πάει καλοκαίρι
Νόμιζα, ὅτι σήμερα ποὺ τελείωσε τὸ καλοκαίρι, θὰ τοὔμουν πιὸ ἀνεχτικός, ἀλλὰ καλοκαίρι, μπάνια, νησιά...
Γιατί μισῶ τὰ καλοκαίρι καὶ τὰ νησιά...; Εἴτε τὰ τρέντυ, διότι ἁπλῶς εἶναι τρέντυ (ἤτοι μὲ ποζεροῦδες γκόμενες ποὺ νομίζουν ὅτι ὅλοι οἱ γύρω εἶναι λιγούρια καὶ ὁ μόνος λόγος προσέγγισης εἶναι μιὰ ἁλκοολοῦχα βιαστικὴ συνουσία ἀλλὰ ποιός καίγεται γιὰ τριχωτὲς ἑλληνίδες, μοῦ λές;) καὶ κακολαϊκοὺς χοντρομαλάκες μὲ καλοφτιαγμένη φράτζα, σφίχτες) εἴτε τὰ μὴ τρέντυ διότι προσπαθοῦν νὰ προσδώσουν κάποια γραφικότητα (κουφονησιακὴν τοιαύτην ἂν μὲ ἐννοῇς) στὴν ἄγονη καὶ πετρώδη φύση τους ἡ ὁποία θὰ παρέμενε τοῦ πεταματοῦ καὶ χῶρος ἐξορίας ἂν ἡ αἰσθητικὴ τοῦ κόσμου παρέμενε κατὰ φύσει.
Ἀπὸ κάποια αἰγαιάτικα κωλόνησα, εἰσπράττω:
ἐγκατάλειψη (οἱ κυριακάτικες ἐφημερίδες φθάνουν βράδυ κυριακῆς, γάλα φρέσκο μὰ τί λὲς τώρα!, μαρούλι μέχρι νὰ φθάσει ἀπὸ τὴν λαχαναγορὰ τοῦ ῥέντη εἶναι γιὰ πέταμα, κάποιοι κάδοι στοὺς σχεδὸν χωματόδρομους μεταξὺ τῶν χωριῶν τῶν νήσων, ἔχουν ἀφίσσες γιὰ ἐπίδειξη μόδας στὴν ὁποίαν θὰ συμμετέχει ὁ Μπίλλυ Μπό)
φρίκη καθὼς θεωρῶ τὴν ἀποθέωση τῆς αἱμομειξίας (καὶ ὡς ἐκ τούτου, τὶς τερατογεννήσεις)
συναίσθημα παρεισάκτου ἀπὸ μιὰ περιρρέουσα στρεϊτοφοβικὴ ὁμοφυλοφιλία (κυρίως ἡ γυναικεία τοιαύτη - ἀπὸ τοὺς παραθερίζοντες ἐννοῶ)
τάσιν πρὸς ἔμετον ἀπὸ τὴν ὀξεία ντεμεκιὰ (καθ’ὅσον οἱ νησιῶται, μὲ νοοτροπία 780 ἐτῶν πρὸ Μωϋσέως, προσπαθοῦν μετὰ δυσκολίας, νὰ ἐφαρμόσουν ὅ,τι νόμιζαν παρωχημένο μέχρι πρότινος καὶ τὸ χλεύαζαν, ὥστε νὰ τὸ πουλήσουν ὡς τὸ ἀπαύγμασμα μιᾶς κάποιας (ἴσως καὶ αἱρετικῆς) ἑλκυστικῆς καλαισθησίας.
Αἴσθημα καταδιώξεως ἀπὸ τὴν παντοῦ μαστουράδα. Διότι δὲν εἶναι μόνο χαϊλίδικο νὰ πίνεις ῥακόμελο σὲ μαντρούλα ποὺ ὁριοθετεῖ τὸ τοπικὸ ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο (μὲ δυὸ κακότεχνες πανάρχαιες πέτρες κατουρημένες ἀπὸ τραγιὰ) ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς (ἑκάστοτε) χώρας ἀκούγοντας Κανᾶ, κάτω ἀπὸ μποκαμβίλια, νομίζοντας ὅτι εἶσαι σὲ κάποιο μπάρ, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸ μόνο δεδόμενο ποὺ σὲ κάνει νὰ τὸ νομίζεις τοῦτο εἶναι ὅτι τὸ πληρώνεις. Πρέπει νὰ ξεπατώσεις γεμιστὰ τσιγάρα καὶ νὰ κάνεις τὸν κρετίνο κι ὅ,τι ἄλλο τέλος πάντων δημιουργεῖ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὸ πιώμα.
Αἰτίες ἐκσπάσεως κρίσεως μισανθρωπίας λόγῳ ἀκροάσεως ἐντέχνου (ἀκοῦς παπακωνσταντίνου; Τὸν μισῶ. Ὅπως κι ὅλους τοὺς ἔντεχνους καλλιτέχνες καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς ξιπασμένους προτιμῶντες τὸ «ἔντεχνο» λὲς καὶ τὸ ὄχι δικό τους, τῶν λοιπῶν, εἶναι ἄτεχνο). Μισανθρωπῶ, μισογυνῶ, ἀνακαλώντας εἰκόνες ἀπὸ ὅμοια κωλόνησα (ὀλίγον ἐναλλακτικάδα, ὀλίγον πρέζα, ὀλίγον κατασκήνωσις, ὀλίγον βεγκανιά, ὀλίγον ἄγονη) ὅπου στὶς πλατεῖες τῆς χώρας, νύκτα, μὲ σανδαλοειδῆ ἀμφίεση, ἥτις οὐδόλως ταιριάζει μὲ προσεκτικῶς ξυρισθὲν αἰδοῖον, σιγοψιθυρίζουσαι τοὺς θλιβεροὺς καὶ πεισιθανάτιους στίχους, κόρες νηστικὲς ἀπὸ πονηρὸ φαλλό, φαντασιώνονται διαφορετικὸν τοῦ συνήθους, ἀναζητοῦσαι ἀπεγνωσμένως ἕνα κενὸ στὸ ῥάθυμο θερινὸ πρόγραμμα ὥστε νὰ δραπετεύσουν οἰμωγικῶς μὲ κάποιον τυχαῖον ἐπιβήτορα. Στὴν ἰδιότητα αὐτή, τῆς πανηδονιστικῆς νυμφομανοῦς, ἔρχεται καὶ κολλάει τὸ ἐναλλακτικό, τοῦ/τῆς ῥακομελίστας (κατὰ τὸ ἀτενίστας κλπ). Τὰ χαρακτηριστικὰ μιὰς ῥακομελίστας, γιὰ νὰ μεγαλώσουν καὶ γίνουν θαλερά, χρειάζονται τὸ κλίμα ἐνὸς κωλονήσου, εἶναι ἰδανικὸν τὸ κλίμα αὐτῆς, γιὰ πεταμένες ξυνισμένες κακομαθημένες ἀναρχοάπλυτες πρεζοῦδες ἀθεοταλιμπάν.
Γιατί μισῶ τὰ καλοκαίρι καὶ τὰ νησιά...; Εἴτε τὰ τρέντυ, διότι ἁπλῶς εἶναι τρέντυ (ἤτοι μὲ ποζεροῦδες γκόμενες ποὺ νομίζουν ὅτι ὅλοι οἱ γύρω εἶναι λιγούρια καὶ ὁ μόνος λόγος προσέγγισης εἶναι μιὰ ἁλκοολοῦχα βιαστικὴ συνουσία ἀλλὰ ποιός καίγεται γιὰ τριχωτὲς ἑλληνίδες, μοῦ λές;) καὶ κακολαϊκοὺς χοντρομαλάκες μὲ καλοφτιαγμένη φράτζα, σφίχτες) εἴτε τὰ μὴ τρέντυ διότι προσπαθοῦν νὰ προσδώσουν κάποια γραφικότητα (κουφονησιακὴν τοιαύτην ἂν μὲ ἐννοῇς) στὴν ἄγονη καὶ πετρώδη φύση τους ἡ ὁποία θὰ παρέμενε τοῦ πεταματοῦ καὶ χῶρος ἐξορίας ἂν ἡ αἰσθητικὴ τοῦ κόσμου παρέμενε κατὰ φύσει.
Ἀπὸ κάποια αἰγαιάτικα κωλόνησα, εἰσπράττω:
ἐγκατάλειψη (οἱ κυριακάτικες ἐφημερίδες φθάνουν βράδυ κυριακῆς, γάλα φρέσκο μὰ τί λὲς τώρα!, μαρούλι μέχρι νὰ φθάσει ἀπὸ τὴν λαχαναγορὰ τοῦ ῥέντη εἶναι γιὰ πέταμα, κάποιοι κάδοι στοὺς σχεδὸν χωματόδρομους μεταξὺ τῶν χωριῶν τῶν νήσων, ἔχουν ἀφίσσες γιὰ ἐπίδειξη μόδας στὴν ὁποίαν θὰ συμμετέχει ὁ Μπίλλυ Μπό)
φρίκη καθὼς θεωρῶ τὴν ἀποθέωση τῆς αἱμομειξίας (καὶ ὡς ἐκ τούτου, τὶς τερατογεννήσεις)
συναίσθημα παρεισάκτου ἀπὸ μιὰ περιρρέουσα στρεϊτοφοβικὴ ὁμοφυλοφιλία (κυρίως ἡ γυναικεία τοιαύτη - ἀπὸ τοὺς παραθερίζοντες ἐννοῶ)
τάσιν πρὸς ἔμετον ἀπὸ τὴν ὀξεία ντεμεκιὰ (καθ’ὅσον οἱ νησιῶται, μὲ νοοτροπία 780 ἐτῶν πρὸ Μωϋσέως, προσπαθοῦν μετὰ δυσκολίας, νὰ ἐφαρμόσουν ὅ,τι νόμιζαν παρωχημένο μέχρι πρότινος καὶ τὸ χλεύαζαν, ὥστε νὰ τὸ πουλήσουν ὡς τὸ ἀπαύγμασμα μιᾶς κάποιας (ἴσως καὶ αἱρετικῆς) ἑλκυστικῆς καλαισθησίας.
Αἴσθημα καταδιώξεως ἀπὸ τὴν παντοῦ μαστουράδα. Διότι δὲν εἶναι μόνο χαϊλίδικο νὰ πίνεις ῥακόμελο σὲ μαντρούλα ποὺ ὁριοθετεῖ τὸ τοπικὸ ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο (μὲ δυὸ κακότεχνες πανάρχαιες πέτρες κατουρημένες ἀπὸ τραγιὰ) ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς (ἑκάστοτε) χώρας ἀκούγοντας Κανᾶ, κάτω ἀπὸ μποκαμβίλια, νομίζοντας ὅτι εἶσαι σὲ κάποιο μπάρ, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸ μόνο δεδόμενο ποὺ σὲ κάνει νὰ τὸ νομίζεις τοῦτο εἶναι ὅτι τὸ πληρώνεις. Πρέπει νὰ ξεπατώσεις γεμιστὰ τσιγάρα καὶ νὰ κάνεις τὸν κρετίνο κι ὅ,τι ἄλλο τέλος πάντων δημιουργεῖ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὸ πιώμα.
Αἰτίες ἐκσπάσεως κρίσεως μισανθρωπίας λόγῳ ἀκροάσεως ἐντέχνου (ἀκοῦς παπακωνσταντίνου; Τὸν μισῶ. Ὅπως κι ὅλους τοὺς ἔντεχνους καλλιτέχνες καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς ξιπασμένους προτιμῶντες τὸ «ἔντεχνο» λὲς καὶ τὸ ὄχι δικό τους, τῶν λοιπῶν, εἶναι ἄτεχνο). Μισανθρωπῶ, μισογυνῶ, ἀνακαλώντας εἰκόνες ἀπὸ ὅμοια κωλόνησα (ὀλίγον ἐναλλακτικάδα, ὀλίγον πρέζα, ὀλίγον κατασκήνωσις, ὀλίγον βεγκανιά, ὀλίγον ἄγονη) ὅπου στὶς πλατεῖες τῆς χώρας, νύκτα, μὲ σανδαλοειδῆ ἀμφίεση, ἥτις οὐδόλως ταιριάζει μὲ προσεκτικῶς ξυρισθὲν αἰδοῖον, σιγοψιθυρίζουσαι τοὺς θλιβεροὺς καὶ πεισιθανάτιους στίχους, κόρες νηστικὲς ἀπὸ πονηρὸ φαλλό, φαντασιώνονται διαφορετικὸν τοῦ συνήθους, ἀναζητοῦσαι ἀπεγνωσμένως ἕνα κενὸ στὸ ῥάθυμο θερινὸ πρόγραμμα ὥστε νὰ δραπετεύσουν οἰμωγικῶς μὲ κάποιον τυχαῖον ἐπιβήτορα. Στὴν ἰδιότητα αὐτή, τῆς πανηδονιστικῆς νυμφομανοῦς, ἔρχεται καὶ κολλάει τὸ ἐναλλακτικό, τοῦ/τῆς ῥακομελίστας (κατὰ τὸ ἀτενίστας κλπ). Τὰ χαρακτηριστικὰ μιὰς ῥακομελίστας, γιὰ νὰ μεγαλώσουν καὶ γίνουν θαλερά, χρειάζονται τὸ κλίμα ἐνὸς κωλονήσου, εἶναι ἰδανικὸν τὸ κλίμα αὐτῆς, γιὰ πεταμένες ξυνισμένες κακομαθημένες ἀναρχοάπλυτες πρεζοῦδες ἀθεοταλιμπάν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα