chant desire
Ἀποεξαπανέκαθεν, ὁ καφὲς μὲ πείραζε μοῦ πείραζε τὰ νεῦρα καὶ ἐπειδὴ αὐτά, δυὸ στιγμὲς πρὶν ἀπὸ τὸ ὁρισθὲν τοῦ ἐξαπανέκαθεν σημείο, ἦσαν (καὶ εἶναι) εὐαίσθητα ὁ ἰατρὸς διὰ ῥοπάλου ἀπηγόρευσε αὐτὸ τὸ ῥόφημα.
- Κι ἐγὼ τί θὰ ῥουφῶ γιατρέ μου, πρόλαβα καὶ τὸν ῥώτησα σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ πῆρε ἀνάσα καὶ διέκοψε ἔτσι, τὸν κατὰ νηφελοκοκκόζωμον φιλιππικό του. Κάτι πρέπει νὰ ῥουφῶ ὁ ἔρμος, νὰ ἀπασχολῶ τὸ στόμα, τὴν γλώττα, τὰ χείλη, τὴν προσοχή, κάπου τὴν ἐνεργητικότητά μου νὰ ἀφιερώνω!
- Νοίκιασε κάποιο γύναιον, τράβα σὲ σχολειὰ καὶ ψάρεψε τίποτις ΤΕΙ κοριτσούδια, ὑποσχέσου γάμο σὲ καμμιὰ φίλη, διάρρηξε τὴν ἀνία σὲ κάποια ὕπανδρον γειτόνισσα – ἔλα τώρα ποὺ ῥωτᾷς! Ἀλλὰ ἂν σὲ φοβίζῃ ἡ πιθανότης ἐγκεφαλικῆς γάγγραινας μετὰ ἀπὸ ἐπαφὴ μὲ γυναίκα –κάτι πιθανὸν κατὰ 99 τοῖς ἑκατὸ- μὰ συγχρόνως δὲν γίνεται νὰ μὴν ἀπασχολῇς κάπου τὸ στόμα καὶ ὅλα τὰ ἐκεῖ, τότε βολέψου μέ…φασκομηλάκι!
Καλὲ ναί, φασκόμηλο! Πῶς δὲν τὸ εἶχα σκεφθῇ; Ἦταν κάτι πολὺ ἁπλούν, καὶ εὔκολα πραγματούμενο, νὰ τὸ γυρίσω σὲ φασκομηλάκι, ἀλλὰ πάλι ἔξοδα γαμῶ τὸ στανιό μου; Ἐν ἐργασίᾳ, προβλέπεται κονδύλι γιὰ τὴν ἀγορὰ μόνον καφέ, τὸ φασκόμηλο, τριάκοντα γραμμαρίων ποσότης κοστάει ἕνα εὐρὼ καὶ ἑπτὰ λεπτά. Πάλι ἔξοδα;
Κάπως ὅμως θὰ ἤπρεπε νὰ ἀπασχολῶ τὸ στόμα, τἄπαμε αὐτά, εἶχα πρόβλημα, ἀλλὰ παραπονιόταν καὶ ἡ τσέπη μὲ τὴν καινούρια συνταγογράφηση τοῦ ψυχιάτρου μου. Πῶς;
Ἔσπευσα μεγάλη Πέμπτη σὲ ἕνα γειτονικὸ μέν, μεγάλο δὲ πολυκατάστημα. Ὁ καιρὸς τέτοιος ποὺ δὲν προβλεπόταν κάποιο μουσάτο πανωφόρι μὲ τσέπες τῶν ὁποίων ὁ χῶρος ὁ ζωτικὸς θὰ προσεφέρετο γιὰ δραπέτευση ἄνευ διόδου ἀπὸ τὰ ταμεῖα, φασκομήλου – φοροῦσα ἁπλὰ καὶ μόνον ἕνα λευκὸ φανελλάκι μὲ ἕνα τζὴν ἀπὸ κάτω ~~~~ οὐάου ~~~~ κοῦκλος ἤμανε, γιὰ φάγωμα στάνταρ, ναί. Τοῦτο – τὸ περὶ φαγώματος - συνερίστηκε μιὰ συνάδελφος ἡ ὁποία προφασιζομένη ἀνάληψη ἀπὸ τὸ ἐκεῖ ΑΤΜ μοῦ ζήτησε νὰ πᾶμε ὁμοῦ. Στὸν δρόμο γιὰ ἐκεῖ, ἐνῷ κατέβαλα τρελλὸ κόπο νὰ μὴν μπερδέψω τὸν λεβιὲ τῶν ταχυτήτων μὲ τὸν γοφό της καὶ τὴν κόρνα μὲ τὸ βικτωριανὸν αὐτῆς στῆθος, σκέφθηκα ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήσῃ μὲ τὸ θέμα τοῦ φασκόμηλου.
Λίγο μετά, γυρνοβολούσαμε στοὺς διαδρόμοι, τῆς ἔλεγα κάτι μπαγιάτικα ἀστεῖα μὲ τὰ ὁποῖα τί περίεργο, γελοῦσε μέχρι συναχώδους καταρροῆς καὶ κρατώντας με σφιχτὰ στὸ μπράτσο, σὲ κάθε σπάραγμα γέλωτός της μὲ τραβοῦσε περισσότερο πάνω της μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νοιώθω πιότερο ἔντονα τὴν σφαίρα τοῦ στήθους – μιὰ μεγαλοβδομάδα ἐντελῶς μεγάλη, θεόρατη, σφριγηλή, μπομπάτη. Τότε ἀκριβῶς, ἦταν ποὺ μοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα στὸ μυαλὸ σὰν φῶς ἰλαρόν. Θὰ χρησιμοποιοῦσα τὸ ντεκολτέ της κι ὅ,τι αὐτὸ ἔκρυβε ἢ κάλλιον, ἀνεδείκνυε ὥστε νὰ τσιμποῦσα μερικὰ δράμια φασκόμηλου.
Γιὰ νὰ τὸ παίξω καὶ μούρη, ἄρχισα νὰ ἐπιστρατεύω μερικὰ σφαιρίδια ποίησης, κάποια στιχάκια δηλαδή, μπὰς καὶ φανῶ ὀλίγον κουλτούρα νὰ φύγουμε καὶ ἔτσι νὰ συναρπάσω ἀκόμα περισσότερο τὴν συνάδελφο καὶ ὁ σφαιρικός της ὄγκος ποὺ ἐνοχλοῦσε τὸν δικέφαλό μου, νὰ ἀποκτοῦσε κάποια αἰχμηρὴ ἀκμή. Ὤ, ἦταν πολὺ λαχταριστὰ ὅλα τοῦτα μὰ μέσα στὸν ὀρυμαγδὸ αὐτὸ κρατοῦσα μιὰ καβάτζα προσήλωσης στὸν στόχο τὸν ἀντικειμενικό: Ἀνόβολος ἀλάφρυνσις φασκόμηλου ἀπὸ τὰ ῥάφια τοῦ σοῦπερ μάρκετ. Ἔτσι, ἀπαγγέλοντάς της στιχάκια τοῦ συνεσταλμένα ἐμπειρικίζοντος Βρεττάκου (ὅταν κόβω ἕνα ἄνθος καὶ τὸ βάζω στὸ στῆθος σου νομίζω πὼς στολίζω τὸν κόσμο) ξεκίνησα νὰ ἀφαιρῶ ἀπὸ τὴν συσκευασία, φύλλα φασκόμηλου καὶ νὰ τὰ πετῶ στὸ ἄνοιγμα τοῦ ντεκολτέ της· μὲ γκάλλειον εὐστοχία μάλιστα πετύχαινα τὸ φαράγγι τοῦ κόρφου της.
Αἰφνιδιάστηκε πολὺ στὴν ἀρχή, κύτταξε δεξιά, ἀριστερὰ μὰ κανεὶς δὲν ἦταν στὰ πέριξ ὥστε νὰ μᾶς χαλάσῃ τὸ ποίησης ἀπόγευμα, χαλάρωσε λίγο, πισωπάτησε ὥστε νὰ ἔχω καλλίτερη ὁρατότητα στὸ μποῦστο της καὶ ἀφέθηκε στὰ παιγνίδια μου τὰ ὁποῖα φυσικὰ εἶχαν μοναδικὸ σκοπὸ τὴν ἐξύψωση τοῦ πνεύματος ὅπως τοῦτο πραγματώνεται μὲ τὴν ποίηση. Εἶχα καβατζώσει σεβαστὴ ποσότητα βοτάνου (ἄλλωστε ὁ χῶρος τοῦ ντεκολτὲ ἦταν προικισμένα μεγαλοπρεπὴς καὶ εὐρύστερνος) καὶ μόλις διέκρινα δύο μυτοῦλες διαμετρήματος Συρανὸ ΝτεΜπερζερὰκ στὸ μέρος τῆς χαρᾶς θεώρησα ὅτι μᾶς ἔπρεπε ἀποχώρησις.
Γυρίσαμε στὴν δουλειὰ καὶ σταθήκαμε στὴν κουζίνα ὅπου ἀφιερώθην στὴν ἀποκομιδὴ τοῦ φασκόμηλου ἀπὸ τὸ ἀπάγκιο τοῦ ῥούχου τῆς συναδέλφου σὲ ἕνα βαζάκι 0,75 lt.. Ὡς ἐλάχιστο δεῖγμα εὐχαριστίας πρὸς αὐτὴν καὶ ἴσως ἐπειδὴ μεταξὺ κουζίνας καὶ τμήματος, μεσολαβοῦσε τὸ ἀποχωρητήριο, γιὰ λόγους μάλιστα εὐνόητους ἀφοῦ δὲν ἦταν ἁρμόζον νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν θέση της πλήρως συνηρπασμένη σωματικῶς, ἀφιερώθηκα σὲ τριβομαλάξεις τοῦ μέρους της τὸ ὁποῖο εἶχε τόση δράση ἀναλάβει (ἐπιτυχῶς) στὸ σοῦπερ μάρκετ.
Ἦταν ὅλα ἐν τάξει, τί καλά! ἡ ποσότης τοῦ φασκόμηλου λίαν ἀρκετὴ εὔγε μας μὰ φεῦ! Οὐχὶ ἀτελείωτος! Πάντως, τί κρίμα, δὲν μποροῦσα νὰ τὴν ἐπιστρατεύσω ἐκ νέου... Δὲν γινόταν διότι συνειδητοποίησε ὅτι τὸ χνούδι στὰ φύλλα τοῦ βοτανιοῦ τῆς προκαλοῦσε μιὰν ἀλλεργία μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μαρτυριέται τὸ σῶμα της σὲ στὺλ ἰδιαιτέρως τολμηρό κάποιοι μάλιστα θὰ τὸ χαρακτήριζαν πρόστυχον καὶ τὴν ἰδιοκτήτριαν αὐτοῦ, νυμφομανή!
Εἶδα κι ἀπόειδα, στενοχωρήθηκα πολὺ ποὺ ἔχασα τὴν καβάτζα αὐτὴ μὰ ἡ ἴδια ἡ ἐν λόγῳ συνάδελφος ἕνα ἀπόγευμα ποὺ μοῦ διέκρινε μιὰν ὀξεία χαρμολύπη, δύσυχους ἀναστεναγμούς, σηκώθηκε, φόρεσε, τακτοποίησε τὸ σεντόνι πάνω της καὶ κατευθύνθηκε στὸ λουτρό. Τὴν περίμενα μὲ ἀπορία, γύρισε ἀπὸ ἐκεῖ, κρατώντας ἕνα ἀμπαλαρισμένο κουτὶ τὸ ὁποῖο ἔπιασε νὰ λύνῃ φορώντας πλὴν τοῦ σεντονιοῦ ἕνα πολλὰ ὑποσχόμενο χαμόγελο. Πάνω ποὺ εἶχε γδύσει τὴν συσκευασία καὶ γιὰ νὰ κάνῃ πιὸ θεατρικὴ τὴν φανέρωση τοῦ δώρου, μὲ μιὰν ἀπότομη κίνηση, ἔδειξε, σχεδὸν ταυτόχρονα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ δώρου, τὴν φευγάλα τοῦ σεντονιοῦ ἀπὸ πάνω της. Κρύο ἔκανε, εἶχε ὑγρασία στὸ δωμάτιο, φάνηκε ἀμέσως πόσο κρύωσε καὶ βλέποντας τὰ θέλγητρα τοῦ σώματός της μαζὺ μὲ τὸ δωράκι φυσικά, νόμισα πρὸς στιγμὴν ὅτι ἤμην εὐτυχισμένος. Τὴν φώναξα, τῆς ζήτησα νὰ μὲ προσεγγίσῃ γιὰ νὰ τῆς γειάνω τὶς κρυάδες καὶ 13 λεπτὰ μετά, κάθιδροι καὶ ξαναμμένοι, σταθήκαμε ἀμφότεροι πάνω ἀπὸ τὸ δωράκι.
Μιὰ φασκομηλιὰ εἶχε ἀγοράσει ἡ καλλίπυγος συνάδελφος, ἂχ ἡ καλή μου, ἄχ! Γιὰ νἄχῃς νὰ πορεύεσαι Μέγα Βαγγέλακα, εἶπε, μὰ πρὶν προλάβῃ ὁλάκερο τὸ ὄνομά μου νὰ ἐκφέρῃ, τῆς ἔσβησα τὴν ἑσχάτη συλλαβὴ μὲ ἕνα τρυφερότατο, στάζον εὐγνωμοσύνη φιλί, φιλὶ σχεδὸν ἀδελφικό - ἐντελῶς, θὰ ἦταν ἂν τὸ ἔκανα μὲ τὰ χείλη μου, μὰ δι’ ἑτέρου μέλους τοῦ σώματός μου τῆς ἀπέσπασα ἀσπασμόν.
Προχθές, τὸ φύτεψα ἐν Σαλαμῖνι, τοῦ κοσκίνησα ἀπὸ πρὶν τὸ χῶμα, ἔβαλα περλίτη, ἔβαλα τύρφη, ἔβαλα καλοχωνεμένη κοπριὰ μὰ ἀπορῶ περὶ τῆς συχνότητος ποτίσματος. Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ ῥωτήσω τὴν χορηγὸν μὰ πρέπει νὰ περιμένω νὰ ἐξέλθῃ τ
- Κι ἐγὼ τί θὰ ῥουφῶ γιατρέ μου, πρόλαβα καὶ τὸν ῥώτησα σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ πῆρε ἀνάσα καὶ διέκοψε ἔτσι, τὸν κατὰ νηφελοκοκκόζωμον φιλιππικό του. Κάτι πρέπει νὰ ῥουφῶ ὁ ἔρμος, νὰ ἀπασχολῶ τὸ στόμα, τὴν γλώττα, τὰ χείλη, τὴν προσοχή, κάπου τὴν ἐνεργητικότητά μου νὰ ἀφιερώνω!
- Νοίκιασε κάποιο γύναιον, τράβα σὲ σχολειὰ καὶ ψάρεψε τίποτις ΤΕΙ κοριτσούδια, ὑποσχέσου γάμο σὲ καμμιὰ φίλη, διάρρηξε τὴν ἀνία σὲ κάποια ὕπανδρον γειτόνισσα – ἔλα τώρα ποὺ ῥωτᾷς! Ἀλλὰ ἂν σὲ φοβίζῃ ἡ πιθανότης ἐγκεφαλικῆς γάγγραινας μετὰ ἀπὸ ἐπαφὴ μὲ γυναίκα –κάτι πιθανὸν κατὰ 99 τοῖς ἑκατὸ- μὰ συγχρόνως δὲν γίνεται νὰ μὴν ἀπασχολῇς κάπου τὸ στόμα καὶ ὅλα τὰ ἐκεῖ, τότε βολέψου μέ…φασκομηλάκι!
Καλὲ ναί, φασκόμηλο! Πῶς δὲν τὸ εἶχα σκεφθῇ; Ἦταν κάτι πολὺ ἁπλούν, καὶ εὔκολα πραγματούμενο, νὰ τὸ γυρίσω σὲ φασκομηλάκι, ἀλλὰ πάλι ἔξοδα γαμῶ τὸ στανιό μου; Ἐν ἐργασίᾳ, προβλέπεται κονδύλι γιὰ τὴν ἀγορὰ μόνον καφέ, τὸ φασκόμηλο, τριάκοντα γραμμαρίων ποσότης κοστάει ἕνα εὐρὼ καὶ ἑπτὰ λεπτά. Πάλι ἔξοδα;
Κάπως ὅμως θὰ ἤπρεπε νὰ ἀπασχολῶ τὸ στόμα, τἄπαμε αὐτά, εἶχα πρόβλημα, ἀλλὰ παραπονιόταν καὶ ἡ τσέπη μὲ τὴν καινούρια συνταγογράφηση τοῦ ψυχιάτρου μου. Πῶς;
Ἔσπευσα μεγάλη Πέμπτη σὲ ἕνα γειτονικὸ μέν, μεγάλο δὲ πολυκατάστημα. Ὁ καιρὸς τέτοιος ποὺ δὲν προβλεπόταν κάποιο μουσάτο πανωφόρι μὲ τσέπες τῶν ὁποίων ὁ χῶρος ὁ ζωτικὸς θὰ προσεφέρετο γιὰ δραπέτευση ἄνευ διόδου ἀπὸ τὰ ταμεῖα, φασκομήλου – φοροῦσα ἁπλὰ καὶ μόνον ἕνα λευκὸ φανελλάκι μὲ ἕνα τζὴν ἀπὸ κάτω ~~~~ οὐάου ~~~~ κοῦκλος ἤμανε, γιὰ φάγωμα στάνταρ, ναί. Τοῦτο – τὸ περὶ φαγώματος - συνερίστηκε μιὰ συνάδελφος ἡ ὁποία προφασιζομένη ἀνάληψη ἀπὸ τὸ ἐκεῖ ΑΤΜ μοῦ ζήτησε νὰ πᾶμε ὁμοῦ. Στὸν δρόμο γιὰ ἐκεῖ, ἐνῷ κατέβαλα τρελλὸ κόπο νὰ μὴν μπερδέψω τὸν λεβιὲ τῶν ταχυτήτων μὲ τὸν γοφό της καὶ τὴν κόρνα μὲ τὸ βικτωριανὸν αὐτῆς στῆθος, σκέφθηκα ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήσῃ μὲ τὸ θέμα τοῦ φασκόμηλου.
Λίγο μετά, γυρνοβολούσαμε στοὺς διαδρόμοι, τῆς ἔλεγα κάτι μπαγιάτικα ἀστεῖα μὲ τὰ ὁποῖα τί περίεργο, γελοῦσε μέχρι συναχώδους καταρροῆς καὶ κρατώντας με σφιχτὰ στὸ μπράτσο, σὲ κάθε σπάραγμα γέλωτός της μὲ τραβοῦσε περισσότερο πάνω της μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νοιώθω πιότερο ἔντονα τὴν σφαίρα τοῦ στήθους – μιὰ μεγαλοβδομάδα ἐντελῶς μεγάλη, θεόρατη, σφριγηλή, μπομπάτη. Τότε ἀκριβῶς, ἦταν ποὺ μοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα στὸ μυαλὸ σὰν φῶς ἰλαρόν. Θὰ χρησιμοποιοῦσα τὸ ντεκολτέ της κι ὅ,τι αὐτὸ ἔκρυβε ἢ κάλλιον, ἀνεδείκνυε ὥστε νὰ τσιμποῦσα μερικὰ δράμια φασκόμηλου.
Γιὰ νὰ τὸ παίξω καὶ μούρη, ἄρχισα νὰ ἐπιστρατεύω μερικὰ σφαιρίδια ποίησης, κάποια στιχάκια δηλαδή, μπὰς καὶ φανῶ ὀλίγον κουλτούρα νὰ φύγουμε καὶ ἔτσι νὰ συναρπάσω ἀκόμα περισσότερο τὴν συνάδελφο καὶ ὁ σφαιρικός της ὄγκος ποὺ ἐνοχλοῦσε τὸν δικέφαλό μου, νὰ ἀποκτοῦσε κάποια αἰχμηρὴ ἀκμή. Ὤ, ἦταν πολὺ λαχταριστὰ ὅλα τοῦτα μὰ μέσα στὸν ὀρυμαγδὸ αὐτὸ κρατοῦσα μιὰ καβάτζα προσήλωσης στὸν στόχο τὸν ἀντικειμενικό: Ἀνόβολος ἀλάφρυνσις φασκόμηλου ἀπὸ τὰ ῥάφια τοῦ σοῦπερ μάρκετ. Ἔτσι, ἀπαγγέλοντάς της στιχάκια τοῦ συνεσταλμένα ἐμπειρικίζοντος Βρεττάκου (ὅταν κόβω ἕνα ἄνθος καὶ τὸ βάζω στὸ στῆθος σου νομίζω πὼς στολίζω τὸν κόσμο) ξεκίνησα νὰ ἀφαιρῶ ἀπὸ τὴν συσκευασία, φύλλα φασκόμηλου καὶ νὰ τὰ πετῶ στὸ ἄνοιγμα τοῦ ντεκολτέ της· μὲ γκάλλειον εὐστοχία μάλιστα πετύχαινα τὸ φαράγγι τοῦ κόρφου της.
Αἰφνιδιάστηκε πολὺ στὴν ἀρχή, κύτταξε δεξιά, ἀριστερὰ μὰ κανεὶς δὲν ἦταν στὰ πέριξ ὥστε νὰ μᾶς χαλάσῃ τὸ ποίησης ἀπόγευμα, χαλάρωσε λίγο, πισωπάτησε ὥστε νὰ ἔχω καλλίτερη ὁρατότητα στὸ μποῦστο της καὶ ἀφέθηκε στὰ παιγνίδια μου τὰ ὁποῖα φυσικὰ εἶχαν μοναδικὸ σκοπὸ τὴν ἐξύψωση τοῦ πνεύματος ὅπως τοῦτο πραγματώνεται μὲ τὴν ποίηση. Εἶχα καβατζώσει σεβαστὴ ποσότητα βοτάνου (ἄλλωστε ὁ χῶρος τοῦ ντεκολτὲ ἦταν προικισμένα μεγαλοπρεπὴς καὶ εὐρύστερνος) καὶ μόλις διέκρινα δύο μυτοῦλες διαμετρήματος Συρανὸ ΝτεΜπερζερὰκ στὸ μέρος τῆς χαρᾶς θεώρησα ὅτι μᾶς ἔπρεπε ἀποχώρησις.
Γυρίσαμε στὴν δουλειὰ καὶ σταθήκαμε στὴν κουζίνα ὅπου ἀφιερώθην στὴν ἀποκομιδὴ τοῦ φασκόμηλου ἀπὸ τὸ ἀπάγκιο τοῦ ῥούχου τῆς συναδέλφου σὲ ἕνα βαζάκι 0,75 lt.. Ὡς ἐλάχιστο δεῖγμα εὐχαριστίας πρὸς αὐτὴν καὶ ἴσως ἐπειδὴ μεταξὺ κουζίνας καὶ τμήματος, μεσολαβοῦσε τὸ ἀποχωρητήριο, γιὰ λόγους μάλιστα εὐνόητους ἀφοῦ δὲν ἦταν ἁρμόζον νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν θέση της πλήρως συνηρπασμένη σωματικῶς, ἀφιερώθηκα σὲ τριβομαλάξεις τοῦ μέρους της τὸ ὁποῖο εἶχε τόση δράση ἀναλάβει (ἐπιτυχῶς) στὸ σοῦπερ μάρκετ.
Ἦταν ὅλα ἐν τάξει, τί καλά! ἡ ποσότης τοῦ φασκόμηλου λίαν ἀρκετὴ εὔγε μας μὰ φεῦ! Οὐχὶ ἀτελείωτος! Πάντως, τί κρίμα, δὲν μποροῦσα νὰ τὴν ἐπιστρατεύσω ἐκ νέου... Δὲν γινόταν διότι συνειδητοποίησε ὅτι τὸ χνούδι στὰ φύλλα τοῦ βοτανιοῦ τῆς προκαλοῦσε μιὰν ἀλλεργία μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μαρτυριέται τὸ σῶμα της σὲ στὺλ ἰδιαιτέρως τολμηρό κάποιοι μάλιστα θὰ τὸ χαρακτήριζαν πρόστυχον καὶ τὴν ἰδιοκτήτριαν αὐτοῦ, νυμφομανή!
Εἶδα κι ἀπόειδα, στενοχωρήθηκα πολὺ ποὺ ἔχασα τὴν καβάτζα αὐτὴ μὰ ἡ ἴδια ἡ ἐν λόγῳ συνάδελφος ἕνα ἀπόγευμα ποὺ μοῦ διέκρινε μιὰν ὀξεία χαρμολύπη, δύσυχους ἀναστεναγμούς, σηκώθηκε, φόρεσε, τακτοποίησε τὸ σεντόνι πάνω της καὶ κατευθύνθηκε στὸ λουτρό. Τὴν περίμενα μὲ ἀπορία, γύρισε ἀπὸ ἐκεῖ, κρατώντας ἕνα ἀμπαλαρισμένο κουτὶ τὸ ὁποῖο ἔπιασε νὰ λύνῃ φορώντας πλὴν τοῦ σεντονιοῦ ἕνα πολλὰ ὑποσχόμενο χαμόγελο. Πάνω ποὺ εἶχε γδύσει τὴν συσκευασία καὶ γιὰ νὰ κάνῃ πιὸ θεατρικὴ τὴν φανέρωση τοῦ δώρου, μὲ μιὰν ἀπότομη κίνηση, ἔδειξε, σχεδὸν ταυτόχρονα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ δώρου, τὴν φευγάλα τοῦ σεντονιοῦ ἀπὸ πάνω της. Κρύο ἔκανε, εἶχε ὑγρασία στὸ δωμάτιο, φάνηκε ἀμέσως πόσο κρύωσε καὶ βλέποντας τὰ θέλγητρα τοῦ σώματός της μαζὺ μὲ τὸ δωράκι φυσικά, νόμισα πρὸς στιγμὴν ὅτι ἤμην εὐτυχισμένος. Τὴν φώναξα, τῆς ζήτησα νὰ μὲ προσεγγίσῃ γιὰ νὰ τῆς γειάνω τὶς κρυάδες καὶ 13 λεπτὰ μετά, κάθιδροι καὶ ξαναμμένοι, σταθήκαμε ἀμφότεροι πάνω ἀπὸ τὸ δωράκι.
Μιὰ φασκομηλιὰ εἶχε ἀγοράσει ἡ καλλίπυγος συνάδελφος, ἂχ ἡ καλή μου, ἄχ! Γιὰ νἄχῃς νὰ πορεύεσαι Μέγα Βαγγέλακα, εἶπε, μὰ πρὶν προλάβῃ ὁλάκερο τὸ ὄνομά μου νὰ ἐκφέρῃ, τῆς ἔσβησα τὴν ἑσχάτη συλλαβὴ μὲ ἕνα τρυφερότατο, στάζον εὐγνωμοσύνη φιλί, φιλὶ σχεδὸν ἀδελφικό - ἐντελῶς, θὰ ἦταν ἂν τὸ ἔκανα μὲ τὰ χείλη μου, μὰ δι’ ἑτέρου μέλους τοῦ σώματός μου τῆς ἀπέσπασα ἀσπασμόν.
Προχθές, τὸ φύτεψα ἐν Σαλαμῖνι, τοῦ κοσκίνησα ἀπὸ πρὶν τὸ χῶμα, ἔβαλα περλίτη, ἔβαλα τύρφη, ἔβαλα καλοχωνεμένη κοπριὰ μὰ ἀπορῶ περὶ τῆς συχνότητος ποτίσματος. Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ ῥωτήσω τὴν χορηγὸν μὰ πρέπει νὰ περιμένω νὰ ἐξέλθῃ τ
2 σχόλια:
Χμμμμ...
δηλαδή;
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα