Πέμπτη, Νοεμβρίου 03, 2005

Πατρότης ή κάλλιον πιπατρότης.


Ένα πόστον ευήλιον μέ ξεκάθαρες ζακετοδιωχνουσες εκδηλώσεις. Η καλοκαιριά απαγορευουσα τον πουνεντη νά ξεσηκωση ύδατα στο μπετόν του περίπου λιμενος. Ακόμη όμως καί φωναχτερο φλοισβο νά ειχαμε, καποια παιδια περισσοτερο ακουγοντο τρεξιμω ιδρωμενα.

Δέν αργησε τό παιγνιδι νά σκανδαλιαση λιγο (εως πολύ) καί οι φαπες νά παρουν την θεσιν του «σ’επιασα, φυλα τα.»

Φαπας, σκαμπιλιου, μπατσου περατωθεντος, ένα ζευγος ποδιων ψηλοτερο άπό ένα άλλο, χωρις πολύ κοπο εξωθεν του βεληνεκους του κοντυτερου.

Κι ο ιδιοκτητης κοντων ποδιων αφρισε στομα, σαλιωσε χειλη καί πηγουνι.

- Γκρρρρρρρρρρ!

Η ξεχειλη οργη, ακουστηκε καί ταραξε την νιρβανα παρακειμενων. Παρακειμενων γονεων. Ηγερθη ο πατηρ μετα κοπων καί βασανων αφησας καλαμακι καί φραπε αφρισμενον ωσαν του στοματος του υιου.

- Κατσε εδώ! Εδώ ειπα! Μ’ακους;

Αλλα παλι, δέν ητο αναγκη νά τον ακουση ο μικρος. Η γλωττα κοκκαλα δέν εχει αλλα κι όταν υπαρχουσιν δυσκολιαι πειθους, μακρυ χερι κρατα καθηλωμενον τον γρρρρρισμενο διαδοχο.

Κι ο διαδοχος, ουτε 10 ετων, νά ξεσπα τα ουτιου χορδων νευρα του πανω στον τω φραπει εχοντα τον νου, πατερα του.

- Αγχιε με. Αγχιε με!

Καί φλαπ οι κλωτσιες, κρουπ καποιες γροθιτσες στο πλαδαρον σωμα του πατρος. Ο οποιος πατηρ σχεδον αδιαμαρτυρητα εδεχετο τα χαδια του – δέν τραβιομουν ο μαλακας! – υιου.

- Αγχιε με! Καλε αγχιε μέ σέ λεω! Αγχιε με! Δέν καταλαβαινεις; Η μαλλον σωστα… Δέν καταλαβαινεις ετσι όπως τό εκφερω! Α Σ Ε Μ Ε!!! Οριστε! Τί άλλο θελεις; Ταχυτατη ωριμανσις του λογου μπας καί καταλαβεις τον νταλγκα μου ρε πατερ! Ασε με νά παω νά τον παω γαμιωντας μεχρι τό διπλανο καφε τό παλιοτσογλανο! Ναί ναί! Γαμιωντας! Καί σεξουαλικη ωριμανσιν διαθετει τό μαγαζι… Αγχι, εεεεε Α Σ Ε Μ Ε!

Ο πατηρ εκρυψε ένα χαμογελο κατω άπό τα μουστακια που δέν ειχε.

- Ο γυιος μου εγινε αντρας γαμωτη μου! εσκεφθη. Ισως νά τριχιασε κιολας! Ναί! Σιγουρα θα εχη μαλλιασει στο μερος! Α ρε σοι! Α ρε εντερακια! Ετσσσσσσσσσι! Μέ επαρση χαμογελασε τό είναι του. Αλλα όχι! Θα κατσης εδώ! Μ’ακους!;;; Εδώ!

Τοτε συνεβη! Εκεινη ακριβως η στιγμη γιά την οποιαν πα σωφρων ανθρωπος θα ηυχετο νά περναγε σέ κουφια ωρα. Πεταχτηκα χωρις νά υπολογισω την μέ 2 καπουτσινο, 1 λουγκο εσπρεσσο, 3 σουβλακια μέ γυρο μπακαλικως καί 4 λαιτ κοκες, τραπεζα μας στελνοντας τζατζικι καί σαλτσα διπλα σέ κατι τεως κουτσουλιες δεκαοκτουρας καί τους καφεδες σέ κατι μαρτιατικες μαστιχες χιου. Φλασγκορδονικως προσεγγισα τό πατρουιικον συμπλεγμα παρεισφρυσας αυτου. Η λαβη παγκρατιου μου, αφοπλισε τον γυιο, εσφιξε μασιστικως τον καρπον του καί τό καλοτροχισμενο ξιφος επεσε κατω τριαμιση μετρα μακραν της σαλτσας ητις ειχε ηδη κρυωσει. Ο γυιος σέ ένα ξεσπασμα καρκινικης κακιας μου εστειλε ένα καιομενο βλεμμα κανοντας την σαλτσα παλι νά ζεσταθη κι εμενα νά αισθανθω ανθρακικο στο παχυ μου εντερον. Σάν σέ κατι άπό σλωου μωσιον, ειδα τα χειλη νά σχηματιζωσιν κυκλον ελλειψοειδην καί νά φερνη εις την επιφανειαν μιά χλεπα μεγαλοπρεπην, χρωματος νερατζοφυλλου. Τί νιντζα όμως ειμαι! Εσγουψα αστραποειδως κι η σφαιρομυξα χαραξε τον αερα μέ θορυβον σκιζομενου γουφερ πανω στο ρεφραιν της Προσευχης του Σπυρου Ζαγοραιου (Ποιος ειδε τα ματια που αγαπαωωωω). Ενστικτωδως γυρισα την κεφαλη πισω ώστε νά τσεκαρω παυλα θαυμασω την πορειαν της βολιδος ως γνησιος πυροβολικαριος (ισχυς δια της γνωσεως). Δέν εκανα λαθος, ναί. Ενας μαστορας πειραζε τό μερος του δεξιου του οφθαλμου υπο τον οποιον εσταζε πρασινον υγρον μέ μεγαλη συναφεια. Τοση ώστε η χλαμυδα του (ναί, δέν λαθευα, ητο μιά ληβαις καφε χλαμυς) νά παιρνη μυρωδια των βολων του μικρου. Κι αφου ο τυπος σκουπιστηκε συνοδεια τεσσαρων τασεων αναγουλας, του εστειλε βλεμμα δρακαινας σέ εμμηνοπαυσιν.

- Δέν φτανει ρε μαλακισμενο που μου πηρες τό σπαθι καί ολος ο καμπος των Θερμοπυλων περιμενει ερημην τον αρχηγον του, μέ φτυνεις κιολας ρε μπασταρδοσπερμα;

Καί μέ κινησεις τριπλουν που καί ο Κουκοδημος θα ζηλευε, εκανε νά πιαση τό κατ’αυτόν μπασταρδοσπερμα καί νά τό φερη γυροβολιες τεσσερις ριχνοντας το στην λιμνη της Καστοριας. Ακριβώς τότε, η αυτού εξοχοτης ο μεγας υπέρτατος αρχιερευς κλειδοκρατωρ των νιντζα, παναπει εγώ, μουλωχτά έστειλα τό χέρι στον αφαλό του μικρού, τράβηξα τό σημειον της τομής καί ίσως σωτήρια, τον ξεφούσκωσα.

Ο Λεωνίδας έμεινε έωλος. Μέ κυτταξε χωρίς περισσεύματα οργής.

- Καλός μαλακας είσαι καί του λογου σου. Έπρεπε εγώ νά τό περιελαμβανα! Παλιοκαρναγια… Δέν μου λες ρε… Είσαι Λακων; Τί δουλειά έχεις στην Μακεδονία;

- Σφάλλεις Βασιλεύ! Εγώ άπό τον Κορυδαλλον ηλθον γιά ένα σουβλάκι εδώ! Ίσως καί δυο! Στα πλαίσια μαθητικών ανταλλαγών!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats