ξεκάθαρο
Εἶχα μόλις τραβήξει σούμα ῥηξικέλευθον εἰς τὰς θερινάς μου τοῦ 2014 Κ.Χ διακοπὰς ἐν τρεντίῳ νήσῳ τοῦ Αἰγαίου πελάγουτου, ὅπερ ἐστὶ παναπεῖ ὅτι μὲ εἰσέτι ἁλάτια στὴν πλάτη, δέρματο χρῶμα λάκτα πολὺ μούρλια καὶ σακβουαγιὰζ γιομάτο ἄπλυτα σώβρακα, ἔσχον ’κεῖ καὶ ὥρα Πειραιεῖ ἐλλιμενισθῇ. Πλέον, ἤμανε στὸν συρμὸ γιὰ τὸ τσαρδί μου ἐντελῶς νὰ μὲ θρηνῶσιν αἱ ῥέγγαι οἱασδήποτε ῥατσὸς καὶ μάρκας διὸ πάπαλα αἱ διακοπαί. Κινούμην ἄμπιεντ σὲ κάθε φρενογκάζι τοῦ ὁδηγοῦ, πενθίμως καὶ μοιρολόγιως· πολὺ οὖν καταθλιψιάρικα τὰ σημάδια τῆς ἀδρανείας τοῦ σωμάτου, προσέτι δὲν κυττοῦσα κανέναν συνταξιδιώτη στὸν ἠλεκτρικό.
Δὲν χρειάζεται πιότερη ξῆγα – ξεύρουτε, φαντάζεστε γὰρ ὅλοι ὑμεῖς, τὴν ψυχολογία τοῦ νεοέλληνος ὅστις στὰ χρόνια μας, ῥίχνει ὅ,τι μίζα ἔχει καβατζώσει ὅλο τὸ φθινοχειμερέαρ στὸ καλοκαίρι, μπὰς καὶ τότες πραγματωθοῦν οἱ μύχιοι καραμπαμπίστικοι καὶ καγκούρικοι πόθοι του. Διότι τί ἄλλο μπορεῖ νὰ σημαίνῃ ἡ ῥούφα τῆς κοιλιᾶς στὴν παραλία πάρεξ τῆς κωδικοποιημένης ἐπιδείξεως πὼς ἕτερον μέρος τοῦ σωμάτου δύναται ὁμοίως νὰ σκληραίνῃ καὶ νὰ γραμμοῦται; Διὰ τοῦ τεχνασμάτου τούτου, κάπως ἔτσι τέλος πάντων (μὴ σᾶς ἀποκαλύψω περαιτέρω λεπτομερείας καὶ χάσω τὴν πατέντα) ἐπώλησα μούρη δεικνύων μάλιστα τὰ ἑκατοστὰ τοῦ θαλεροῦ νυχιοῦ τοῦ μικροῦ δακτύλου τῆς ἀριστερᾶς χειρός μου καὶ παίζων ὡς φορτηγατζής, κάμνων δρομολόγι Βόλος Ἀθῆναι, τὰ κλειδιὰ συνεχά· ἀκόμα καὶ ὅταν ἔπλενα τὰ χέρια πρὸ τοῦ μάμ. Τοῦτο τὸ ἔσχατον ἦτο τὸ καταλυτικόν! Ἐδυνήθην καὶ σένιαρα πονηρὰ τσίρι μίρι μὲ κάτι ψόφιες ὡστόσο τύπισσες, ἄρτι ἀφιχθείσασες ἀπὸ θερινὰ κάμπς τοῦ Σύριζα καὶ δοκιμαστικὰ Παρατραγούδων τῆς Ἀννίτα τῆς Πάνιασς.
Διέθετα λοιπόν, πολὺ στρώμπερυ ντάκιρι θύμησες ἀπὸ τὶς ἀσωτεῖες μὲ τoὺς τσιμπουκομεζέδες στὸ νησὶ ἐνόσῳ καθόμανε στὸ ἀθήνησι πιά, θεόζεστο βελουτὲ κάθισμα ἑπόμενη στάσις Θησεῖον. Βαρέως καὶ ἀνεξαλείπτως μὲ ταλάνιζον εἰκόναι τε καὶ σκέψεις ἀπὸ νησίῳ κάτι γεύματι κουτσομοῦρες γλύκισμα, τῶν ἰδανικῶν ντεσιμπὲλ χλάπα της τοῦ φλοίσβου καὶ κάτι δωρεαὶ σώματος γιὰ περίπου μισὴν ὥραν ἂς ἔκαμνον εἰς τὰς προειρηθεῖσες μανταμίτσες. Ὅλα ταῦτα τὰ πρίν, ποὺ γινόνσαντε σιγὰ σιγὰ πολὺ πρίν, μαζὺ μὲ τὰ ἄστεος ἐνώπιον ὅπως π.χ. ἡ σκέψις τῶν ἀπληρώτων κοινοχρήστων εἰς τὸ τσαρδί μου, μοῦ ἔφτιαξε μιὰν θυγατέρα κρίσεως πανικοῦ. Ἡ καρδιά μου πῆρε νὰ χτυπᾷ, ἵδρωσα τρεῖς στάλες κι ἤθελα νὰ βγῶ ὄξω μὰ πουθενὰ ὁ εἰσπράκτωρ καὶ τὸ σφυράκι παρὰ τῆς προθήκης ἄσκοπη χρῆσις τιμωρεῖται ῥὲ τεντυμπόϋ! Κι ἔτσι ὅπως σηκώθηκα καὶ ἀπελπισμένα κυττοῦσα στὰ πέριξ μπὰς καὶ γὼ δὲν ξεύρω τί, τὴν εἶδα! Ἦτο ἀπέναντί μου.
Λίαν νηστίσιμος περιβολὴ καὶ κομιλφὸ στυλάκι. Διάβαζε κάτι πολὺ προχὼ τίτλου τριῶν λέξεων, ἐπιρρημάτων ὅλων. Τὸ γυαλάκι της μοῦ θύμισε ἐκεῖνο τὸ ἁλκοολίκι ποὺ εἶχε εἷς εἰσαγγελεύς, ὁ κότσος μοῦ παρέπεμψε τὰ βίτσια σὲ ἀξούριστο μάλη, ἐνῷ ἡ ἔκφρασις σχεδὸν ντὰκ φέης μοι ἀνακάλεσε ὅ,τι διημηύατο πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν. Ἠρέμησα στὸ πὶτς φυτίλι ὁ ἄθλιος, τόσο ὥστε νὰ ἀρχίσω νὰ τραγουδῶ τὸ μποῦμ μποῦμ τῆς Σαμπρίνας. Ἤμην ὄρθιος καὶ ἀρχίνεψα νὰ λικνίζωμαι στὰ ἀξεπέραστα μπὶτ ἀξεπέραστης δεκαετίας κάποτες. Καίτοι ὁ συρμὸς εἶχε τὰ δικά του τσιφτετέλια, τηροῦσα πολὺ συνεπὴ κινησιολογία γαρυφάλου καὶ γαρδένιας. Ἴσως αὐτὸ νὰ τῆς τσιγκέλωσε τὴν προσοχὴν καὶ ὄχι τὸ ὅτι τῆς εἶχα κοτσάρει τὴν ὑπογάστριαν γεωγραφίαν μου στὴν μάπαν της. Καὶ ἠγέρθη! Ὡσὰν τὸν μπλὰ μπλὰ σὲ κατάσταση τάδε· εἶχε προλάβει νὰ μὲ ἀποσυντονίσῃ γι’αὐτὸ καὶ δὲν εὕρισκα παρομοίωσιν δέουσα. Πάτησε ἡ βλάμισσα τὸ στὸπ καὶ ἤβαλε τὸ ἀρλέττας πᾶμε ἔλα πεθαίνω γιὰ σένα, μωρό μουυυ καὶ τοῖς κείνης ῥημασείνης πειθόμενος γύρισα τὸν χορόν. Χαμὸς στὰ πέριξ, μέχρι καὶ οἱ ἑπαῖται ἄκρως ψωροκώστιοι ἔριχνον κέρματα στὸ βεληνεκὲς τῶν σαλῶν ποδιῶν μας. Οἱ κορμοί μας κολλημένοι σχεδὸν ὡσὰν λαμπάντα ἔδειχναν τοῖς πᾶσι γύρω, τὶς ῥηξικέλευθες συνέπειες τῶν παραισθησιογόνων. Πωπὼ καὶ τί γυναικάκι χόρευα ὁ τσίφτης! Πλὴν τοῦ κολλημάτου της πάνω μου, μὲ κλειστὰ τὰ πόδια της χαμήλωνε τὸ σῶμα της σιγὰ σιγὰ καὶ τὸ κινοῦσε σερπετίως καθὼς γείωνε τὸ κέντρο βάρους τοῦ κορμιοῦ της – ταυτοχρόνως δὲ χάϊδευε τὴν μπουρζουάδικην κόμην της καὶ ὅλα τὰ βὰτ τῶν φανῶν τῆς ὁδοῦ Φυλῆς μὲ τύφλωσαν!
Τὰ κλειστὰ μάτια μου τῆς ἔδωσαν τὴν ἰδέα: Ἔβγαλε κινητὸ ἐκ τῆς σάκας της, μεγαλόπρεπισε μορφασμὸν ντὰκ φέης διὰ τῶν γιοματάρικων χειλέων της καὶ μᾶς ἔβγαζε πάμπολλες σέλφις. Ὅ,τι θὰ τῆς ζητοῦσα νὰ μὲ ἀκολουθήσει εἰς τὸν μαχαλᾶν μου (προσεγγίζαμε ἄλλως τε καὶ τὴν οἰκείαν στάσιν) γιὰ νὰ φᾶμε γιουβετσάκι ἀλλὰ τί ἀνάδρομος ἑρμέας τὴν κυρίευσε; Ἔπαυσε τὰ τερτίπια τοῦ χοροῦ καὶ πάγωσε πᾶσα λαϊκόβιον δραστηριότητα. Μοῦ ἔστειλε ντετὲ τὶς φῶτος στὸ δικό μου τελέφωνο μπλουτουθίως καὶ φτιάχνοντας τὸ λαϊδικόν της μαλλὶ σὲ κότσο, καθήμενη στὸ πρὶν πόστο της μοῦ ψιθύρισε:
Τὸν κῶλο μου ἤθελα νὰ δοῦν, ν’ἀντιληφθῶ πόσα πιάνει στὴν πιάτσα τῶν λιγουριῶν· ἂχ τζάνεμ, ἔτσι δὲν γαμᾷς, τὸ πολὺ πολὺ μιὰ μαλακία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα