ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τά’χει χάσει…

Κρυώνω. Απλώνω τό χέρι. Συναντώ κρύο σώμα… Καί κρυώνω πιό πολύ.

Μέ θυμάμαι κάτι παλαιοτέρα χρόνια, σέ κάτι χειμώνες (καλά, εντάξει δέν είχαν κάτι τό αλασκοειδές πάνω τους, ήσαν όμως χειμώνες). Ήμην ο μοναδικός όστις δέν ντυνόταν λίαν βαρέως ενώ οι άλλοι είχαν πλήρη μαλλιαρό εξοπλισμό. Δέν λέω βεβαίως ότι θά πηγαίναμε νά σουβαντίσουμε καμιά πολυκατοικία, σέ Παπαμιχαήλειον σκαλωσιά στις Διπλοπενιές («Κάτω στον Πειραιά, στα Καμίνιαααα, φτώχεια καλή καρδιά μά καί γκρίνιαααααα») οπότε καί ο ναρδάρης θά μάς ξούριζε, αλλά εκεί στήν Ζέα (ένθα κατεβαίναμε) καί στήν Πειραϊκή, ένεκα τού πελάγους (σιγά ρε Μάρκο Πόλο! Λες καί ήσουν στά νησιά Πουκέ νά’ούμ’!) φυσάει καί είναι επίφοβα. Α-επίφοβα τήν έβλεπα όμως, ατρόμητα καί ημην ελαφρά ενδεδυμένος μέ τρέντυ εμφάνιση.

Όλη αυτή η κατάσταση – πρός μεγάλη λύπη μου – τα τελευταία έτη εξέλειπεν γαμωτη μου. Μέ πιάνουν κάποιες στιγμές κάποιες κρυάδες γάμησέ τα.

Δέν ξεχνώ ποτέ ένα βράδυ του περασμένου Φεβρουαρίου. Γύριζα άπό κάπου, σπίτι. Καίτοι αι θυμήσεις είναι έντονες, δέν δύναμαι νά ανακαλέσω τό γιατί χρειάστηκα σιγαρέττα. Στάθμευσα έξωθεν παντοπωλείου, βγήκα γρήγορα. Επανελθών βαρύτερος κατά ένα πακέτο μέ είκοσι κομμάτια κάπνινους κυλίνδρους, κίνησα πιο αργά μέ αποτέλεσμα κάτι οδυνηρόν. Ένοιωσα τόσο κρύο ώστε μου ήλθε κάτι σάν λιποθυμία. Στα όρια της απώλειας των αισθήσεων μέ είδα, ολόγυμνο νά αγκαλιάζω μπρούτζινα αγάλματα, νά κυλιέμαι σέ παρθένες εκτάσεις χίονος, νά βουτώ σέ μολυβδόχρωμη θάλασσα παγωμένα ακύμαντη. Ανατριχίλες, ανατριχίλες, ανατριχίλες. Κάθε μόριό μου ανεξαρτητοποιήθηκε, διεστάλη πηκτικώς, διεκόπη όμως άπό τήν μπουκα στό τούτού. Έμεινα ζωντανός.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats