Πέμπτη, Οκτωβρίου 13, 2005

Πολλά ένσημα λέμε!


Δέν γνωρίζω εάν η αύρα τού ορθοπεδικού Παπαδ******* στό ΙΚΑ Νικαίας είναι ισχυρά καί ο Χορταρέας, η Παπαπέτρος θά πρέπει νά τόν θωρούν ύποπτα, μέ φόβο καί χροιά διαδοχοσυνομοσιολογιών.

Πάντως όπως καί νά έχη τό πράγμα, μπορεί καί μεταδίδει κάτι.

Ήτο Αύγουστος (ημέρα δέν θυμάμαι) όταν κάθησα απέναντι του, αρχίσας εξιστορών τόν πόνο μου. (Κυριολεκτικώς)

Μοι έδωσε/πρότεινε/συνέστησε μιάν θεραπεία. Κάποια χάπια, οθόνη υπολογιστού ομοϋψής τής (άνω) κεφαλής, μπάνια στήν θάλαττα καί τό κυριώτερον: ανάσκελο νάνι μέ ένα μικρό μαξιλάρι στόν αυχένα καί ουχί στήν κεφαλή. (Κατέληξε σέ φυσικοθεραπείες από μελαμψούλα κόρη, όμως τούτο ειπώθηκε σάν ρέψιμο μετά από πασχαλινή μάσα)

Πάνε μερικές ημέρες (ή μήπως νύκτες;) πού παρασπονδίζομαι. Ο καιρός έχει αλλάξει εξάλλου. Μιά κουβέρτα μέ ρόμβους ζαχαρί ηυλογήθη υπό τής θεάς Αρτέμιδος νά καταλήξη είς τό vangelakas residence, νά αφήνεται στά μπράτσα του καί νά σχηματίζη έναν μέγιστον μορφασμόν απορίας όταν τόν βλέπη μιά φορά στούς 15 μήνες, μη-μόνον νά ξαπλάρη.

Τήν πέφτω λοιπόν ημιγκρεγκλουγκανικώς σ’αυτήν τήν τέλεια τήν κουβέρτα χωρίς κάτι περισσότερο. Συνήθως μπρούμυτα. Κι έτσι, ξεραίνομαι. Μπρούμυτα μέ τήν κουβέρτα από κάτω καί τό μαξιλάρι αγκαλιά...

Σέ αυτήν τήν στάση, αφήνοντας εαυτόν νά χαλαρώνη, δέν δυσκολεύωμαι νά σηκώνω τήν παλάμη κι από αυτήν τό μεσαίον δάκτυλον της νά απευθύνεται στόν Μορφέα όστις σάν άλλη Πρωτοψάλτη, μού έρχεται παίζοντας τό ντέφι σάν μαϊμουδιάρης τής οδού Ερμού.

Δέν έχω όμως επιλογές. Σύντομα ένας ήχος από τόν στόμα μου θυμίζει καρβουνιάρη διερχόμενον τό Σιδηρόκαστρον νομού Σερρών μέ μπόλικους αλβανούς μέσα.

Κι εκεί αρχίζει ο βάσανος.

Ο μέγας.

Είχα ξεπεράσει τά τρία πρώτα στάδια τού ύπνου, παρέκαμψα τό τέταρτο καί μπούκαρα στό πέμπτο. Η αναπνοή έγινε πιό γρήγορη, τά μάτια μου (αχ! Αυτές οι ματάρες!) μέ κινήσεις πρός ανατολάς καί δυσμάς, στό χάσιμο. Οι μύες τών άνω-κάτω μελών, παρέλυσαν κι ο ρυθμός τής καρδίας (τής μαγαλοψύχου καί άκρως χριστιανικής) ηυξύθη. Υπό κανονικάς συνθήκας θά παρουσίαζα στύσι αλλά είναι ένα άθλημα (κάλλιον, προπόνησις αθλήματος) όπερ έχω ξεχάσει από τότε πού η πενικιλλίνη ώς καινοτόμο φάρμακον προμοσιοναρίζετο στού Μπακάκου τής πλ. Όθωνος μελλούσης, τότενες, Ομονοίας.

Εν τώ πέμπτω σταδίω τού ύπνου τό λεπόν, χαμένος σέ διαστάσεις σειρηνιάζουσες, κάτι σάν όνειρο θά έλεγον εάν δέν ήμην ντροπαλούλης, τόσον μακράν τής κουβέρτας (κι άς ήμην άπό πάνω πάντα, ε; Καί μπρούμυτα!) είδα έναν κύριο μέ μαύρο φράκο νά εμφανίζεται από τό στενό τής γειτονιάς, νά τραβά ένα χωρίς άκρη λουρί, σάν καζανάκι. Αντίς ύδατος όμως, τό τράβα τράβα του μού έστειλε έναν οξύ πόνο στήν σπονδυλική στήλη κάτι σάν βάσανο ενός μεγάλου πρός μικρό. Έκανα τήν κίνηση πού κάνει ένα καναρίνι όταν βρέχεται κι ο πόνος έφυγε. Αστραπιαίως, αυτομάτως, ευρέθην σέ μιά κολώνα πάνω, αυτοσχέδια φωλέα περιστεριών μαζύ μέ δύο ακόμη πιτσούνια. Τά οποία ξενοφοβικά όντα, τσιμπώντας με, μέ ώθησαν στήν άκρη. Το κέντρον βάρους άλλαξε καί ένοιωσα νά σκίζω τόν αέρα τραγικώς επιταχυνομένης τής βαρύτητος, πλακάκι στό πεζοδρόμιο νά μού κλείνη μάτι καί νά ανοίγη αγκάλη. «Άσε τά γλοιώδη» πετάχτηκε ο HAL 9000 θυμώνοντας στό μέ γόπες πλακάκι, αλλάζοντας τό φόντο. Άκουσα τήν αναπνοή μου εντός τής μάσκας (όπως τότε στά καθάρια ύδατα τής Σαλαμίνος ότε ψάρευα τσιπούρες) και προσεπάθουν νά γράψω πάνω στόν μυστηριώδη μονόλιθο τό «Βέρα Στό Δεξί, πρώτο στίς προτιμήσεις τού κοινού!» . Κύτταξα δεξιά, κύτταξα κι απ’τήν αντίθετη, κάτι μαϊμούδες πετούσαν μπανανόφλουδες στήν μάπα μου, μία έξ αυτών ολίγον πρό τών οφθαλμών μου έγινε φλύδα μανταρίνι καί ένα σιντί γυάλισε στό σεληνόφως. Η Αλεξίου ανέλαβε δράσι, «έβγαζα απ’τίς τσέπες μου, φλούδες μανταρίνι έριχνα στά μούτρα σ’ νά πονάς» ο Παπαδόπουλος μπεγλέριζε ένα κίτρινο κομπολόι κι άρχισε νά λέη μεγαλοστόμως γιά τούς λαϊκούς αγώνες τών αστών καί τίς αντιδραστικές συμπεριφορές τών προλεταρίων.

«Αυτό πάει πολύ! Είπαμε εφιάλτης, αλλά τό γαμ....σαμε καί ψόφησε!» Καταλυτική η παρέμβασις ενός μέλους τής εφορευτικής επιτροπής τού REM, (Rapid Eye Movement δηλαδής) μέ σκούντηξε στό πλευρό κάπως άτσαλα καί ξύπνησα... Ταραγμένος, ανήσυχος, ιδρωμένος...

Έστειλα τό χέρι πάνω στήν σιφινιέρα νά βρώ ένα χαρτί, κάτι νά μού κάνω αέρα. Έπιασα κάτι σκληρό, τό έφερα μπροστά μου σινάμενο κινάμενο, ήτο το βιβλιάριον τού ΙΚΑ.

Μιά προοικονομία, εικόνα από τό αύριο: Σταυροπόδι ο γιατρός νά με κυττά μέ ύφος σαρδόνιον, ένα κοχίμπα στό χέρι καί συνοδεία καπνού νά μού λέη: «Νέμεσις αγαπητέ! Νέμεσις! Ή θά κοιμάσαι όπως σέ κατηύθυνα ή δέν μαζεύω τούς μαστιγωτές καθ’εκάστην! Τόν νού σουυυυυυυ!»

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats