Καί φαντάσου… Μόνο δύο!
Σήμερα, μετά άπό περίπου 89 μήνες, βγήκα. Όξω. Γιά βράδυ εννοώ. Ο κόσμος μού φάνηκε λίγο περίεργος. Λίγο. Δέν είχα καί πολύν χρόνο στήν διάθεσή μου γιά παρατηρήσεις. Είμαι λίγο παρελθοντολάγνο άτομάκι, συνεπούμενα ζήτησα άπό τόν κύκλο νά πάμε σέ κάποια παλιά, μήν μού προκύψει καί τίποτις πολιτιστικό σοκ ένεκα τό οβεντόουζ τών καινών.
Έτσι, είπαμε νά ανηφορίσωμε πρός τόν προφήτη Ηλία. Μέχρι τότενες, μέχρι πού είχα βγεί εσχάτη φορά παναπεί, τό μπώουλινγκ εκεί, ήντουνα τό μοναδικό, εξαιρέσει ενός έν Γλυφάδι. Παραγγείλαμε ούζο, ζητήσαμε λαθραίες ελιές άπό πορτοκαλί κοντέηνερ αγίω Γεωργίω, Κερατσινίω κι αποσμητικό γιά τίς ληγμένες μου κάλτσες.
Κατ’αρχάς φοβήθηκα. Γιά μένα φοβήθηκα καί πώς θά αντιδράσω ενώπιον κόσμου. Πολέως κόσμου. Δέν μού πήρε όμως ώρα – τί καλά!
Κι άρχισα τίς μαλακίες (κάτι πού ποτές δέν σταμάτησα, εδώ πού τά υπαγορεύουμε) εγκλιματίσθην άρτια κι αι κινήσεις μου πιρουετίζοντο στόν χώρο άνευ τής παραμικράς φειδούς. Τά στράικ σκάγαν πιότερα κι άπό τά ελαιοκουκούτσα στό τασάκι, ένοιωθα σάν τόν Μεγάλο Ιεροεξεταστή καθώς ήλεγχα τό ταμπλώ μέ τά σκόρια, Ιεροεξεταστή όμως παντελείως μή αγέλαστο, μή αμίλητο, μή εκδηλωτικό.
Όλα έδειχναν έν τάξει, θά’βαζε στοίχημα κάποιος γιά τήν προσαρμοστικότητά μου, όμως γιά άλλη μιά φορά, τά σκάτωσα.
........
αλλά η ντροπή ήταν πιό οξεία, πιό έντονη κι άπό τούς κρότους τής ξάπλας τών κορινών.
Σέ άλλους 89, άπό τώρα, πάλι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα