Τρίτη, Ιανουαρίου 18, 2022

αὐτὰ εἶναι τραγούδια, κύριοι, αὐτὰ εἶναι τραγούδια.

 

Ἀργῶ πάντα νὰ ἀντιληφθῶ ὅτι εἴμαστε σὲ... ὅτι ἔχομε πλέον διαφορετικὸ ἀριθμὸ χρονολογίας! Μοῦ συμβαίνει κάθε τέλη Ἰανουαρίου, νὰ τὸ καλοκαταλάβω! Εἰδὼν τώρα τὸ 2022 στὸ μερολόγι, ἀντελήφθην ὅτι κλείνουν ἐφέτος πενῆντα χρόνια ἀπὸ τὴν κυκλοφορία τοῦ Σολιάρις! Ἀνελογίσθην δὲ πῶς παρῆλθον τὰ χρόνια! Βρισκόμουν τότες, τὸ 1972 –λίγο πιὸ πρίν, προφανῶς– στὴν Στοκχόλμη ὅπου συμμετέσχον στὸν ἀντιδικτατορικὸ ἀγῶνα! Συμμετέσχον, ἔγραψα; Μᾶλλον ὀρθοτέρα λέξις τὸ «ἡγούμην».

Τὰ θυμᾶμαι ὅλα λίαν καλῶς καὶ μὲ διαύγεια ζηλευτή. Ἕνα σαββατιάτικο βράδυ ὅπου ὁ ἄνεμος λυσσομανοῦσε ἔξω γιὰ νὰ ἀναδείξῃ μιὰ παρομοίωση τῆς προκοπῆς κι ἐγὼ μέσα, σὲ ἕνα ταβερνεῖο στὴν γκάμλα στάν, προσπαθώντας νὰ ἀποφύγω τὸν Μίκη. Ὁ ὁποῖος Μίκης, παρακειμένως καθήμενος (ἀμφότεροι δὲ ὑπὸ φωτογραφιῶν τοῦ Βασιλέως Γουσταύου Ἀδόλφου καὶ τῆς Βασιλίσσης Μαργαρίτας) μοῦ εἶχε γίνει κορσὲς στενὸς καθώς, σχεδὸν μὲ ἀπειλοῦσε ὅτι ἂν δὲν τοῦ ἔλεγα τὴν γνώμη μου γιὰ κἄποιες συγχορδίες τῶν (δεκαοκτὼ) λιανοτράγουδων (τῆς πικρῆς πατρίδος), θὰ ἔκαιγε τὶς παρτιτοῦρες του! Μοῦ σκουντοῦσε τὸ γόνυ (μου) μὲ τὸ γόνυ (του) καὶ παρακλητικὲς προστακτικὲς γύρευαν μιά μου λέξη – μπορεῖ καὶ περισσότερες.

Αἱ λέξεις ὅμως χρειάζονται γλῶσσα, χείλη, δόντια καὶ αὐτά μου, ἔπρατταν ἔρως μὲ ἕνα μούρλια σουφλὲ ταλιατέλι ποὺ ἔτρωγα ἐκείνηνα τὴν στιγμὴ –τὸ πόνημα τοῦ Θεοδωράκη, μποροῦσε νὰ περιμένη καίτοι ὁ ἴδιος καιγόταν νὰ μάθῃ τὴν γνώμη μου– μὴ λέμε τὰ ἴδια! Ἡ κρέμα γάλακτος εἶχε ἀρχίσει νὰ κρυώνῃ κι ἐγὼ νὰ σκέπτωμαι ὅτι θὰ ἤπρεπε ἐν τέλει, νὰ ῥίξω μιὰ ματιὰ εἰς τὸ ἔργο τοῦ ψηλοῦ (θὰ κυκλοφοροῦσε μερικοὺς μῆνες μετὰ) ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ ὅ,τι δηποτε ἄλλο, ἄκουσα καμπανάκια. Καμβάναι σώζουσαι. Ἡ κυρίως πόρτα τοῦ ταβερνείου, διέθετε κουδουνάκια καὶ «καλὰ ἐπιστρέφω ἀμέσως» εἰς τὴν μεῖον ἕνα. Κυττάξαμε πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ μπῆκε μέσα ὁ Ζὺλ ὁ Ντασσέν. Ὑπὸ κανονικὰς συνθῆκας, κρυβόμουν ὅποτε τὸν ἔβλεπα διότι ἦταν χωρὶς συναγωνισμό, ὑπέρτατος τρακαστράτος ὁλκῆς καὶ ἀποζητοῦσε παρασιτιστὶ τὴν γνώμη μου ἀκόμα καὶ σὲ ζητήματα ποὺ δὲν γνώριζα - ὅπως π.χ. πόσα φύλλα φρέσκου φασκόμηλου πρέπουν σὲ ζέον ὕδωρ σὲ ποσότητα ἑνὸς τρίτου τοῦ λίτρου καὶ ἐὰν χαλκογραφίαι μὲ τὸ σῆμα τοῦ ΠΑΚ εἰς τὴν κούπα, ἐπισπεύδουν τὸ κρύωμα τοῦ ἀφεψήματος. Αὐτὰ ἦσαν τὰ σοβαρά του. Τὰ εὐτελῆ, τὰ ἀσήμαντα ἦσαν καὶ αὐτὰ στὴν παλέτα τῶν ἐνδιαφερόντων του, π.χ. γιὰ κἄποιον λόγο ποὺ ἄργησα νὰ μάθω, γύρευε ἐπ’ἴσης τὴν γνώμη μου στὸ πότε θὰ χωριστῇ τὸ κράτος ἀπὸ τὴν ἐκκλησία· ποιό κράτος, ποιά ἐκκλησία, ποιό θρήσκευμα, μὰ δὲν εἶσαι ΧΟ, Τζούλι! τί σὲ ἔπιασε πάλι; ἔτσι τοῦ διέκοπτε κἄποιες γκαργκοϊλικὲς ἀκροβασίες, γελώντας ἡ Μελίνα. [Σημείωσις τοῦ Συντάχτου: πρόκειται γιὰ τὴν Μελίνα Μερκούρη, ἠθοποιΐνα, τραγουδίστρια μὰ καὶ πολιτικίνα, διάσημη γιὰ τὴν συνεισφορά της εἰς τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἐλγινείων (sic) εἰς τὴν Ἑλλάδα τῷ 1984].

Τὰ πολλὰ χρόνια ποὺ μὲ χωρίζουν ἀπὸ τότε, μὲ κάνουν νὰ ἀφηγοῦμαι χειμαρριστὶ καὶ χωρὶς κἄποια συνοχή. Ἔχουσιν παρέλθει πεντήκοντα ἔτη μὰ θυμοῦμαι λίαν καλῶς, πόσο κοπιῶδες μοῦ ἦταν νὰ πρέπει νὰ εἶμαι ἀποκούμπι σὲ (πνευματικοὺς) ἀνθρώπους καὶ (μείζονες) καλλιτέχνες πρώτης γραμμῆς τῆς ἔστω μικρᾶς χῶρας ἡμῶν, ἀλλὰ τί νὰ κάν’ς; Νὰ κάτς νὰ μαλώνς; Τὸ εἶχα πάρει ἀπόφαση: ἡ συναναστροφή μου μὲ προσωπικότητες ὑψηλοτάτου ἐπιπέδου, πολυσχιδῶν προσωπικοτήτων, ἦταν τὸ τίμημα τοῦ σεπτοῦ ἀγῶνος νὰ ῥίξω τὴν χούντα. Ἤμην ὁ ἐξομολόγος τους. Ὁ μέντορας. Ὁ συμβουλάτωρ. Ὁ γαμιᾶς – τὰ συμπαρομαρτοῦντα τῆς ἰδιότητος ταύτης, ἐλάμβαναν χῶρα μόνον στὶς διαθέτουσες στήθη cup F καὶ ἄνω. Ὁ ὑποστηρικτής. Δὲν θέλω νὰ ἀναφέρω περιστατικὰ μὲ τὸν Ἰάννη τὸ Ξενάκη, τὴν Βανέσσα Ρεντγκραίηβ, τὸν Ἀλέξη Ἀκριθάκη καὶ τὸν Κωνσταντῖνο Γκουσγκούνη, διότι θὰ μακρυγορίσω καὶ δὲν τὸ θέλω.

Τί ἔλεγα;

Ἄ, ναί.

Ἔσκασε μύτη ὁ Ντασσὲν καὶ ἀντὶ νὰ βγάλῃ, κούμπωσε τὸ πανωφόρι του. Κύτταξε γύρω ψάχνοντας τὸν πιανίστα, παρότι ἡ διεύθυνσις τοῦ καταστημάτου, τοῦ εἶχε πολλάκις γνωστοποιήσει πὼς δὲν ὑπῆρχε ποτές, τέτοιος, ἐκεῖ. Μὲ ὕφος συνωμοσιολόγου γιὰ τὸ ὅτι δὲν πατήσαμε στὸ φεγγάρι καὶ χωρὶς νὰ σταματήσῃ τὴν πορεία του πρὸς τὸ τραπέζι ἡμῶν, εἶπε στὸν γκαρσόνο τραπεζοκόμο Α΄ πὼς θὰ ἔπαιρνε ἕνα γκρόγκ. Ἐκεῖνος, διέθετε ἄξια ἀντιπρόταση: «θὰ βολευτῇτε μὲ μιὰ ξανθιὰ μπύρα· γκρὸγκ καὶ παπαριὲς μόνον σὲ νουβέλες τοῦ Σιμενόν, γαμῆστε μας τώρα κύριε Ντασσέν, μὲ τὶς ἐπιτηδεύσεις καὶ τὶς παπαροφροσύνες!» ὅπου οἱ παροτρύνσεις γιὰ συνουσίες μὲ βοηθήματα ντεμεκιᾶς διετυπώθησαν ἀπὸ τὸν τρίτο τοῦ τραπεζιοῦ μας, τὸν Ἀνδρέα Παπανδρέου, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε ἦταν ἥσυχος σὰν τρανουμένη νυκτὶ τρίχα μύστακος καὶ διάβαζε [μὲ ἀκατανόητο (τότε) ἐνδιαφέρον] τὸ πρόγραμμα τῆς (προφανῶς σουηδικῆς) τηλεοράσεως ἐκεινοῦ τοῦ βραδιοῦ.

Ὁ Ντασσὲν ἠγνόησεν τὸν Ἀνδρέα ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπιστρέψει στὸ τηλοψίας πρόγραμμα· εἶχε δὲ μπαστακώσει τὸν δείκτη του σὲ κἄποιο σημεῖο προβολῶν τῆς Sveriges Television καὶ μονολογοῦσε κἄτι ποὺ δὲν τὸ ἄκουγε κανείς. Ὁ Μίκης, ἐνεργὸς μόνον ὡς πρὸς τὴν κίνησιν τοῦ γονάτου, σὰν κἄτι νὰ περίμενε. Βαριόμουν πολύ. Ὁ γκαρσόνος, ἀφιχθεὶς μὲ τὴν μπύρα, δὲν διέκοψε κουβέντα – ἤμαστε τέσσερις τύποι, ὄχι μιὰ τετράς, ἀλλὰ τέσσερις μονάδες, οὐδεὶς ἀσχολεῖτο μὲ τὸν ἄλλονε καὶ διετηρεῖτο ἡ μουγγαμάρα ἡμῶν. Ἤπιε μιὰ βαρβάτη γουλιὰ ὁ Ντασσέν, ῥεύτηκε μὲ κλειστὸ στόμα, ἔτριψε τὰ χέρια του καὶ μὲ κύτταξε μὲ ἐνδιαφέρον λίαν εἰλικρινὲς καὶ ἀμέσως συνοφρυώθη. Μοῦ διέγνωσε κόπωση. «Σὲ βλέπω βασιλεμένο, εἶσαι κουρασμένος; Τί ἔκανες;» Στὸ ὄχι μου τίποτε, χάρηκε, ἔτσι εἶπε τοὐλάχιστον. Διότι… «Νὰ δῇς τί σοὔχω γιὰ μετά! Δῆλα δη, τί μετά, τώρα! Εἶναι ἔξω, ἔρχεται μᾶλλον, φθάνει ὅπου νἆναι, ὁ Ταρκόφσκι. Βέβαια! Ἀναζητεῖ κἄποια μέρη στὴν Λαπωνία, ἔρημα μέρη γιὰ κἄτι προσεχές του, καὶ θὰ πάῃ πρὸς τὰ ἐκεῖ αὔριο τὸ μεσημέρι. Τέλος πάντων, τὸν εἶδα τὸ ἀπόγευμα στὸ σωματεῖο καὶ ὅταν τοῦ ἀνέρερα ὅτι ἀπόψε θὰ σὲ συναντοῦσα, παραμέρισε ὅ,τι δηποτε ἔκανε, μοῦ ἄδραξε σπαρακτικῶς ἐκλιπάρεια τὰ χέρια καὶ παρεκάλεσε νὰ σὲ δῇ. Νὰ τοῦ πῶ νὰ ἔλθῃ;»

«Ῥητορικὸν τὸ ἐρώτημα, ἔτσι;» Καὶ ἄγνωστον, ποῖος τὸ διετύπωσε. Μπορεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ντασσὲν μπορεῖ καὶ ὁ ποτὲς ὑπάρξας ἐκεῖ, πιανίστας.

Καὶ σταμάτησε ξαφνικὰ ἡ ἐκπομπὴ μὸρς ἀπὸ τὸν Μίκη, ἐν ὧ καὶ ὁ Ἀνδρέας ἐνεκατέλειψε τὶς εἰδήσεις τῶν ἐννέα. Κύτταξαν τὸν Ντασσέν. «Εἶναι ἔξω ὁ Ταρκόφσκι; Ἔλα ῥέ! Ὄντως; Ἔ, πές του νὰ ἔλθῃ! Θὰ τὸν κεράσωμε καὶ γκρὸγκ». Ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ κύκλου μας πάντως δὲν μὲ ἄγγιζε – τοὐναντίον, μὲ βάραινε. Βέβαια, τώρα ποὺ τὸ σκέπτομαι. γιὰ νὰ σὲ βαρύνῃ κἄτι, δὲν πρέπει νὰ σὲ ἀγγίξῃ πρῶτα; Ναί, τέλος πάντων, αὐτό. Τέλος πάντων, πάλι. Ἦταν ἕνα ἁτλάντειο ἄχθος. Τὸ ὁποῖο δὲν ἀλάφραινε οὔτε καθὼς συνειδητοποιοῦσα ὅτι ὑπῆρχε ἕνα χρέος ἀδυσώπητο, ὅτι εἶχα οἷον, πρὸς τὸν πᾶσα ἕνα ἐπαΐοντα στὸ εἶδος του ὁ ὁποῖος παρὰ ταῦτα καὶ ἐκεῖνα, μὲ ἐχρειάζετο – καθοδήγηση, συμβουλάς, ὁδηγίας, ἐνίοτε (ὄχι σπανίως) μιὰν ἁπλῆ φυσικὴ ἐπαφή.. Προφανῶς τὸ πολιτι(στι)κὸ γίγνεσθαι τοῦ πλανήτου ἐξηρτᾶτο ἀπὸ ἐμένα ἀλλὰ ἐκείνηνα τὴν στιγμή, ἕνα κἄτι ἄλλο μὲ ταλαιπωροῦσε οὕτινος τὸ ποιόν, δὲν μποροῦσα νὰ ἐντοπίσω.

Καμπανάκια ἠκούσθησαν πάλι. Ἡ θύρα ἄνοιξε καὶ τὸ κάδρο γέμισε ὁ Ῥῶσσος! Ὁμολογουμένως, καθόλου δὲν γέμισε τὸ μάτι τῶν θαμώνων οἱ ὁποῖοι μετὰ ἀπὸ ἐλάχιστο, στράφησαν πάλι εἰς ὅ,τι ἔκαναν – ὁ δὲ ἀφεντικὸς τοῦ ταβερνείου, καθήμενος παρᾷ τῇ θύρᾳ, παρέα μὲ μιὰ κάτω κοπτήρεσι ὀδοντογλυφίδα, τοῦ ψέλλισε κἄτι ποὺ φυσικὰ δὲν ἄκουσα ἀλλὰ γιὰ τὸν μῖτο τῆς ἱστορίας, προφανῶς θὰ ἦταν «σύντομα τὸ μπίρι μπίρι καὶ ἂν δὲν θέλουν νὰ σὲ ἐλεημοσύνουν, μὴν πιέζεις τοὺς πελάτες, τἄκουσες;».

Παρὰ ταῦτα, παρὰ αὐτήνανε τὴν ἐγγενῆ σλάβικη μιζέρια ποὺ ξαπόστελνε σὲ ὅλους μας, φοροῦσε ἕνα τρίλλιμπυ, σὶκ ὅσο δὲν πάει/πήγαινε καὶ τὸ παλτό του θὰ τὸ ζήλευε μέχρι καὶ ἡ Αὐτοῦ Μεγαλειότης, ὁ Ζιμούνθιος ὁ Β΄, βασιλεὺς τῆς Ἀνταρκτικῆς, σὲ μιὰ παράλληλη χοάνη ξεπέτας ῥεπουμπλικάνων. Ὅταν μᾶς ἐπεσήμανε στὸν χῶρο, χαλάρωσε τὸ ὕφος καὶ μᾶς προσέγγισε. Χαιρέτησε συνθέτη, πολιτικό, σκηνοθέτη καὶ στραφεὶς σὲ μένα, ἀμέσως τὸ πρόσωπό του σαρώσθηκε σὲ ἕναν ἀνέκφραστο, ἀρυτίδωτο οἴνοπα πόντο. Ἄφωνος μὲ ἐκύτταζε δι’ ὀλίγα δεύτερα, μὴ σᾶς πῶ ὅτι ἀμηχανίστηκα ὀλίγον τι. Μετά, ἀνεζήτησε τὴν παλάμη μου καὶ στὴν χειραψία μας προέφερε κἄτι σκυθιστί. «Πώπω, ῥὲ πούστη, ἔχει ἀνοίξει τὸ κουτὶ μὲ τὶς μαλακεῖες τῶν χαχόλων τοῦ ὑπαρκτοῦ» σκέφτηκα καὶ ντράπηκα ἀμέσως γιὰ αὐτὴν τὴν ἀντιδραστική μου σκέψη – μὰ σίγουρα πολεμοῦσα τὴ χούντα; «Καθῆστε» τοῦ προέτεινα καὶ προσεπάθησα νὰ λάβω πάλι πίσω τὸ χέρι μου. Τοῦ κάκου, δὲν τὸ ἄφηνε ὁ ἀπίθανος! Μὰ τὸ ἔσφιξε περισσότερο καὶ προσέθεσε: «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Μέγας Μαλλῆς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν ταβερνείῳ». Ὁ Ντασὲν ἐγέλασεν ἡδυπαθῶς μὲ τὴν ἄνεση κἄποιου ποὺ ἀντελήφθη ἕνα ἰδιαίτερο καὶ «κλειστὸ» ἀστεῖο. Ὁ Μίκης ἔσφιξε τὰ χείλη στὸ ποῦρο του καὶ ἔστειλε μιὰν σχεδὸν ἀγκάλη στὸν ὦμο τοῦ Ταρκόφσκι καὶ ὁ Ἀνδρέας ὑπελόγιζε σὲ πόσην ὥρα θὰ ἔβγαιναν οἱ εἰδήσεις στὸν ἀέρα. Ἐγώ; Ἐγὼ μόρφασα σὲ ἕνα χαμόγελο μάλαξη ὅλωνε τῶν μυῶν τοῦ προσώπου μου καὶ χάρηκα λίγο, μὴν τὸ παίζω συνέχεια ξυνισμένος καὶ ξιπασμένος χοντρομαλάκας. Ἡ σύνθεσις τοῦ τραπεζιοῦ ἦτο ἀξιόλογος, ἦτο σπανία καὶ κἄτι μᾶλλον ἔδειχνε νὰ καταλαβαίνῃ κι ὁ ἀφεντικὸς τοῦ μαγαζιοῦ· εἶχε γὰρ πετάξει καὶ τὴν ὀδοντοφλυφίδα, τί σέβας τέλος πάντων ὅπερ δεικνύουσιν οἱ σκανδιναβοὶ ῥὲ παιδί μου!

Ἐλάχιστα μετά, τὸ fir τῆς τραπέζης ἡμῶν εἶχε γεμίσει μὲ καπνούς, ἡ τράπεζα καθ’ἑαυτὴν μὲ φιάλες καὶ ποτήρια, τέλος πάντων συνήθεις εἰκόνες, ἐν ὧ ἡ διεύθυνσις τοῦ φαγαδίκου, ἔστειλε ἕναν δόκιμο τραπεζοκόμο, νὰ ἀγοράσῃ σουβλάκια ἀπὸ μιὰ γκρὶκ ταβέρνα γιὰ πάρτη μας! Βέβαια! Ὁ Ταρκόφσκι, ὡς σοβιετικός, ἀπελάμβανε κυρίως καὶ μόνον τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, τὸ συναίσθημα ποὺ μᾶς διεῖπε ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Ἀνδρέα ποὺ εἶχε πέσει ὡς ἐκ Μπιάφρας μειράκιον εἰς τὰ σουβλάκια μὲ μπεφτέκι. Ὁ Μίκης ἦταν πιὸ συγκρατημένος, ὁμοίως κι ὁ Ντασσὲν, ἔτρωγαν ὅμως, τοῦ ἔδωναν καὶ καταλάβαινε! Φαντάζομαι ὅτι, ὁ σλάβος σκηνοθέτης, ἤθελε νὰ παραμείνῃ σχετικῶς νηφάλιος γιὰ νὰ μοῦ συζητήσῃ τὰ περὶ τῆς ταινίας ποὺ εἶχε στὰ σκαριά. Τὸν ἔβλεπα νὰ ὁρρωδῇ μιὰ στάλα, νὰ προσπαθῇ νὰ βρῇ θάρρος γιὰ νὰ μοῦ ἀνοίξῃ μιὰν κουβέντα. Ἀπὸ τὴν δύσκολη θέση αὐτή, τὸν ἔβγαλε ὁ συνάδελφός του, ῥωτώντας τον τί ἐτοιμάζει.

Τοῦ ἐλύθη ἡ γλῶττα τότε, δὲν εἶχε ἐξ ἄλλου, ἀφοσιωθῇ σὲ τίποτε μαϊντανοκρέμμυδα (σημαντικὸν στοιχεῖον μερακλισμοῦ, ἡ ὕπαρξις μαϊντανοῦ στὸ παρὰ τῷ σουβλακίῳ κρεμμύδι) καὶ ξυγκοειδῆ μοσχαροκεμπάπια. Ἔμαθα λοιπὸν ὅτι δούλευε, ἐπεξεργάζετο μιὰν νουβέλλα τοῦ Στανισλάβου Λέμ, ἥτις πραγματεύετο τὴν ἐπίδραση ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχῃ σὲ τίνι τρόπῳ εὐεπίφορους ἀνθρώπους μιὰ ἐξωγήινη μορφὴ ζωῆς. Νὰ πῶ ὅτι μοῦ φάνηκε ἐνδιαφέρον; Ψέμμα θἆναι. Ὅταν ἔχῃς ἐντυφήσει στὰ πεπραγμένα τοῦ πρωτοπόρου τοῦ εἴδους, Ἒντ Γούντ, τότε τὰ περισσότερα σοῦ φαίνονται τετριμμένα. Δὲν ἀπεκάλυψα κἄτι ὅμως, δὲν ἤθελα ἐπ’οὐδενὶ νὰ διαταράξω τὸ προσμονῆς ὕφους πρόσωπό του τὸ ὁποῖο περίμενε ἔστω ἕνα ἐπιφώνημα ἐπιδοκιμασίας ἐκ μέρους μου. «Ποῖα ἡ γνώμη σας; Πῶς τὸ βλέπετε;» ἤθελε τὴν γνώμη μου ἀλλὰ πῶς καὶ πόσο αὐτὴ θὰ διετυπώνετο; Μόνον μὲ ἐπιφωνήματα, πολὺ πολὺ δύσκολο. Ἀντὶ ἐπιφωνήματος ὅμως, δὲν ξέρω γιατί, μοῦ βγῆκε μιὰ ἰδέα ὡς πρὸς τὴν διαχείρισιν τοῦ ἐξωγήινου παράγοντος: «Πῶς σκοπεύετε, ὦ Ἀντρέϊ Ἀρσένιεβιτς, νὰ προβάλλετε αὐτὴν τὴν ἐξωγήινη συνιστώσα»; Τοῦ εἶδα αὐτοστιγμὶ νὰ κοκκινίζῃ τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὴν ἔξαψη ποὺ ἔθιξα κἄτι φονταμεντάλιο περὶ τῆς δουλειᾶς του, ποὺ ἀπέσχε ἀπὸ τυπικὲς κουβέντες μὴ σηκώνουσαι περισσότερας ἀναλύσεις. Σήκωσε τὰ χέρια του, τηρώντας τοὺς ἀγκῶνες στὸ τραπέζι καὶ ἄνοιξε τὰ δάκτυλά του, σημάδι ἐνάρξεως ἀναλύσεως τῆς θέσεώς του, ἀλλὰ δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσω, μὲ αἰφνιδίασες! Δὲν τὸν ἄφησα νὰ ἀρχίσῃ. «Θὰ εἶναι τὸ μέρος σατανικὸ ἢ ἔστω τὸ μέρος αὐτὸ θὰ καλλιεργῇ τὶς ἐνοχὲς ποὺ θὰ διαθέτῃ ὁ πᾶσα ἕνας εὔθραυστος παίκτης σας; Κἄπως ἔτσι τὸ ἔχω καταλάβει, ὄχι;». «Σωστὰ», μοῦ εἶπε. Συνέχισα: «Ἐγὼ πάλι λέω, ὅτι θὰ πρέπει ἔστω extra ordinem, νὰ τὰ κάνετε περισσότερο ἀνθρωποκεντρικά, μᾶλλον νὰ προσδώσετε ἀνθρώπινες ἰδιότητες σὲ μὴ ἀνθρώπους. Τὸ παρὰ τῷ πλανήτῃ ἐξερευνητικὸ σκάφος…» Ἐκεῖ σκάλωσα λίγο, μὴν ἐνθυμούμενος λεπτομερείας τοῦ ἔργου τοῦ Λέμ! Ἐξηκολούθησα ὡστόσο: «…ὁ ὁποῖος πλανήτης νὰ εἶναι πρόσωπο καὶ ὄχι φορεὺς προσώπων. Ἀλλὰ καὶ ἔτσι πάλι, τὰ δεδομένα ποὺ συνέχουν τὴν πλοκὴ νὰ μὴν εἶναι ξεκάθαρα. Ξέρετε τί ἐννοῶ μὲ τὸ μὴ ξεκάθαρα; Χμ...» ἔκοψα λίγο μπιφτέκι μὲ τὴν πλαγία ῥάχη τοῦ πηρουνιοῦ. Τὸ βούτηξα στὸ τζατζίκι. Καὶ τὸ ἔστειλα γιὰ πάλη στὸ στόμα μὲ ἔντονη διάθεση νὰ συνεχίσω νὰ μιλῶ μὲ γεμάτο στόμα. «Εἶστε ἔνθεος, κύριε Ταρκόφσκι;» Δὲν περίμενα ἀπάντηση καὶ συνέχισα: «Ὑπάρχουν κάμποσες αἱρέσεις ποὺ ἀρνοῦνται ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ, εἶναι πρόσωπο. Τὸ θεωροῦν εἴτε περιστέρι, εἴτε πνεῦμα τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὡς τὴν βούλησή του. Αἱρέσεις ἀκραιφνῶς μονοθεϊστικὲς (ὁ Υἱὸς πὼς εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἁπλῶς τὸ θέλω του, οἱ κινήσεις του) αἱρέσεις ποὺ πιστεύουν στὸ δισυπόστατο, Πατὴρ καὶ Υἱὸς Θεός, ἕνας ἀλλὰ τὸ ἅγιον πνεῦμα νὰ εἶναι τὸ πνεῦμα μόνον τοῦ μπαμπᾶ). Μεταξύ μας, δὲν μοῦ φαίνεται τόσο παράλογη ἐκδοχή. Προσέξατε! Ἐκδοχή, ὄχι ἑρμηνεία». «Καθόλου παράαααλογη», πετάχτηκε ὁ Ἀνδρέας χαμογελώντας σὰν ἀδιάβαστος μαθητὴς ποὺ ἀκούει τὸ κουδούνι τοῦ διαλείμματος. Κύτταξε τὸ ῥολόϊ του, «πρέπει νὰ φύγω», εἶπε καὶ σηκώθηκε. Τὸν ἀκολούθησε ὁ Μίκης. «Στάσου Ἀνδρέα, θέλω νὰ σοῦ πῶ!». Σὰν κἄτι νὰ ὠργάνωναν. Ὁ Ντασσὲν τσιμπολογοῦσε ὄχι τίποτε σπουδαῖο παρὰ παρέα γιὰ τὴν μπύρα του δῆλα δη καὶ κάπνιζε ἀσταμάτητα κρατώντας τὸ τσιγάρο μὲ δείκτη καὶ ἀντίχειρα μὴ ἀφήνοντάς το ποτὲ στὸ τασάκι. Φαινόταν νὰ τὸν ἐνδιαφέρουν τὰ λεγόμενά μας ἢ δὲν εἶχε κἄτι ἄλλο νὰ κάνῃ. Δὲν χαιρέτησε τὸν ἀποχωροῦντα Ἀνδρέα, ὅπως κἀγὼ - ἄλλως τε, ἤμην ἕνεκα τὰ ταρκοφσκικά, σὲ οἶστρο. «Καθόλου παράλογο», ἐξηκολούθησα. «Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸ λέει καθαρά. Εἶναι πρόσωπο καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Ἰησοῦς στὸ κατὰ Ἰωάννη, στὸ δεκαέξι ἀναφέρει: “ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς”. Παράκλητος εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, Τάρκο μου καὶ ὁ Υἱὸς τὸ λέει καθαρά: πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς. Εἶναι δυνατόν, πνεῦμα νὰ παίρνῃ ἀντωνυμία “αὐτὸς”; Ὄχι! Παρὰ ταῦτα, κἄποιοι τὸ ἑρμηνεύουν ἀλλιῶς. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ὅπως νἆναι ἑρμηνεία, διαθέτει μιὰ κἄποια λογική. Αὐτὴ ἡ λογική, χωρὶς καθόλου θυμικὸ ἔχει δημιουργήσει ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, αἱρέσεις, παντοῖες ἑρμηνεῖες καὶ τὰ τοιαῦτα. Ξέρεις τί λέω; Κἄπως ἔτσι διφορούμενο, παῖξ’το κι ἐσύ. Κάνε, ἂς ποῦμε, τὸν πλανήτη, ζῶντα. Ἄνθρωπα ἂς ποῦμε. Πρόσωπο. Ὄχι χωράφι, μεταξὺ ἄλλων, ἔνθα φυτεύουμε πατάτες. Ἀλλὰ δραστήριο τύπο ποὺ θὰ σοῦ στείλῃ σκέψεις ἄραχλες νὰ σὲ τσακίσουν ἂν ξερωγὼ ἀφήνῃς ἀλάδωτη τὴν γυναῖκα σου. Οἱ θεαταὶ ὅμως θὰ τὸ δίχως ἄλλο δυσκολεύωνται νὰ προσδώσουν χαρακτηριστικὰ ἀνθρώπου σὲ πλανήτη καὶ νὰ δὲν θὰ ὁριστικοποιοῦν τὶς ἀναθέσεις μέσα τους. Σὲ ἕνα πρῶτο ἐπίπεδο, ἐπιτυγχάνεις ὅ,τι ἀποζητᾶτε ὅλοι ὑμεῖς οἱ ἐξεζητημένοι σκηνοθέται, ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἀφορμὴ γιὰ ἄλλη συζήτηση καὶ τὰ κρέατα, ὅσα ἀπέμεινα, ἔχουν κρυώσει».

Ὁ Ταρκόφσκι, σταμάτησε νὰ δουλεύῃ τὴν γλῶσσα του στὰ δόντια γιὰ ἔκθετα τεύχη κρεάτων. Κύτταξε τὴν ἄδειες θέσεις τῶν Μίκη Ἀνδρέα καὶ μὲ κύτταξε πλαγίως, ἀπὸ χαμηλὰ μάλιστα – κατάλαβα ἀμέσως τὴν σημειολογία τῆς στιγμῆς. Ἔπιασε τὸ μισοάδεια ποτήρι του κάνοντάς το μισογεμάτο καὶ μοῦ τὸ προέτεινε. «Μέγας εἷ! Αὐτὸ τὸ προλιφικῶς ναΐφ σας, πρέπει νὰ… Πόσο ὑπέροχο! Θὰ τὸ δουλέψω! Θὰ τὸ ἀναπτύξω! Μεγαλοφυές! Ἔχετε μάστερ θεολογίας, ἀλήθεια;» Ἀπάντησα θετικῶς καίτοι μόνον παπαδάκι εἶχα ὑπάρξει στὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου στὴν Νεάπολιν τῆς Νέας Κοκκινιᾶς. «Θὰ τὸ δουλέψω» μοῦ εἶπε πάλι «καὶ γιὰ νὰ μὴν νομίζετε, θὰ προσθέσω στοὺς τίτλοι ἕνα τεράστιο εὐχαριστῶ πρὸς τὸν Μεγάλο τὸν Μαλλῆ». «Πρὸς Θεοῦ ὄχι», στρίγγλισα! «Δὲν ἔχω καμιὰ διάθεση νὰ γίνωμαι καὶ ἀναλυτὴς δόγματος σὲ μπερδεμένους θεολόγους καὶ θεολογίζοντες. Ἐξ ἄλλου ῥίχνω τὴν χούντα αὐτὸν τὸν καιρό. Μὴν τὸ πολυζορίζομε».

Καὶ στράφηκα τότε στὸν Ντασσέν, γιὰ νὰ ξεφύγω τοὺ ταρκοφσκείου κλοιοῦ: «Ξέρεις κἄτι, δάσκαλε; Δὲν ἔχομε πατήσει στὸ φεγγάρι! Ὄντως! Τὸ ἀμφισβητεῖς; Δὲν ἔχομε πατήσει, σοῦ λέω! Μόνον κἄποιοι ἀμερικανοὶ τὸ ἔκαναν, ἐμεῖς ὄχι. Τσὶν τσὶν ῥὲ μοῦτρα! Μόνο κἄτι τελευταῖο κι ἂς μὴν ἔχῃ ἐπιστρέψει ὁ Μίκης: Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι;»

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats