Χειμωνιάζει.
Θέλω σπόρια λάιτ αναλογίας μιάς θερμίδος στά δύο κιλά καί σοκολάτες τών οποίων η ζάχαρη δέν είναι τερηδονούχος αλλά υποκατάστατον συνοικιακού οδοντιάτρου.
Ταινίες στό βίδεο ασπρόμαυρες (ή τό πολύ πολύ μαυρόασπρες) η έντασις φωνής τής τηλεοράσεως είς τό τριακοντα τεσσερα τοίς εκατό, καί τό ρημόουτ κοντρόλ δίπλα στό καθαρό τασάκι νά περιμένη θωπείες.
Οι κουρτίνες ουχί εντελώς τραβηγμένες, ν’αφήνουν μιά λωρίδα διά τής οποίας νά φαίνηται η γκριζάδα τού έξω μ’αποτέλεσμα νά σπρώχνεται η κουβέρτα στά πόδια.
H ξάπλα μου όχι απολύτως ξάπλα αλλά αφίεμαι ανακλιντροειδώς [χωρίς όμως σταφύλια (χειμωνιάζει είπαμε!)]. Αι λευκαί κάλτσαι δέν είναι εντελώς εφαρμοσταί αλλά δέν μέ χαλάει καθόλου – είναι εντελώς σαββατοκυριάκιος αίσθησις.
Επιτακτική η ανάγκη κατουρήματος πρό τής ενάρξεως τού έργου ώστε νά είμαι εντελώς ήσυχος, ανακουφισμένος, καθαρός άνευ ενδεχομένου ενοχλητικών διακοπών συνοδευομένων μέ ίσως κι αλλεπάλληλες pausοκομβιώσεις.
Ο καναπές τριθέσιος αλλά στό έτσι, τριθέσιος . Στό αλλέως έτσι, είναι γιά έναν. Ένας. Κι απολαμβανει τό 20th century fox, την ρωμαικου υφους εισαγωγη.
Απολαμβανει;
Ο κωδων σκουζει, απαξ, δις, τρις. Ο φρυδης μου συνοφρυωνεται μιά φορα παραπανω. Δέν κινουμαι. Αναρωτωμαι. Αφηνεται η δια ηλεκτρισμου οχλησις καί παλαμη χειροκροτα την πορτα. Εν τελει σηκωνομαι αφου ισιωσω την καλτσα.
Ανοιγω την πορτα καί ερχομαι μπροστα σέ μιά κυρια μέ ρολει στο μαλλι, ποδιά μέ σημαδια άπό μπεσαμελ καί τσιγαρο στο στομα.
- Εφερα τα κοινοχρηστα.
Παιρνω τό χαρτι, λεω ένα ευχαριστω μαζυ μέ ένα χαιρετε καί συνοδευω την εξ οπισθιων φιγουρα της μανταμ μεχρι νά χαθη στην ακρη του κλιμακοστασιου, κλεινοντας τό ματι στον πωπο της οστις κινειται ολιγον περισσοτερο του κανονικου.
Επιστρεφω. Ξαναχαλαω την καλτσα μου. Σχεδονξαπλωνω. Κι όταν ο διβιδης επανερχεται στο πλεη, τα σπορια ανοιγομενα μονα των καί βγαζοντας την γλωττα των, λεν:
- Σέ μονοκατοικια ζης βρε μαλακα!
Νομοτελειακώς λοιπόν…
Φλούπ:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα