μὰντ ἀμπάουτ γιοῦ
Πάντα
ὅταν ἔβλεπα ταινίες, ἑλληνικὲς κυρίως κι ὄχι τοῦ πεταματοῦ παραγωγές, μοῦ ἔκανε
ἐντύπωση καὶ μὲ ξένιζε ἡ φάση νὰ μπουκάρῃ ὁ γόης στὸ μπὰρ ἢ ἡ φὰμ φατὰλ καὶ μὲ
τὸ τσιγάρο ἀνάναφτο στὸ στόμα νὰ παραγγέλνῃ:
Ἕνα
οὐΐσκι!
Μὰ τί ἕνα
οὐΐσκι ῥὲ μάστορα, ἀναρωτιόμανε πάντοτε κι ἀπὸ ἡλικίες μάλιστα πολὺ μονοψήφιες,
σὲ φάση ἐρεύνης τοῦ ἑλληνικοῦ ἰνστιτούτου μέθης Ὀρέστης Μακρῆς περὶ τὸ ὅτι πολὺ
ἐνωρὶς πίπτουσιν στὰ ξύδια τὰ ἑλληνόπουλα!
Πάντα
λοιπὸν ἀνερωτιόμην ὅταν ἔβλεπα διάφορα φίλμς· ποιός ἐπὶ τέλους μπαίνει σὲ ἕνα
μπὰρ καὶ δὲν λέει μίαν ἄμστελ, μίαν μπάντβαϊζερ, μίαν ἔρντινγκερ, μίαν
πάουλανερ ἀλλά...:
Μίαν
μπύρα!
Καὶ
ἔριχνα ψόγους στοὺς σκηνοθέτας· πόσο ἀνύπαρκτη ἡ ἐπαφή των μὲ τὸ περιβάλλον,
ποῦ ζοῦν τέλος πάντων, δὲν θἆναι καθόλου ἀπίθανο στὰ ἔργα των ἀντὶ κιλῶν νὰ
ἀναφέρουν δράμια κι ὀκάδες, ἐνῷ θὰ θέτουν πτυελοδοχεῖα σὲ χώρους δημοσίων
ὑπηρεσιῶν καὶ τὰ τσιγάρα θὰ μετριοῦνται σὲ εἰκοσιένα στὰ πακέτα – ἀκόμα κι
ἔτσι, θὰ καίγωνται.
Ὅλο αὐτὸ
τὸ στόρυ στὸ ἀπομυθοποιεῖ, στὸ ἰσιώνει, στὸ δικαιολογεῖ μία ἐπίσκεψις στὴν
Μαδρίτη.
Σὲ κάτι
ταχυφαγοταβερνεῖα [ὅπου ὁ ἔντονος λευκὸς φωτισμὸς σὲ κάνει νὰ νομίζῃς ὅτι εἶσαι
στὸν εὐαγγελισμὸ ἢ στὸ σωτηρία, οἱ δυνατὲς κι ἀδιάκοπες φωνὲς πέριξ σὲ ταράζουν
μὴ ἀφήνοντας νὰ διασκεδάσῃς τὸ σφίξιμο ποὺ ἐπέρχεται καθημερινῶς στὴν δουλειὰ
κλπ κλπ κλπ καὶ ἡ διαρρύθμιση θυμίζει λαρτζοσυνη ἐποχῶν ἰσχνῶν ἀγελάδων ὅπως
σιὲλ φθηνὰ πλακάκια στοὺς τοίχους λὲς καὶ δὲν εἶναι ταβερνεῖον ἀλλὰ καμπινὲς
(=WC)] μπαίνεις μέσα, ἀνθίζεις τὸ μπουένος ντίας (μὲ
τὸ ντοῦ τοῦ ντίας ὄχι ἀκριβῶς ντοῦ ἀλλὰ νὰ κλείνῃ λίγο τὸ μάτι σὲ ἕνα τραχὺ
δοῦ) λὲς κάτι γιὰ μπὺρ καὶ χωρὶς περαιτέρω τζιριτζάτζουλες, ὁ (στὸ κατῶφλι τοῦ
μεσηλικισμοῦ) κάπελας [μυστακοφόρος βεβαίως (ἀλλὰ μὄχι αὐτὸν τὸν ντεμὲκ
χιπστερικὸν μύστακα, ἀλλὰ πυκνὸν ζόρικον τεστοστερονάτον τοιοῦτον) ἡμικαράφλας
(μὲ τὴν σκέψη νὰ φαίνῃται νὰ ἀφήσῃ μαλλούρα, χαίτη δηλαδή, μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ
νὰ πιάνῃ τὴν ἄκρη της καὶ νὰ τὴν φέρνῃ χλααααὰπ στὴν ἄλλη ἄκρη καλύπτων
τοιουτοτρόπως τὸ ξυπόλητο κεφάλι) σοῦ φέρνει μπροστὰ ἕνα ποτῆρι μπύρα μὲ τὴν
ὀρθὴν ἀναλογίαν ὑγροῦ κι ἀφροῦ μὰ καὶ τὴν δέουσα χυθεῖσα ποσότητα μπυρὸς στὸν
πάγκο.
Πολὺ
γραφικὴ φάση κάτι τέτοια ταβερνεῖα. Ἂν μάλιστα, καπνοὶ ἀπὸ τσιγάρα κατέκλυζαν
τὴν αἴθουσα, ἡ εἰκόνα θὰ εἶχε κάτι ἀπὸ φελλινικὰ ἢ ῥενουαρικὰ σύμπαντα.
Εὐγενεῖς
οἱ ἰσπανοί. Εὐγενεῖς μὲ τὸ παλαιὸ στὺλ ποὺ δὲν συναντᾶται πλέον εἰς τᾶς Ἀθήνας.
Ἡ τύπισσα τὴν ὁποίαν στὸ ταξείδι συνώδευα, τὸ ἔπαιζε, ξέρετε τώρα, δὲν θέλω νὰ
τσιμπήσω διότι θὰ φᾶμε σὲ λίγο κλπ κλπ – ἂς μὴν ἔτι σεξιστικοσχολιάσω διότι θὰ
πέσουτε νὰ μὲ φᾶτε ὡσὰν λαδερὸν τάπας. Μὰ’γώ, τσέτλεμαν περιοπῆς ὅλο καὶ κάτι
μαδοῦσα ἀπὸ τὸ μπακαλιαράκι μου καὶ τὴν τάϊζα λίαν τρυφερείως καὶ διαρρήδην
λιγωτικῶς. Ὁ πτερωτὸς χοντρουλῆς θεὸς εἶχε ἀποθέσει τὸ βέλος του σὲ μίαν κολῶνα
καὶ μᾶς κυττοῦσε μὲ χαμόγελον ἱκανοποιήσεως νὰ σφραγίζῃ τὰ τροφαντὰ χείλη του.
Ὁ δὲ μάστωρ στὸν πάγκο μᾶς μπανιστήρισε καὶ τσούπ, ἰδοὺ ἄλλο ἕνα πηρουνάκι.
Ὁμοίως, στὸ ἴδιο φαγάδικο· ἤμανε ἐφαπτόμενος στὸν πάγκο ἀφοῦ ἔτρωγα κι ἔπινα, ἡ
προειρηθεῖσα δεσποινὶς ἦτο λίγο πιὸ πίσω, τὴν παίρνει γραμμὴ ἕνας παραδίπλα μου
τύπος καὶ μᾶς (τῆς) εἶπε: ὦ ἐλᾶτε, καθήσατε προσεγγίσατε τὸν πάγκο, ἀράξατε
μᾶλλον στὸν πάγκο, μὴ σᾶς γυρνοῦμε καὶ τὴν πλάτην ἠμῶν καὶ τῆς παρεχώρησε τὴν
θέση. Ἐγὼ βεβαίως, ὑπερήφανος νεοέλλην, ὀλίγον κουτσαβάκης, ὀλίγον κονιόρδος,
ὀλίγον κάγκουρας κι ὀλίγον ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία, ἤμανε ἕτοιμος νὰ ἀφήσω μὲ θόρυβο
τὴν μπύρα στὸν πάγκο κι ἀφοῦ θὰ σκούπιζα λίγα πετάματα ζύθου (ἕνεκα ἡ ἀδράνεια
καὶ τὸ ἀπότομον τῆς κινήσεως) στὰ πέτα τοῦ σακακιοῦ μου, θὰ υἱοθετοῦσα ζαμπέτειον
ὑφάκι στὴν φωνὴ καὶ μαγκάκο δὲν γλιέπεις; ἡ μαμαζὲλ συνοδεύεται, πῶς τὴν εἶδες
δηλαδής, ὁ υἱὸς τοῦ πάρτα ὅλα εἶσαι; Ἀλλὰ ἦταν τόσο τραγανὰ ῥαφινὲ τὸ
μπακαλιαράκι μὲ χωρὶς τὴν παραμικρὰν ὑποψίαν λαδίλας, τόσο ταμὰμ ἡ δέουσα
θερμοκρασία τῆς μπυρὸς ποὺ δὲν εἶχα χρόνο γιὰ νὰ χύσω τὴν προσοχή μου κάπου
ἀλλαχοῦ, σιγὰ τώρα, μενεσγκὸ βρίσκεις κι ἀλλοῦ, μὰ μπύρα σὲ σωστὴ θερμοκρασία
καὶ σένιο μπακαλιαράκι, ὄχι!
Τὰ
ἐγγλέζικα δὲν τὰ μιλοῦν οὔτε γιὰ πλάκα, οὔτε κἂν καὶ γιὰ νὰ γαρδελίσουν ἐνώπιον
κάποιας καλλιπύγου μανταμίτσας. Κι ἐν τάξει, δὲν βρίσκεσαι σὲ κάποιο πωποχώρι
κάπου στὰ πυρηναῖα ὅπου σοῦ ἔσκασε ὁ λάστιχος, στὸ πλάϊ τῆς ἐπαρχιακιᾶς ὁδοῦ τὸ
τουτοὺ καὶ νὰ διέρχῃται κάποιος ἀγρότης μὲ τὸ τρακτὲρ καὶ ἄϊντε νὰ συνεννοηθῇς.
Μιλᾶμε γιὰ πωλητές, ἑστιάτορες, σχετιζομένους μὲ τὰ τουριστικὰ στὸ καρακέντρο,
πάνω στὴν πλάθα μαγιόρ! Θεωρῶ ὅτι ὁ γλωσσικὸς σωβινισμός των εἶναι τὸ κάτι
ἄλλο, πολὺ τρανέστερος τοῦ γαλλικοῦ ὁ ὁποῖος κάτ’ ἐμὲ δὲν ὑπάρχει, αὐτὸ τὸ πῆγα
στὸ Παρίσι, μίλησα ἐγγλέζικα καὶ δὲν μοῦ ἀπάντησαν εἶναι μῦθος – κὰτ ἐμὲ πάντα.
Τὰ σπανιόλικα εἶναι ἡ δεύτερη πιὸ διαδεδομένη παγκοσμίως γλῶττα καὶ ἴσως γὶ
αὐτὸ νὰ τοὺς ἐγγλεζομιλᾷς κι αὐτοὶ περὶ καστιγιάνικων νὰ τυρβάζουν. Τὸ
ἐνδιαφέρον πάντως στὴν φάση αὐτὴ εἶναι ὅτι τοὺς τονίζεις, τοὺς λὲς πὼς δὲν
ὁμιλεῖς τὴν ἱσπανικὴν (στὰ ἱσπανικὰ) ἀλλὰ αὐτοὶ νάααα, σμπούτζατων, συνεχίζουν
σπανιόλικα – χόλα! Εἶναι ὅμως εὐγενεῖς, διαθέτουν αὐτὸ ποὺ τονίζομε ἐπηρμένα
ὅτι μόνον οἱ ἕλληνες ἔχομε (φιλότιμο) καὶ δὲν παίζει νὰ μὴν σὲ βοηθήσουν ἀκόμα,
εἴτε διὰ τῆς νοηματικῆς, διὰ τῆς ἱσπανικῆς καὶ εἴτε ποιός ἄλλος τρόπος ἐπικοινωνίας
ὑπάρχει; Ἔ, αὐτός!
Οἱ δρόμοι
στὰ κεντρικά τους μέρη θυμίζουν διαδήλωση. Ἡ Ἑρμοῦ σάββατο πρωῒ
εἶναι γατάκι ἄρτι γεννηθὲν ποὺ οὔτε χασμουρητὸ δὲν θὰ ἔλεγες τὸ κατὰ κάποιο
τρόπο νιαούρισμά του – συγκριτικῶς μὲ π.χ. τὸ σύμπλεγμα μεταξὺ μοντέρα, γρὰν
βία, πρεσιάδος καὶ σόλ. Ὁ κόσμος λίγο ἀβ]αν γκάρντ, λίγο περίεργου, γυρνοβολᾷ
εἴτε στὸ χάσιμο εἴτε ψάχνων καμίαν ἔξαλλον ἀφτεριὰ στὶς μείζονες πλατεῖες ὅπως
ἡ σὸλ καὶ ἡ μαγιὀρ. Εἶναι πιὸ ἀνοικτοὶ στὸ θέμα τῆς φιλομοφυλίας· ὁμόφυλα ζεύγη
κυκλοφοροῦσιν πιὸ λευτέρως ἀπὸ ὅ,τι στὰ ἴδια. Ἀπὸ μάσες διεπίστωσα ὅτι καὶ στὰ
ἐξόχως τουριστικὰ μέρη δὲν θὰ ἀπογοητευθῇς. Ἡ παέγια μὲ δύο κουτάλια σερβιριζομένη
ἀπὸ τὸν τραπεζοκόμο μεταλλάσσεται σὲ κάτι πιὸ χορταστικὸ ἐνῷ μὰστ γιὰ τὴν Μαδρίτη
εἶναι ἡ ἐπίσκεψις στὴν ἀγορὰ σὰν μιγκέλ. Εἶναι μία ἂς ποῦμε βαρβάκειος ἀγορὰ
πιὸ μαζεμένη τετραγώνως, ἡ ὁποία πλέον μετεξελίχθῃ ἀπὸ χονδρικῆς πουλήσεως σὲ
λιανικὴ καὶ πιὸ συγκεκριμένως μὴν τὸ τυλίξουτε θὰ τὸ φᾶμε ἐδῶ. Πρόκειται γιὰ
πάγκους ποὺ πουλᾶνε θαλασσινὰ (εἶδα γυαλιστερές, ἀχινούς, χαβιάρια) πουλᾶνε καὶ
κρεατικὰ (χοιρινὸ βεβαίως βεβαίως) γιὰ ἄμεσον κατανάλωσιν. Ἔχει καὶ κρασάδικα,
μπυραρίες, πώπω, πολὺ σοῦπερ φάσις. Οἱ ἰσπανοὶ κάνουν κέφι τὸ ὄρθιον. Τρώγουν
καὶ πίνουν ὀρθίως στὰ φαγάδικα. Ἀκόμα κι ἐκεῖ ποὺ δὲν εἶναι διαρρυθμισμένα
ὀρθαδίκως, σὲ ἑστιατόρια, τὰ καθίσματα δὲν εἶναι τόσο βολικὰ γιὰ νὰ ἀράξῃς
τρεῖς καὶ τέσσερις ὧρες ὅπως κάνουμε ἐδῶ στὰ νεοταβερνεῖα κυρίως δὲ στὰ (ὁμολογουμένως
παθέτικ), οὐζομεζεδοπωλειοτσιπουράδικα.
Πέρα
λοιπὸν ἀπὸ τὴν φροντίδα τῆς γάστρας, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ μοντέρα (ὁδὸς συνδέουσα τὴν
πλατεῖα σὸλ μὲ τὴν γκρὰν βία καὶ μάλιστα στὸ μέρος ὅπου ἔχει ἔξοδο/στάση τὸ μετρὸ)
μπορεῖ κάποιος νὰ βρῇ ἱέρειες τῆς ἀφροδίτης ὥστε νὰ ἀκούσῃ τὸ μπιραλὰχ στὰ
σπανιόλικα· ἦταν πράγματι ἐντυπωσιακὸν νὰ βλέπῃς κυρίες νὰ (προσπαθοῦν νὰ)
ἰσορροποῦν σὲ τεράστιες πλατφόρμες καὶ μυτερότατα τακούνια διαλαλῶσαι (στὸ
ἀθόρυβο ὡστόσο) τὴν σάρκινη πραγμάτειάν των, ὥρα δωδέκατη μεσημβρινὴ μὲ
μειράκια μετὰ τῶν γονέων των νὰ βολτάρουν δίπλα τρώγοντα παγωτὸ χωνάκι. Δηλαδὴ
φτοὺ ῥὲ γαμῶτο, ἤθελα νὰ κάνω τὰ τσιμπουκομεζέδικα ψώνια μου, ἀλλὰ ντρεπόμουν
νὰ μὲ δῇ τόσος κόσμος νὰ προσεγγίζω τὴν ἔγχρωμον τοῦ ἔρωτος, ἐπιτηδευματίαν!
Μετὰ λοιπὸν
ἀπὸ τὴν φροντίδα καὶ τοῦ δευτέρου σημείου τοῦ σώματός μας (τὸ ὑπογάστριον μετὰ
ἀπὸ τὸ στομάχι) σειρὰ ἔχει τὸ τρίτο, ὁ νοῦς - τὸ μυαλὸ - τὸ πνεῦμα. Τὰ μουσεῖα των
ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν πιὸ ἄσχετο (φαντασθῇτε ἕναν εἰκοσάρη ἀπὸ τὴν Νεάπολη
Θεσσαλονικης, μὲ μπόλικα νταλγκαδιάρικα τατού, μέλος τοῦ φὰν κλὰμπ Παντελίδου
καὶ Παόλας, διάθετων χιουντάϊ μὲ λασπωτῆρες, ζαντολάστιχα 50 ἑκατοστῶν,
ἐξάτμισιν ζέμπριν καὶ πετσετάκι κάτι σὰρκ στὸ ταμπλὼ – συμπαθᾶτε οὐδεὶς ψόγος
γιὰ αὐτοὺς τοὺς συνέλληνες, ἄλλωστε ὑπῆρξα κι ἐγὼ τέτοιος) ἀποτελοῦν σημεῖον
ἕλξης καὶ ἐνδιαφέροντος. Τρία τὰ μείζονα· τὸ πράδο, τὸ θυσὲν καὶ τὸ τῆς Βασιλίσσης
Σοφίας ὅπερ καίτοι βασίλοφρον διαθέτει μονδέρνα τέχνη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ πάντα μᾶς
κάνει νὰ συνοφρυονώμεθα γιὰ τὸ τί ἐστὶ τέχνη ὅπως μάλιστα δοκιμίασε ὁ Χένρυ
Τζαίημς. Πρὶν πᾶτε στὸ πρῶτο, ἀγοράσατε κοινὸ γιὰ τὰ τρία· κάτι θὰ γλυτώσῃτε
εὐρικῶς.
Ἕνα μέγα
πάρκο δεσπόζει ἐπίσης στὸ κέντρο τους, εἶναι τὸ ῥετίρο ὅπερ διαθέτει λιμνοῦλα
στὴν ὁποίαν διατίθενται βαρκοῦλες γιὰ ρομαντικὲς κωπηλασίες ὅπου τρακαίρνεις
συχνάκις μὲ ἄλλες βάρκες καὶ κάνεις κύκλους πέριξ του ἑαυτοῦ σου (ὅπου ἑαυτὸς =
βάρκα) Παρακάτω, ἕνας κῆπος (ροζαλέντα) γιομάτος τριανταφυλλιές· ἂν πᾶτε ἄνοιξη
θὰ πάθετε κόκο μπλόκο μὲ τὶς μυρωδιές, μὴν εἶστε πάντως ἀλλεργικοὶ μὲ τὰ
ἀνοιξιάτικα σκηνικὰ τῆς γύρης.
Τέλος, τὸ
Μπερναμπέου, τὸ σπίτι τῆς βασιλίσσης Ῥεὰλ (πλεονασμός, ναὶ) ἐπίσης ἀξίζει ἐπισκέψεως.
Κάθε τί ἐκεῖ, εἶναι ὑποβλητικόν, θὰ ψαρώσῃ ἀκόμα καὶ τὶς γυναῖκες, ἀπὸ αὐτὲς
ποὺ δὲν ξέρουν πρᾶμμα περὶ ὄφφσαϊντ – ἂν ἀνήκουτε στὴν κατηγορίαν ταύτην, ἴσως
καὶ σκαμπάσετε κατιτίς, τῆς ἐπισκέψεως περατωθείσης.
Κοντινὸς
προορισμὸς ἡ Μαδρίτη, δὲν ἀνήκει (νομίζω) στοὺς τὸπ 5 τῆς Εὐρώπης ἀλλὰ μόλις
τελειώσῃ ἡ ἐκδρομὴ ἀφήνει μία γλυκεῖα ἀνάμνηση στοὺς ἐπισκέπτες της διότι ἔχει
προσπαθήσει καὶ ἡ ἴδια ἡ πόλη νὰ ἐντυπωσιάσῃ τὸν ἐπισκέπτη. Δὲν μοιάζει διόλου
στὴν ντίβα Παρίσι, ἢ τὴν ἀλέγκρο Ῥώμη, ἢ τὸ τζεντλεμανικὸ Λονδῖνο, πόλεις οἱ
ὁποῖες κατὰ κάποιο τρόπο διαθέτουν ὕφος ξιπασμένης καλλονῆς
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα