Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2006

Μπίρπ!

Λίγο μετά από ένα αισχρό ψαρονέφρι έκ τού ΚΨΜ τής εργασίας καί μιά δέσμη στιγμών πρίν από ένα εργένειο ρέψιμο, άκουσα τόν αδελφικό στά θετικά κι αρνητικά του, φίλο καί συνάδελφό μου νά μού ζητά οδοντογλυφίδα.

Οι οδοντογλυφίδες σπανίζουν πολύ στήν χλωρίδα ενός γραφείου. Παραμέρισα κόλλες Α4, στυλά ποικίλων χρωμάτων, συνδετήρων τριών μεγεθών, κατακίτρινα τιπεξάκια, έναν χαρμάνη διακορευτή... Τίποτε. οδοντογλυφίδες πουθενά... Αναπόφευκτα τό καλό μου φιλαράκι, ο Μηνάς ο Χάρακας, άρχισε μέ τήν γλώττα του νά ψαχουλεύη κυνόδοντες, κοπτήρες καί τραπεζίτες. Θορυβωδώς. Λίαν.

Άναψε τσιγάρο, κύτταξε τά εισερχόμενά του, πέταξε μιά ματιά πρός τό (άδειο) γραφείο τού επιστάτου κι έκατσε σταυροπόδι.

Είχε κάνει μιάν αρχή στήν διατύπωση μιάς άποψης σέ θέματα μπαγιάτικης επικαιρότητος, οι εμμονές του όμως δέν έλεγαν νά τόν αφήσουν. Κι έτσι, φίλοι φίλοι καριοφύλλι αλλά μάς ζάλιζε γαμώτη μου. Προσπαθούσε νά μάς πείση, νά μάς μεταφέρει τήν δική του εκδοχή γιά τά τής Αμαρύνθου. Κάτι γιά τήν περί κουκουβάγιας άποψη τήν απηλλαγμένη από αιματολογικά κριτήρια καί φυλετικά. Αϊντάάάάαααα!

«Ο ίδιος ο Αμαρανθιώτης, αυτός ο σιχαμερός ελληναράς, ρατσίσταρος μέ τά όλα του (διαθέτων ένα εργαστήριο νάαααα μέ τό συμπάθειον, εργαστήριο ευγονικής ένθα εξετάζονται δείγματα κυττάρων αθηναίων καί αγιομαρινιτών) σέ καμιά 30-40 χρόνια όταν θά τού τρέχουν σάλια από τό στόμα κωλογεριστί, πιθανολογώ, άς πούμε, ότι θά τού γυαλίση κάποια αλλοδαπή. Θά έχη προηγηθεί κούνημα κώλου μέ κίνητρο ιθαγένειες, υποκοότητες καί περιουσίες. Ο Αμαρανθιώτης, άντρας-γουρούνι ών, θά νομίση ότι είναι γόητας μέγας καί θά πειστή.

Τό στόρυ ακολουθεί μέ γνωστά δεδομένα.

Τήν νυμφεύεται.

Η διαφορά τών ηλικιών των μοιάζει μέ περίοδον θητείας μητροπολίτου. Δέν σκαλώνει όμως. Ακάθεκτος. Ο έγγαμος βίος διαθέτει μιάν κάποια ειδοποιό διαφορά από τήν προηγουμένη έν χηρεία ζωή του. Συνηθίζει νά τήν παίρνη (όχι τήν έν χηρεία ζωή αλλά τό γυναικάκι του) μάτι. Τά πρωινά όταν οι βύζοι στό α-σουτιένιο νυκτικό παίζουν τόμπολα, τά μεσημέρια όταν το καλοκαιρινό μπλουζάκι βρέχεται στόν νεροχύτη καθώς ξεβγάζεται ο αρακάς, τά βράδια στήν σκάτζα τών ρούχων λίγο πρίν από τό νάνι. Καί γουστάρει, γουστάρει αβέρτα, δέν είναι ότι αισθάνεται μόνο αυτήν τήν γλυκάδα πού χτενίζει τούς ιστούς τού μέσα του, αλλά τσεκάρει βλέποντας υγρή τήν βάλανό του. Σπουδαία πειστήρια! Υπέρβαση γίνεται μόνο κάποιες νύχτες μετά από συνάξεις συγγενών, όταν η ξάπλα γίνεται περίεργη. Θύμησες περίεργες σκάνε μύτη στόν αμαρανθιώτη, μιά κάποια μελαγχολία τόν συνεπαίρνει. Πρίν νά κυριαρχηθή από μιζέρια, αντιστέκεται. Αντιστέκεται καί αποφασίζει νά απλώση τό χεράκι του. Τά συμπαγή βυζιά αφήνονται ώς γιατρικό στίς εγκεφαλικές παλινδρομήσεις τού γέρου αμαρανθιώτη. Η τύπισσα στρέφει λίγο τό κορμί καί προτείνει τόν κώλο της. Τά καπούλια της, ολοκαίνουρια μαξιλάρια, βαλιτσάκια φουσκωμένα, συμμετέχουν κι αυτά στήν θεραπεία. Η οποία άπαξ σέ κύκλο 29ης Φεβρουαρίου, έχει στό πρόγραμμα καί διείσδυση. Τσόντες, εικόνες, αναμνήσεις, σκέψεις, απωθημένα κάνουν τούρμπο τόν ήρωα όστις κάποια στιγμή, σκοράρει.

Μετά από εννέα μήνες γεννάται ένα αμαρανθορωσσάκι / αμαρανθαλβανάκι / αμαρανθορουμανάκι.

Περνάν 4-5 χρόνια, πάει στό δημοτικό. Περνά τίς τάξεις γρήγορα, γίνεται καί σημαιοφοράκι, πολλά χάι! Η χρονιά αυτή εκτός από σημαιοστολισμούς διαθέτει καί σερβιετοστολισμούς... Η θυγάτηρ γίνεται έφηβος... Τό βυζάκι φουσκώνει, η θηλή γίνεται κώνος κι η λεκάνη απλώνεται. Αυτά κι αυτά προστίθενται σέ μιάν ανεκδήλωτη τάση της. Μιά αλέγκρο διάθεσή της, πειράζουσα κάθε αρσενικό αγοράκι συμμαθητάκι της.

Ένα απόγευμα εκδηλούται κενό. Η μαθηματικός πού κάνει Γεωλογία αρρωσταίνει (Καθηγητής καί υπερκόπωση έννοιες αλληλοσυμπληρώμενες). Έτσι τά παιδιά τό απολαμβάνουν. Κάποιοι κάγκουροι ελευθεροβολιάζουν σέ μιά μπασκέτα, μερικές παρολίγον γκόμενες μπλουτουθιάζουν μέ τά κινητά των, ένα δυό μαλακισμένα διαβάζουν τά τής επομένης ώρας, κάποιος γελοίος δέν μπορεί νά ανάψη ένα τσιγάρο.

Α, ναί! Πρέπει νά πούμε καί τί κάνει τό κοριτσάκι μας. Είναι στήν αδειάζουσα αίθουσα. Ψάχνει κάτι στήν σάκα της. Είναι ένα παραλληλεπίπεδο χαρτόνινο κουτί. Έχει κάτι κυλινδράκια μέσα μέ καπνό. Ναί. Τσιγάρα μάρκας πρίνς. Τά αδράττει, παίρνει όμως κι ένα χρησιμοποιημένο εισιτήριο λεωφορείου. Κυττά κάτω από τήν μασχάλη της διακριτικώς νά δή εάν είναι μόνη της ή όχι... Μέ μιά σιγουριά κουμπώνει τήν τσάντα της, ξεκινά κι ακούει ήχους αθλητικών υποδημάτων ακολουθούντων αυτήν. Σταματά μπροστά από τό κυλικείο καί απότομα στρίβει αριστερά, πρός τίς τουαλέττες. Ο κατά πόδας δέν μπερδεύεται.

Λίγο μετά, η ηρωίδα μας, τό ρόδον πού βγήκε από τό αγκάθι (φίδι τού αυγού ο αμαρανθιώτης Ερρίκος Φερβούρτ) στέκεται δίπλα σέ ένα κρύο σώμα καλοριφέρ καί κυττά πρός τήν νοητή είσοδο τής τουαλέττας. Μιά σκιά καί στό καπάκι ένας έφηβος, πρόωρα σχηματισμένος εμφανίζεται. Χαμογελά η δεσποινίς καί χωρίς νά χάση χρόνο βγάζει από τήν τσέπη της το εισιτηριάκι. Ο μάγκας από τήν άλλη πλευρά αναλόγων ταχυτήτων βγάζει τό πορτοφόλι κι εξάγει ένα νάυλον. Δαγκώνει τήν μία πλευρά, αφήνει στήν ανοικτή του παλάμη τέως λωτούς νύν μαυράκι. Ζητά από τήν φίλη μας ένα ένα πρίνς, παίρνει τσιγαρόχαρτα καί μέ τό εισιτήριο Αμάρανθος – Εύβοια φτιάχνει μιά τζιβανούλα πρώτης. Η φωτιά κέρασμα τού μαγκίτη. Κάθονται σέ ένα θρανίο μέ μπόλικα συνθήματα καί γυρίζουν τό γιομιστό. Η σημασία αυτών πού λέγονται γιά μιά οικονομία συζητήσεως, ανάλογη μέ τρόπους σιδερώματος στόν αχαΐρευτο εργένη, μυστικά συνταγών στήν άχρηστη γυναίκα, ποιήματα ευαισθησίας σέ έναν ανθελληναρά.

Πλήν τού βαρυφορτωμένου τσιγάρου, γυρίζουν καί τά γύρω. Οι λέξεις σκουντουφλάνε, οι συλλαβές κομπλάρουν αλλά καί ξεπετάγονται, μπερδεύεται μιά φοβία μέ γέλια πολλά. Μέχρι πού πάνω σέ μιά αλλαξοτσιγαριά ο έτσι διά τής ανάστροφης τής παλάμης αισθάνεται λίγο άγουρο βυζάκι. Η κοπέλα κάνει ότι δέν καταλαβαίνει τί έγινε αλλά σίγουρα δέν αντιλαμβάνεται τό μάτι τού αγαπούλη νά θολώνη. Ξεκινά νά κουνάη τά πόδια του εκνευριστικά γρήγορα καί τόν κορμό του ανάλογα, πάνω κάτω. Οι τζούρες αλλάζουν ρυθμό. Μικροτέρας διαρκείας καί περιεκτικότητος. Τό μυαλό πλέον αλλού συνοδεύον κάτι πού αρχίζει νά γίνεται εμμονή.

Βυζί.

Μικρό.

Στητό.

Θεόσκληρο.

Κατάλευκο.

Ποιότης, υφή βυζιού βραχείας διαρκείας. Συναντάται στά θηλυκά, επτά οκτώ μήνες στήν συνολική 60-70-80 χρόνων διάρκειά τους.

Βυζί. Ρώγα. Θηλή.

Άρωμα.

Θέλω.

Είναι.

Πρέπει.

Γιατί όχι.;.

Συναίνεση;

Συναίνεση!

Κούνησε τό κεφάλι εξουσιοδοτών εαυτόν καί εστράφη σέ αυτήν. Η αντίληψή της όχι καί εντελώς στά καλλίτερα. Πρότεινε τό τσιγάρο σέ αυτόν. Κι αυτός άπλωσε τό χέρι όχι μέ προορισμό τό τσιγάρο, αλλά τά αγίνωτα βυζιά της. Έπεσε πάνω της, έγειρε κι έψαχνε τό στόμα της. Αυτή αιφνιδιάστηκε, αντέδρασε, όχι εντελώς σπασμωδικά. Προσπάθησε νά κινηθή στ’αντίθετα, τό γόνατό της έθιξε τό βεληνεκές τού σώματος τού φίλου της. Η περιοχή μεταξύ τών ποδιών του περιέργως σκληρή. Κι αυτή, δάγκωσε τά χείλη της, γουργουρίζοντας...

- Χμ... Κάπου εδώ πρέπει νά αρχίζω νά φωνάζω , οι προθέσεις αυτού τού θεονήστικου είναι εωσφόρου φωτεινότερες... Αλλά... Γαμώτο... Πόσο περίεργα είναι εκεί... Καί στήν Ανθρωπολογία, ψές, αυτή η ξενέρωτη είπε ότι η γλώττα είναι ο πιό ισχυρός μύς τού ανθρώπου... Τί ζώον, Μάζντα μου!

Δυσκολεύτηκε λίγο, μέσα στήν μαστούρα της, νά προκρίνη μιά συμπεριφορά πού νά μήν έδειχνε πόσο ψόφαγε γιά φίκι φίκι αλλά τά κατάφερε έν τέλει. Αυτό πού δέν κατάφερε ήταν νά αντέξη τήν μυρωδιά τού χνώτου τού απέναντί της. Γι’αυτό καί τού γύρισε τήν πλάτη, αναλαμβάνοντας συμπεριφορά Βίνας Ασίκη στό «Άν ήταν τό βιολί, πουλί» μέ τόν Μουστάκα...

- Μμμμμ... Μά.... Εέέέέ.... Δέν πρ... Ίσως νά μήν... Εεεεεεε....

Προσπάθειες πολλές νά (τόν) πείση γιά τό ότι δέν είναι εύκολο κορίτσι... Μά γιά ποιά μέ πέρασες; Τί νόμιζες;!!! Αλλά οι ρώγες είχαν στήσει τό δικό τους ιστό πεποίθησης καί δύσκολα φυλασσόταν η τό_πόσο_μου_λείπει_η_ζεστή_αγκαλιά_ σου_όπως_τά_καλοκαίρια διάθεσή της...

Συνήθως όταν γυρίζης πλάτη (κι αυτό δέν χρειάζεται νά έχης σπουδάσει Ανθρωπολογία δευτέρας γυμνασίου μέ ξενέρωτη κι αγάμητη καθηγήτρια, γιά νά τό ξέρης) γυρίζεις καί κώλο. Μήν τά πολυλογούμε. Η ηρωίδα μας διόλου δυσαρεστημένη μέ τά γύρω γύρω όλοι, γιά μιά στιγμή ικανοποιήθηκε επειδή ο τσίφτης σφίχτηκε λίγο νά ξεκουμπώση τό φερμουάρ της καί νά κατεβάση τό ακριβό της τζηνάκι. Ήταν η στιγμή ακριβώς καθ’ήν οι γονείς της , οίκοι, τύρβαζαν περί άλλων. Ο πατέρας της, έξοχος ρατσίσταρος όπως προείπαμε, παρηκολούθει κάποια μεσημβρινή εκπομπή λόγου κι η μητέρα της τηλεφώνει σέ κάτι συγγενείς της πολύ πλησιέστερον τών ουραλίων ορέων απ’ό,τι ημείς. Κι όταν ακριβώς έκλεισε το τηλέφωνο, 2 χιλιόμετρα μακρυά, στίς τουαλέττες τού σχολειού, ηκούσθη η πρώτη κραυγή.

Μαστουρωμένος ο τυπάς κι όχι καί τόσο έμπειρος περί τών αφροδισίων, εμπέρδεψε τάς οπάς, αίτινες αμφότερες - ένεκα παρθενίας - ήσαν διπλότριπλα καλυμμένες διά φυσικού υλικού. Κι η καλή μας δέσποινα ουχί τόσον λόγω συστολής αλλά ένεκα πόνος αβάσταχτος νά’ούμ’... Έ... Τό μενού τής ημέρας είχε τζιβάνες, μαυράκι καί καπνούς, όχι έλαια ολισθητικά... Σαφώς καί αυτοί οι ήχοι απέσχον παρασάγγας τών ήχων απολαύσεως, ικανοποιήσεως γι’αυτό καί δέν χωρούσε μπέρδεμα. Ήταν βιασμός, έστω στά κατ’αρχάς του, προσπάθεια διακορεύσεως, τίμημα περίγελως. Βιασμός.

Πρώτος έσπευσε ο κυλικιάρχης. Μετά ένας φιλόλογος άρτι διορθώσας διαγωνίσματα, κάποιοι μαθηταί, ενώ ηρνήθη νά πάη εκεί η ξενερωταγάμητη τής Ανθρωπολογίας καθηγήτρια. Η γυμνάστρια τούς ζήτησε νά ντυθούν ενώ, επέμεινε πρός τήν ηρωίδα μας νά σβήση ένα ύφος ηδυπάθειας από τό πρόσωπόν της. Μέ βαριά καρδιά κίνησαν πρός τήν φωλιά τού λύκου. Ο διευθυντής ενώπιον τών δύο μαθητών δέν συγκράτησε ένα βλέμμα οργιοξιπασιάς - ειδικώς όταν πήρε στά χέρια του κάποια εξέχοντα, έκ τού παντελονιού, κορδονάκια από ένα ολίγον από κυλλοτάκι τής δεσποίνης, προστάξας νά μαζέψη τά αίσχη της. Κι όταν γύρισε πρός τόν χαμηλοβλέποντα (όχι λόγω αιδούς αλλά λόγω μή ιάσιμης μαστούρας καί ανολοκλήρωτης καύλας) νεαρό τότε οι φωνές αντήχησαν μέχρι έξω. Τίς οποίες ήκουσε κι ο αφικνούμενος πατήρ τής κοπελίτσας αποτελέσματι νά επιταχύν »





Τό στόρυ κάπου εδώ τελειώνει. Σχόλασε ο Μηνάς ο Χάρακας πού σχεδόν μού τό υπαγόρευε, βάλτωσε τό νήμα. Εάν πέρναγε από τό χέρι μου, θά προσέθετα ότι ο πατέρας, ο αμαρανθιώτης πατέρας, ο ίδιος ρατσίσταρος τόν οποίον όλοι κράζουμε (δικαίως) πού έκραξε τήν κοπελίτσα υποτίθεται μέ ρατσιστικό κίνητρο, νομίζω ότι καί τώρα, σέ φάση βιασμού από έλληνα μιάς ελληνορωσίδας π.χ. πάλι τό δικό του παιδί θά προσπαθούσε νά υπερασπιστή , τό μή καθαρό ελληνάκι, από ένα καθαρό ελληνάκι. Στήν φάση αυτή, οι αμαρανθιώτες γονείς φέρθηκαν απαράδεκτα, αισχρά, σιχαμένα. Αλλά ρατσιστικά όχι. Εάν αύριο αποκτήσουν κάποιο αραπάκι/εγχρωμάκι/αφροελληνάκι π.χ. το οποίον νταυραντισμένο βιάσει κάποιο ελληνάκι κορίτσι, πάλι θά γίνη λόγος από τούς γονείς του ότι τό κορίτσι ήταν πουτανάκι, τά’θελε, ήταν προκλητικό κλπ κλπ κλπ.. Αυτά όμως δέν μπορώ νά τά πώ επιτυχημένα, δέν μπορώ νά πείσω έναν συνομιλητή μου, ίσως επειδή δέν έχω χρείαν οδοντογλυφίδος, πήρα μιά σούπα στό ΚΨΜ.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats