Γκλοῦπ!
Πεινοῦσα σάν μόγγολο ὁ κιαρατάς, πεινοῦσα ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω κάτι νά μιουτίσῃ κι αυτὸς ὁ στομάχης οὕτινος οἱ θορύβοι θύμιζαν ἐξάτμιση καγκουρίδικου παπακίου.
Ἀντιθέτως· μασοῦσα τσίκλα μέ τήν αποθαμένη κἄνα μισάωρο μυρωδιά δυόσμου καί τήν κυττοῦσα, τήν ἄκουγα δηλαδή νά μέ λέῃ κάτι γιά τίς σπουδές της καί γιά ἀλληλεγγύη στούς μετανάστες. Ἦταν σπουδαία μουνάρα, οι καμπύλες πάνω της συνέθεταν κι ἀφιέρωναν ὕμνους στήν Ἀφροδίτη· μέ ῥεφραῖν σέ σατύρους ὡστόσο καί κουπλαῖ στόν Πρίαπον.
Κι ἐγώ τό ἔπαιζα χαζογκομενίτσα ἥτις καίτοι πεινᾷ καργότατα, δέν βάζει τίποτε στό στόμα της γιά λόγους, ἔ ξέρετε τί λόγους. (Μά τίποτε στό στόμα σου καλή μου δέν θά βάλῃς;) Ὁ στομάχης ὅμως! Ἄ τόν πούστη! Ζουλιάρης ἐντόνως καί λόγῳ ἄνευ φαλλοῦ δέν ἤθελε νά μέ δῇ νά αλληλεγίζωμαι μέ τήν ἐν λόγῳ αἰδοιάρα. Κι ἄφηνε ἤχους ἐξατμίσεως καγκουρίδικου παπακίου πεντήκοντα κυβικῶν κωλοφτιαγμένου ἀργαλειοῦ περικαλῶ.
Κύριος οἶδε πῶς κατάφερα νά παραμείνω εὐσταλής στήν εἰκόνα πού σχημάτιζε γιά μένα ἡ κόρη ἀπέναντι. Ὄχι πολύ ἀπέναντι, ἦταν ἀρκετά κοντά γιά νά μέ βολοδέρνῃ συνεχῶς ὁ ἄρωμάς της οὕτινος ἡ ὀνομασία παραήταν φράγκικη γιά μένα γιά νά τήν θυμᾶμαι. Θυμᾶμαι ἐντόνως πάντως τίς στά καπάκια μυρωδιές λίγο ἀφότου σηκώθηκε καί τάχιστα ἐπέστρεψε. Μιά τέλεια τσίκνα (θά μποροῦσες νά τουμπάρῃς πολλούς θεούς μ’αὐτήν) ἀπό ζέοντα κρέατα. Ἐναπέθεσε σέ ἕνα τραπεζάκι τό πινάκιον μέ τά φαγιά (κάπου ἐκεῖ ξαπόστειλα λάθρα τό βλέμμα μου στό ὑποκλινόμενο ὑποκάμισόν της - ἄχ αὐτή ἡ βυζοχαράδρα, Χαρίλαέ μου!) καί χαμογέλασε λέγουσα «Βοῦρ στόν πατσά ῥε μοῦτρο!»
Κι ἐγῶ μαζύ μέ τόν βάσανο τόν στομάχη ἀνέσυρα τό βλέμμα ἀπό τό μποῦστο της κι ἐλάχιστα πρίν νά τό βυθίσω στό μάμ, κατάπια τό σάλιο μου δίκην προκαταρκτικοῦ...
Κατάπια;
Στραβοκατάπια καλλίτερα!
Ὦ, ναί! Μοῦ τήν εἶχε γαμήσει τήν μέρα ἡ πηδιόλα. Δίπλα στά καλλίπυγα κρέατα, στίς ἀφράτες πίττες καί τό τσιμπιάρικο τζατζίκι, εἶχε βάλει καί..............
Καί πηρούνια.
Πηρούνια;
Φαγητό μέ μαχαιροπηρουνοκούταλα; Ποῦ ἠκούσθη; Δέν τίς ξέρω τέτοιες πολυτέλειες καλή μου, ἀρκετά γάρ τά δάκτυλα καί ὁ ἐλάττων ὄνυχας!
Ὤιμέ! Πηρούνια;
Μά δέν ξέρω μωρή, πῶς τά δουλεύουν αὐτά! Ποῦ οἱ ὁδηγίες χρήσεως; Δέν τἄχω χρησιμοποιήσει ποτέ! Τί μᾶς τἄδωκε ὁ Θεός τά χέρια, μοῦ λές; Δέν θέλω μεσολαβητή γιά νά γευματίσω, τ'ἄκουσες;! Ξέρω πολύ καλά καί μόνος μου νά φάω!
Μόνος μου!
3 σχόλια:
τί έχετε πάθει ακριβώς;
δ
μήπως πεινᾶτε καί τά λέτε ὅλα αὐτά;
αλήθεια τώρα πεινάτε;
δ
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα