ἂν ἔχῃς βύσμα...
Ἦταν μιὰ καστανόξανθη κόρη μὲ μακρὺ ἀκύμαντο μαλλί, πράσινα ἀβοκάντο μάτια, χείλη σὰν φρὲς Τραστέβερε πάστα καὶ καμπύλες ποὺ δὲν χωροῦν ἐπίθετα - ἢ μᾶλλον ὄχι! Χωροῦυυν! Χωροῦυυυυν!
Τὴν πρωτόδα τὴν μεγαλοβδομάδα, στολίζαμε μαζὺ μὲ ἄλλες παρθένους τὸν ἐπιτάφιο, δὲν θὰ τὴν πρόσεχα μὰ τὸ ἄρωμά της σκέπασε κάθε ἄλλο φρέσκου ἄνθους καὶ στράφηκα στὸ μέρος νὰ δῶ τὴν φέρουσα καὶ φοροῦσα τέτοιο ἀναιδὲς καὶ βλάσφημο τερψιρίνιο.
Εἶχε τὰ μάτια χαμηλά, ἔξοχα ταιριαστὴ ἔκφραση μὲ τὴν παρθένιο περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ποὺ εὐλαβικῶς τηρεῖ τὸ σφιχτὸ τοῦ ὑμεναίου, μὰ δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ συστολή - ἔφτιαχνε σὲ κότσο κάτι ῥόδα καὶ τὰ μέριαζε δεξιὰ γιὰ νὰ τὰ θέσῃ πιὸ μετὰ στὸν ἐπιτάφιο. Παρὰ ταῦτα γοητεύθην τὰ μάλα μὲ τὸ στὺλ καὶ τὴν περίοδο τῶν παλλομένων ὀφθαλμῶν της. Μετῆλθον ἀγενῶν μέσων καὶ παραμέρισα μιὰν τριαντατριάχρονη κνίτισσα μὲ ἀξύριστο χομεϊνικὸ μύστακα ἡ ὁποία ἔραινε μὲ ἀνθόνερο τὸν ὕαλο τῆς εἰκόνας καὶ ἵστατο μεταξύ τῶν δυό μας.
Ἤμουν πιὰ δίπλα της μὰ ἡ κόρη δὲν φαινόταν νὰ μὲ ἔχῃ καταλάβει – συνέχιζε νὰ πλέκῃ λουλούδια, ἐνῷ μερικὲς στιγμὲς μποροῦσα νὰ τῆς διακρίνω ἀχνοὺς ἤχους ἀπὸ τὰ ἀχχείλη της νὰ ψάλλῃ: οἴμοι, λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων... Τὸ πέριξ λιβάνι μὲ εἶχε λίγο ἀπελευθερώσει καὶ δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατηθῶ, τὴν φαντασιωνόμην νὰ χύνῃ . δάκρυα κι ἐγὼ νὰ προστρέχω τζεντλεμανικῶς νὰ τῆς τὰ σκουπίσω, εἴτε μὲ χαρτομάντηλα, εἴτε ἄνευ.
Ἀπότομα ἠσθάνθην λίγο ἀμήχανα κι ἔκθετος, ἔκθετος διότι ἔνοιωσα τὸ σῶμα μου ἐπίσης χρείαν χαρτομάντηλου νὰ ἔχῃ ὁπότε ποῖος θὰ τῆς σκούπιζε τὰ δάκρυα; Τὰ σχέδιά μου ἐν τῇ γενέσει των κατεστράφησαν μὰ δὲν θὰ κατέθετα τόσο εὔκολα τὰ ὅπλα. Χωρὶς χρόνο νὰ χάσω, ηὗρα ἄλλον τρόπον αὐτῇ προσεγγίσεως στὸν σωρὸν τῶν λουλουδῶν ποὺ εἶχα μπροστά μου.
Ἀπὸ τὰ πλέον θαλερά, τσιμποῦσα τὰ πιὸ φωτεινῶν χρωμάτων καὶ ὀξέος ἀρώματος πέταλα καὶ τὰ ἔβαζα στὴν ἄκρη, ἄκρη δεξιὰ ἡ ὁποία γι’αὐτὴν ἦταν ἄκρη ἀριστερά, ἡ μεθόριος ἡμῶν. Τὰ ἄφηνα μὲ κατσαρὸ τρόπο, μὲ τὰ δάκτυλά μου σὲ ὕφος ἐπιδεικτικῶς ἡδυπαθές, θὰ τὸ καταλάβαινε τὸ δίχως ἄλλο, ἀλλὰ κι ἂν δὲν τὸ ἀντιλαμβάνετο ἔτσι, ἡ διάρθρωσις τῶν φύλλων στὸ τραπέζι, σχηματίσαντα μιὰ καρδιὰ τὴν ἔκανε νὰ τὸ ἀντιληφθῇ, νὰ παραιτήσῃ τοὺς ὡραίους πένθιμους ψαλμοὺς καὶ νὰ μὲ κυττάξῃ κατάματα.
Κάποια χερουβεὶμ τὴν διαβεβαίωσαν γιὰ τὸ sin free τῆς ἡμετέρας περίπτωσεως καὶ χαράκωσε ἕνα ὑδρόγειο χαμόγελο στὸ πρόσωπό της, κάνοντάς με νὰ κατουρηθῶ ἀπὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἰκανοποίηση. Μερικὰ λεπτὰ τῆς ὥρας μετά, τὸ λυκαυγὲς μᾶς βρῆκε νὰ κυνηγιόμαστε σὲ ἕνα γειτονικὸν ἀλσύλιον καὶ στὰ ὅρια τοῦ βραδιοῦ μὲ νύκτα νὰ χάνουμε παρὰ φύσει τὴν παρθενία μας, ἀφήνοντας στὴν κνίτισσα τὴν βαριὰ δουλειά.
Ἡ Εὐδοξία εἶναι ὅ,τι καλλίτερο μοῦ ἔχει τύχει στὴν ζωή (πλὴν τοῦ ὅτι ἐγεννήθην ΑΕΚ) νομίζω δὲ πὼς ἔχω βρεῖ τὸ ἄλλο μου μισό. Μοῦ φέρεται ὅπως πρέπει μιὰ κοπέλα στὸν κύριό της νὰ φέρῃται καὶ κάθε ἡμέρα νοιώθω ὑποχρεωμένος καθὼς τὴν βλέπω μὲ μικρὲς εὐτελεῖς κινήσεις νὰ μὲ σκλαβώνῃ.
Σήμερα μοῦ ἔδωσε ἕνα τσαμπὶ λουλουδιῶν.
Δὲν εἶχα ξαναδεῖ τέτοια, λίγο περίεργα μοῦ φάνηκαν.
Τὴν ῥώτησα πῶς τὰ λένε κι αὐτὴ μοῦ ἀπεκρίθη:
Φέριουμ.
Εἶναι μιὰ ποικιλία, συνέχισε, ποῦ συναντᾶται στὰ ὑψίπεδα τῆς Μαδαγασκάρης μόνον, σὲ σχισμάδες βράχων φύονται καὶ μεγαλώνουν μόνον ἂν λιπαίνωνται ἀπὸ στρουθιόμορφα θηλυκὰ πτηνά μέρα παρὰ μέρα.
Φέριουμ.
Εἶναι ὑπέροχα!
Τὰ ἀγαπῶ!
Τὴν πρωτόδα τὴν μεγαλοβδομάδα, στολίζαμε μαζὺ μὲ ἄλλες παρθένους τὸν ἐπιτάφιο, δὲν θὰ τὴν πρόσεχα μὰ τὸ ἄρωμά της σκέπασε κάθε ἄλλο φρέσκου ἄνθους καὶ στράφηκα στὸ μέρος νὰ δῶ τὴν φέρουσα καὶ φοροῦσα τέτοιο ἀναιδὲς καὶ βλάσφημο τερψιρίνιο.
Εἶχε τὰ μάτια χαμηλά, ἔξοχα ταιριαστὴ ἔκφραση μὲ τὴν παρθένιο περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ποὺ εὐλαβικῶς τηρεῖ τὸ σφιχτὸ τοῦ ὑμεναίου, μὰ δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ συστολή - ἔφτιαχνε σὲ κότσο κάτι ῥόδα καὶ τὰ μέριαζε δεξιὰ γιὰ νὰ τὰ θέσῃ πιὸ μετὰ στὸν ἐπιτάφιο. Παρὰ ταῦτα γοητεύθην τὰ μάλα μὲ τὸ στὺλ καὶ τὴν περίοδο τῶν παλλομένων ὀφθαλμῶν της. Μετῆλθον ἀγενῶν μέσων καὶ παραμέρισα μιὰν τριαντατριάχρονη κνίτισσα μὲ ἀξύριστο χομεϊνικὸ μύστακα ἡ ὁποία ἔραινε μὲ ἀνθόνερο τὸν ὕαλο τῆς εἰκόνας καὶ ἵστατο μεταξύ τῶν δυό μας.
Ἤμουν πιὰ δίπλα της μὰ ἡ κόρη δὲν φαινόταν νὰ μὲ ἔχῃ καταλάβει – συνέχιζε νὰ πλέκῃ λουλούδια, ἐνῷ μερικὲς στιγμὲς μποροῦσα νὰ τῆς διακρίνω ἀχνοὺς ἤχους ἀπὸ τὰ ἀχχείλη της νὰ ψάλλῃ: οἴμοι, λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων... Τὸ πέριξ λιβάνι μὲ εἶχε λίγο ἀπελευθερώσει καὶ δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατηθῶ, τὴν φαντασιωνόμην νὰ χύνῃ . δάκρυα κι ἐγὼ νὰ προστρέχω τζεντλεμανικῶς νὰ τῆς τὰ σκουπίσω, εἴτε μὲ χαρτομάντηλα, εἴτε ἄνευ.
Ἀπότομα ἠσθάνθην λίγο ἀμήχανα κι ἔκθετος, ἔκθετος διότι ἔνοιωσα τὸ σῶμα μου ἐπίσης χρείαν χαρτομάντηλου νὰ ἔχῃ ὁπότε ποῖος θὰ τῆς σκούπιζε τὰ δάκρυα; Τὰ σχέδιά μου ἐν τῇ γενέσει των κατεστράφησαν μὰ δὲν θὰ κατέθετα τόσο εὔκολα τὰ ὅπλα. Χωρὶς χρόνο νὰ χάσω, ηὗρα ἄλλον τρόπον αὐτῇ προσεγγίσεως στὸν σωρὸν τῶν λουλουδῶν ποὺ εἶχα μπροστά μου.
Ἀπὸ τὰ πλέον θαλερά, τσιμποῦσα τὰ πιὸ φωτεινῶν χρωμάτων καὶ ὀξέος ἀρώματος πέταλα καὶ τὰ ἔβαζα στὴν ἄκρη, ἄκρη δεξιὰ ἡ ὁποία γι’αὐτὴν ἦταν ἄκρη ἀριστερά, ἡ μεθόριος ἡμῶν. Τὰ ἄφηνα μὲ κατσαρὸ τρόπο, μὲ τὰ δάκτυλά μου σὲ ὕφος ἐπιδεικτικῶς ἡδυπαθές, θὰ τὸ καταλάβαινε τὸ δίχως ἄλλο, ἀλλὰ κι ἂν δὲν τὸ ἀντιλαμβάνετο ἔτσι, ἡ διάρθρωσις τῶν φύλλων στὸ τραπέζι, σχηματίσαντα μιὰ καρδιὰ τὴν ἔκανε νὰ τὸ ἀντιληφθῇ, νὰ παραιτήσῃ τοὺς ὡραίους πένθιμους ψαλμοὺς καὶ νὰ μὲ κυττάξῃ κατάματα.
Κάποια χερουβεὶμ τὴν διαβεβαίωσαν γιὰ τὸ sin free τῆς ἡμετέρας περίπτωσεως καὶ χαράκωσε ἕνα ὑδρόγειο χαμόγελο στὸ πρόσωπό της, κάνοντάς με νὰ κατουρηθῶ ἀπὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἰκανοποίηση. Μερικὰ λεπτὰ τῆς ὥρας μετά, τὸ λυκαυγὲς μᾶς βρῆκε νὰ κυνηγιόμαστε σὲ ἕνα γειτονικὸν ἀλσύλιον καὶ στὰ ὅρια τοῦ βραδιοῦ μὲ νύκτα νὰ χάνουμε παρὰ φύσει τὴν παρθενία μας, ἀφήνοντας στὴν κνίτισσα τὴν βαριὰ δουλειά.
Ἡ Εὐδοξία εἶναι ὅ,τι καλλίτερο μοῦ ἔχει τύχει στὴν ζωή (πλὴν τοῦ ὅτι ἐγεννήθην ΑΕΚ) νομίζω δὲ πὼς ἔχω βρεῖ τὸ ἄλλο μου μισό. Μοῦ φέρεται ὅπως πρέπει μιὰ κοπέλα στὸν κύριό της νὰ φέρῃται καὶ κάθε ἡμέρα νοιώθω ὑποχρεωμένος καθὼς τὴν βλέπω μὲ μικρὲς εὐτελεῖς κινήσεις νὰ μὲ σκλαβώνῃ.
Σήμερα μοῦ ἔδωσε ἕνα τσαμπὶ λουλουδιῶν.
Δὲν εἶχα ξαναδεῖ τέτοια, λίγο περίεργα μοῦ φάνηκαν.
Τὴν ῥώτησα πῶς τὰ λένε κι αὐτὴ μοῦ ἀπεκρίθη:
Φέριουμ.
Εἶναι μιὰ ποικιλία, συνέχισε, ποῦ συναντᾶται στὰ ὑψίπεδα τῆς Μαδαγασκάρης μόνον, σὲ σχισμάδες βράχων φύονται καὶ μεγαλώνουν μόνον ἂν λιπαίνωνται ἀπὸ στρουθιόμορφα θηλυκὰ πτηνά μέρα παρὰ μέρα.
Φέριουμ.
Εἶναι ὑπέροχα!
Τὰ ἀγαπῶ!
5 σχόλια:
Να βάλεις στεφάνι στο κορίτσι ρε αλήτη που το μαγάρισες!!!
Τὴν ἔχω ἐκθέσει ἔ;
Σαφέστατα!!!
Αν είναι και θρήσκα όπως λες σε βλέπω σύντομα να περνάς το κατώφλι της εκκλησίας...
οκ! θὰ τὸ ἔχω ὑπ'ὄψιν μου!
lol
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα