Κυριακή, Φεβρουαρίου 01, 2015

χειμὼν καὶ τὸ ἄλλο




Δὲν θυμᾶμαι ἂν ἦταν στὴν δεκάτη ὀγδόη ὁλομέλεια ἢ κατὰ τὸ ἔνατο συνέδριο τοῦ ΚΚΕ ἂν καὶ ἀπέσχε τὸ μὲν ἀπὸ τὸ δέ, μπόλικα ἑκατοστὰ ὑφάσματος καὶ εὐάριθμα πταρνίσματα γρίπεως ἰσπανικιᾶς. Τέλος πάντων, καθόμουν στὸ πόστο μου, κατὰ τὰς ἐργασίας τοῦ (ποίου ἆρα γε;) συνεδρίου, σὲ ἕνα διάλειμμα μεταξὺ τῶν λόγων κάποιων θεόβαρα βαρέων ὁμιλητῶνε ἐνώπιον τῶν ὁποίων ὁ Σουσλὼφ θὰ ἐφαίνετο ἀνάγνωσμα ζουζουνοειδὲς γιὰ νὰ κοιμῶνται τὰ μπεμπὲ τὰ βράδια ζώντας καλλίτερα ἀπὸ τὶς σταχτοποῦτες. Μὲ τὸ κεφάλι καζάνι τὸ λεπόν, στὸ ἄσχετο κι ἀφηρημένο, χωρὶς νὰ προσέχω τὰ σούσουρα πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου καθὼς κοινωνικοποιοῦντο σύντροφοι καὶ σάμαλια ἐπωλοῦντο, μουτζούρωνα καὶ ζωγράφιζα διασκεδαστικῷ τῷ τρόπῳ, πρόστυχες καρικατοῦρες σὲ χαρτιὰ φιλοξενοῦντα τὸ πρόγραμμα τοῦ συνεδρίου.

Εἶχα φθάσει σὲ σημεία τοῦ σώματος (στὶς καρικατοῦρες πάντα) ἐντελῶς ἄρρητα, πράττουσαι (οἱ καρικατοῦρες πάντα) πράγματα ὅλως ἀναίσχυντα, ὅτε ἤκουσα χαμηλοφώνως παρ’ ἐμοῦ: «σχεδὸν βλαστήμια τέτοια σχέδια σὲ πρόγραμμα συνεδρίου τοῦ τιμημένου· μήπως εἶστε ὁππορτούνας, σύντροφε;» Κάλυψα ἀπότομα τὰ χαρτιά μου μὲ ἄλλα χαρτιὰ καὶ σήκωσα διστακτικῶς τε καὶ συνεσταλμένως τὸ βλέμμα πρὸς τὴν τὸν ἀφορισμὸν τοῦτον, διατυπώσασα. Σάλιωσα τὰ χείλη μου κι ἔκαμα τὴν αὐτοκριτικιά μου: «ὄντως, ἐντελῶς ἀντεπαναστατικὸ νὰ ἔστω σκιτσοειδῶς παλαίουν φαλλὸς καὶ αἰδοῖον σὲ κείμενα περὶ τῶν ἐπαναστατικῶν ποτένσιαλς τῆς ἐποχῆς μας!» Ἔψαχνα τρόπους νὰ ῥεφάρω· τράβηξα ἀπὸ τὸ μανίκι τὸν πλανόδιο πουλητὴ γλυκῶνε κι ἠγόρασα ἕνα σοροπιασμένο τὸ ὁποῖον προσέφερα στὴν ἐγκαλοῦσα τὴν ἐρυθρὰ συνέπειά μου. «Θὰ πάρῃς, συντρόφισσα, ἕνα σάμαλι;» Κι ἔτσι, κάθησε δίπλα μου καὶ ἀρχίσαμε τὰ τσιριμίρι καθ’ὅσον ἦταν πολὺ κορμὶ καὶ θὰ ἤθελον λίαν, νὰ πραγματώναμε ὁμοῦ ὅ,τι σχεδίαζα μέχρι πρὸ ἑβδομῆντα ἑπτῶν δευτερολέπτων. Μὰ πέρα ἀπὸ τὰ τερπνά, σημασίαν, αὕτη, ἔδιδε στὰ ὠφέλιμα. Καὶ μοῦ ἔδειξε μιὰν εἰσήγησή της τὴν ὁποίαν ψιλοσονούπω θὰ παρουσίαζε στοὺς συνέδρους. «Πῶς σὲ φαίνεται;» μὲ ῥώτηξε. Καλὴ φαινόταν καὶ ὄχι τόσο στρυφνὴ καὶ δύσκαμπτος ὅπως τὰ τέτοια κείμενα. Εἶχε ἀντικείμενο περὶ τῆς ὑποχρέωσης τῆς ἰντελιγκέντσιας ὅπως μεριμνήσῃ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς κουλτουραζισιὸν τοῦ λοῦμπεν προλεταριάτου ὥστε ἡ ἐν ὑπνώσει ἐπαναστατική διάθεσις του νὰ ἐκδηλωθῇ μὲ ἀποτέλεσμα βεβαίως βεβαίως, τὸν ἐρχομὸ τῆς ἐπανάστασης μὲ κεφαλαῖο τὸ ἒ ψιλόν. «Εἷς ἐκ Κρεμμυδαροῦς, σοβατζής, συνέχισε νὰ μὲ λέῃ, ποὺ μόνον ἀθλητικὲς ἐφημερίδες ἔχει διαβάσει στὴν ζωή του καὶ τὸ Ῥομάντζο, πῶς νὰ τοῦ ζητηθῇ νὰ ἐντρυφήσῃ σὲ πονήματα τοῦ Ἔνγκελς καὶ τῆς Ἔμμας Γκόλντμαν; Πρέπει κάπως, νὰ ἐκλαϊκευτοῦν κάποια βιβλία γιὰ νὰ μὴν τοῦ φανοῦν θεόβαρα ὡσὰν τὸ φρικασὲ βραδιάτικα, στὸν ἐργάτη». Καὶ εἶχε δίκιο ἡ μαμαζέλ, βέβαιαααα - ὅσο μποροῦσε δίκια νὰ τῆς πιστώσῃ ὁ νοῦς μου τότες, ὅστις νοῦς διόλου δὲν κινεῖτο στὴν σφαῖρα τῶν ἀρχειομαρξιστικῶν ἐπιταγῶν μὰ σὲ κάποια ἄλλα πολὺ περισσότερο χαμερπῆ καὶ πρόστυχα καὶ στὰ τέσσερα μωρή.

Μπορεῖ τώρα νὰ ἀκούγῃται κοινοτοπία πὼς δικαίωμα στὸ βιβλίο ἔχουσιν ὅλοι ἀλλὰ τότες, πρὸ τεσσαράκοντα ἐτῶν, ἦταν λίαν προχὼ κι ἀβὰν γκὰρντ νὰ τὸ ἀναφέρῃς σὲ συνέδριο τοῦ ΚΚΕ, μὲ πρόταση μάλιστα ὅπως υἱοθετηθῇ ὡς μέρος τῆς ἐκστρατείας του γιὰ προσέγγιση τῶν πλατειῶν μαζῶν. Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ τὸ εἶχε ἀναφέρει ἡ τότε συντρόφισσα καὶ ἀργότερα σύζυγός μου μὲ τὴν ὁποίαν μάλιστα διαθέτουμε σήμερις τρία (3) ἐγγονάκια – νὰ μᾶς ζήσωσιν.

Ὅλο αὐτὸ θυμήθηκα προχθὲς ὅταν ἤπεσε στὰ χέρια μου τὸ «ἕνα παραμυθάκι γιὰ χειμῶνα καὶ καλοκαίρι» τοῦ Ἀλέξη Κυριτσόπουλου. Δικαίωμα στὸ βιβλίο ἔχομε ὅλοι· ἀκόμα καὶ οἱ μικρόνοες ἐλλειμματικῆς προσοχῆς οἵτινες γιὰ λόγους τεχνικοὺς δὲν γίνεται νὰ ἀφιερωθοῦμε σὲ ἕνα δαιδαλῶδες πόνημα λὲτς σέϋ ταξείδι στὸ ἄκρον τῆς νυκτὸς ἢ ξερωγὼ ἡ τύφλωση· συνεπῶς, ἀναλωνόμαστε στὰ κόμικς ἢ τὰ κομικοειδῆ.

Τὸ βιβλίο ὅμως αὐτὸ εἶναι μιᾶς πρώτης τάξεως εὐκαιρία γιὰ νὰ κάνουμε μιὰν κάποια ποιοτικιὰν ἀνέλιξιν εἰς τὰ ἀναγνώσματά μας. Φυσικά, δὲν ἀπευθύνεται μόνον σὲ ἔχοντες δυσκολίαν ἐγκεφαλικῶν ντριπλῶν ἀλλὰ στὸν οἱονδήποτε. Μὲ περισσότερο ὡστόσο ἐνδιαφέρον, θὰ τὸ δοῦν ἐρωτευμένοι καὶ ἄλλοι πάσχοντες ἀπὸ ἀσθένειες τῆς καρδίας. Στὶς εἰκοσιτρεῖς σελίδες του, ὁ Κυριτσόπουλος κάνει λόγο γιὰ τὸν ἔρωτα ἑνὸς πτηνοῦ πρὸς ἕναν ἰχθῦ. Τοὺς χωρίζει ὅμως ἀὴρ καὶ ὕδωρ καὶ ὅλο τοῦτο καθιστᾷ οὐ ῥαδία τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔρωτος των. Σημαντικοὶ ἄλλοι παράγοντες δυσκολεύουν κι ἄλλο τὴν κατάσταση καὶ αἱ παλινωδίαι δίνουν καὶ παίρνουν. Μὰ ὅπως ξέρουμε ἅπαντες, εἴτε ἀρλεκινοπαθεῖς εἴτε ὄχι, πάντα σὲ κάτι τέτοια, ἔχομε χάπια ἔντια.

Ἡ ἔκδοση εἶναι δεμένη. Μάλιστα. Καίτοι 30 σελίδων καὶ διαστάσεων μικρῶν, τὸ βιβλίο εἶναι δεμένο. Τὸ ἔργο, ὡστόσο, εἶναι μινιμάλ, σὰν κουζίνα ἀνεπρόκοπης γιαπίνας σὲ ὀροφοδιαμέρισμα κάπου στὸ Μιλάνο Τρέ. Τὰ βραχείας ἐκτάσεως κείμενα του, διηνθισμένα μάλιστα μὲ ζωγραφίτσες στοὺς ζωτικοὺς χώρους τῶν σελίδων κάνουν τὸ βιβλίο τοῦτο ὡς ἰδανικὸν ἀνάγνωσμα γιὰ δαγκώσαντες λαμαρίνα καὶ εὐστοχότατον δῶρον γιὰ τὴν ἑορτήν, τὴν ἐντὸς 13 ἡμερῶν ἀπὸ σήμερις. Προσθέσατε ἐπίσης, ὅτι εἶναι καὶ πάμφηνο, σημαντικὸς παράγων γιὰ κάποιον τσίπη ὡς ὁ γράφων.
 



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats