Δευτέρα, Οκτωβρίου 17, 2005

Διάλειμμα 20 λεπτών. Κάτι νά φάμε καί νά κατουρήσωμε.





Ολίγον πρό τού σημείου καμπής τής ημέρας, πρίν τό σήμερα νά γίνη εχθές, εχθές, στήν Άνω Λιμνούπολη, σέ κάποιον σταθμόν τών ΚΤΕΛΛ (Κοινό Ταμείον Επιβατικών Λεωφορείων Λιμνουπόλεως) ο Φέθρυ καθόταν έξω από τό πούλμαν καί ήλεγχε τά εισιτήρια τών ταξιδιωτών.

Δέν βιαζόμην - ήθελα νά τελέψη τό τσιγάρο μου, στεκόμην λίγο απόμερα, βλέποντας τόν κόσμο νά επιβατοποιήται κυρίως παρέα μέ τυροπεριέχουσαι πλαστικαί τσάνται.

Μιά κουβέντα τού Φέθρυ πρός εμένα, δέν μέ έκανε νά επισπεύσω.

«Ο κύριος Ντόναλντ, θέλει ιδιαιτέραν πρόσκλησιν γιά νά ανέβη στό λεωφορείον;»

Εάν όμως δέν γινόταν γόπα τό «καρέλια» δέν θά (μετά)κινούσα πόδι ούτε πίκο χιλιοστού... Πούπουλο κάν ρέ σύ.

Το περαιτέρωσκέφθηκα πάντως, κι επειδή δέν ήθελα νά εριδιστίσω μέ τό ξαδελφάκι, προσέγγισα λίγο...

Οι τζούρες πιό βαρβάτες, δέν μπορούσα νά κάνω τήν πάπια (κι άν ήμουν ημίαιμη υπερατλαντική τοιαύτη) συνέχιζα νά καπνίζω.

Καί νά ακούω.

Ο Οράτιος μέ τήν Κλάραμπελ ήσαν εκεί κοντά, μέ πράσινα εισιτήρια ανά χείρας. Πλησίασαν τό ξαδελφάκι, τού πρότειναν τά πάσο κι αυτός...

Αυτός στήν αρχή έδειξε ένα ξάφνιασμα βλέποντας τόν Οράτιο.

- Πού πάς; Κάτω;

Κι ο Οράτιος, υπομονετικό άτι, ευγενής ίππος, σαβουαρβιβρίζων επιβήτωρ, απλώς έγνεψε ένα «ναί» συνοδεία χαμόγελου from ear to ear.

Τότε ήταν πού πέταξα τό καρέλια κι άς είχε ακόμη μιάμιση τζούρα υπολοίπου. Εάν είχα και σακκάκι θά είχα σηκώσει μανίκια, η αλλαγή φτερώματός μου μέ γλύτωσε από τέτοιον κόπο. Ήταν όμως έκδηλη η μουρτζούφλικη και λύω ζώνη γιά καυγά, συμπεριφορά μου.

Πλησίασα τόν Φέθρυ, τόσο πολύ ώστε άκουγα κάθε λεπτομέρεια φυσκαλιδίων τής μπίγκ μπάμπολ μαστίχας του. Τόν κύτταξα προσηλωτικώς στό σημείο ανάμεσα στά φρύδια (άν είχαμε) καί στό τρίτο μάτι (άν είχαμε επίσης).

Περίμενα σάν μπουρίνι, θορύβους τζαμιών καί πατζούρια νά κεκεδίζουν αιωρούμενα, σάν ήλιος τό ζεστό νερό στόν ηλιακό καί σάν οδοντογλυφίδα, κυριακάτικο γεύμα μέ κοντοσούβλια καί κοκορέτσια.

Φεύ!

Ο Φέθρυ άφησε στήν άκρη θεμελιώδους περιεχομένου ερωτήσεις καί δυό λέξεις του, ασφαιροποίησαν τήν «όπλα χιαστί!» επικειμένη συμπεριφορά μου.

«Καλό ταξίδι!»

Κι οι απαντήσεις μου (οι παρ’ολίγον απαντήσεις) ‘βγάλαν πούπουλα, φτερά μακρυά, απαξίωσαν διαστάσεις δικών μας φτεροπουπούλων καί πέταξαν ψηλά.

Στόν σκοτεινό ουρανό τής άνω Λιμνουπόλεως, πέριξ τού όπου νάναι γεμάτου φεγγαριού, άρχισαν νά βολτάρουν, νά ξεμουδιάζουν δηλαδής κάποια νυχτιάτικα πτηνά - απαντήσεις...

«Όχι μωρέ, απλώς στάθηκα εδώ γιά νά καπνίσω, τό σπίτι μου είναι χώρος μή καπνιστών».

«Δέν έχω διαβατήριο, εκ τών πραγμάτων δέν δύναμαι επισκεφθώ τήν κάτω Λιμνούπολη, ήλθα γιά νά μού φύγη τό απωθημένο».

«Είμαι επίσημος προμηθευτής τού φίλτρου τών κλιματσιστικών στό πούλμαν καί θέλω νά δώ πώς παίζει κι άν ιδρώνουν οι επιβάται».

«Θέλω νά πουλήσω κάποια χαρτομάντηλα στά παιδιά μέσα, μήν μέ βλέπεις έτσι, είμαι Σέρβος αδελφός τους».

«Σεξουαλικά στερημένος ών, θέλω νά χουφτώσω εκείνες τίς όρνιθες τής γαλαρίας ακουσίως βεβαίως κατά τήν είσοδον».

«Μέ ενδιαφέρει η ταινία πού προβάλλει τό βίδεό σας, ένας Μιχάλης Μόσιος σέ κάνει πάντα νά μήν λογαριάζης τήν νυκτερινή απουσία».

«Μάλωσα μέ τήν Νταίζη καί η ζώνη αγνότητός της έχει σκουριασμένες εσοχές».

«Θέλω νά ομιλώ είς τόν οδηγόν, ειδικώς εάν αυτός είναι ξαδελφάκι μου, καί ξαναμανειδικώς εάν είναι ο Φέθρυ».

Καί σέ όλα αυτά, τό επιδόρπιον θά ήτο: «Είσαι μαλάκας Φέθρυ; Ε, γιά νά είμαι έδώ, μέ τό εισιτήριο καί τσαντούλα, πάω κάτω! Τί άλλο να’ούμ’;»

Τό ότι όμως τότε, εκείνη τήν στιγμή, τό σήμερις έγινε χθές καί η κουβέντα του ήτο ένα μελιστάλαχτον «καλό ταξίδι!» πού σάν βούτα, έφερε κάτω τίς παγωνάτες πτηναπαντήσεις, ακύρωσε τά πάντα.

Μιά ματιά μου πάνω δεξιά, ήταν ο Οράτιος, επί τού παραθύρου, νά ανοίγη-ξετυλίγη κάτι από αλουμινόχαρτό καί νά μασά. Κάτι.

Όχι πάντως κύβους ζάχαρης.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats