Δερβισοειδείς κύκλοι
Σέ ένα άπό τεταρτοπέμπτα κανάλια, κάποιο εντελώς βράδυ, οριακώς νύκτα, δέν ξέρω νά πώ γιατί στάθηκα. Δέν είχε τηλεμάρκετινγκ ή κλιπάκια κάποιων άπό φωνή μουνί κι άπό μουνί φωνάρα τραγουδιστριών. Έδειχνε έναν τόν πώγωνά του χαϊδεύοντα δερβίση σέ ένα καθαρά ανατολίτικο περιβάλλον νά λέη, νά εξηγή κάτι. Τό τί, θά μού μείνη εσαεί απορία, μιάς καί τό έν λόγω κανάλι δέν είχε μπεί στόν κόπο νά υποτιτλιάση. Μικρο τό κακο, εδώ πού τά λέμε δέν υπήρχε καί μεγάλη ανάγκη μεταφράσεως αφού τό μπλά μπλά ήταν ελάχιστο. Τήν μερίδα τού λέοντος στήν οθονη, είχε η επίδειξη τών ικανοτήτων τού δερβίσου. Ήταν απίστευτος, αθληταράς ρέ παιδί μου, όχι κεντεροειδώς, αλλά είχε κάτι τό αυθόρμητα καθαρό. Καί δώστου γύρα, καί φέρε στροφή καί ξανατράβα καί ξανασμπρώξε. Παίχτης ο δερβίσης!
Αυτό τό αέναο, ακριβώς τήν στιγμή πού τό βράδυ έδωσε τήν θέση του στήν νύκτα, μού έκανε κάτι... Δέν ξέρω έάν η φουσκωμένη, στρογγυλή φορεσιά τού δερβίση μού θύμιζε τίς καμπύλες τής νυκτός (λόγος συμπαθείας), έάν η στρογγυλάδα της ταίριαζε στίς δαντελίτσες τού ενδύματος. Η ευαρέσκεια αυτή δέν μπορούσε μέ τίποτε νά χαλάση, δέν σκότιζα καθόλου τόν νού μου μέ βδέλλες έννοιας τών εργασίμων ωρών, αρνήθηκα νά τυραννίσω εαυτόν μέ ίσως υπαρξιακές απορίες. Μόνο πού νά… Μέ έπιασε μιά μελαγχολία καθώς ταυτίστηκα μέ τόν επί τής οθόνης ήρωα, βιάστηκα νά επινοήσω καί δώσω απαντήσεις στό τί γίνεται όταν ο δερβίσης είναι οριακά συντάξιμος... Όταν ενδεχομένως ταλανίζεται άπό κάποιους ιλίγγους καί προσγειώνεται φαρδύς πλατύς στό υγρό μωσαϊκό… Ή όταν τό κοινό του ψοφά γιά ανανέωση τού ρεπερτορίου.
Εικόνες ησυχίας καί σκοτεινές σιωπές σέ ένα άλλο δωμάτιο. Μέ είδα νά ξυπνώ καί νά είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα, μέ πίσω μου παραθυρόφυλλα επωμιζόμενα τήν συγκράτηση τού πρωινού. Απολάμβανα τίς πρώτες στιγμές χουζουρέματος, λίγο μετά άπό τήν οριστική απόφαση ότι μπούχτισα ύπνο. Μιά ανάσα περισσότερη τού κανονικού μέ σκούντησε, κύτταξα δίπλα μου, είδα τήν G. νά ευπαρουσιάζη κάποιες τσαλάκες στό πρόσωπόν της, μαρτύρι μεγαλοπρεπούς καί βαρέως ύπνου. Ήταν όμορφη· προσεγγίσας, τήν φίλησα πνίγοντας τό «καλημέρα» της, ακυρώσας πάσα πρόθεση πολυλογίας. Έπρεπε νά τήν καλοπιάσω, αφήνοντας τά χείλη της, (τά) σχολίασα μέ τό «Δροσοσταλίδα» αυτό πού ένοιωσα άπό τό καλοβαλμένο στόμα της. Εκείνη χαμογέλασε πρώτα καί μιά έκφραση απλοχεριάς διαδέχθηκε τήν κατσαροσύνη τών χειλέων της. Μέ κύτταξε καλλίτερα, εμβάθυνε στίς κόρες μου καί μέ ρώτησε έάν ήθελα (ακόμη έάν ήθελα) εκείνο τό τεύχος…
Τί καλά πού τό ημίφως, εκείνη τήν δεδομένη στιγμή, έκρυβε κι έκρυψε τήν έκφρασή μου. Διότι ντράπηκα, ντράπηκα πολύ. Θυμήθηκα εκείνες τίς άρρωστες νύχτες, τίς παράλογες μέρες, όλα τά σάπια μέσα μου, τίς φοβίες καί τά κόμπλεξ, τά έάν, τά πότε καί τά μάλλον. Ντράπηκα, ντράπηκα, ντράπηκα. Δέν μού άξιζε τέτοια συμπεριφορά. Τότε. Μηδενική ανοχή τό λένε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα