Τρίτη, Αυγούστου 22, 2006

Malice.


Είμαι ξαπλωμένος καί έχει ζέστη. Πολλή. Δέν μπορώ νά τήν συνηθίσω. Καθόλου. Παρότι μού έχει καβατζώσει την προσοχή καί μού τήν έχει (συνεχώς) προσηλωμένη, δεν μπορώ νά εξοικειωθώ μ’αυτήν. Προκύπτει κάτι και η προσήλωση αποσπάται. Μιά παλάμη – καίτοι τα δάκτυλά της έχουν μιά κάποια ντροπαλάδα – απλώνεται πρός τά εμένα, όχι εντελώς διστακτικά. Άς όψεται τό λίκνο της, ένας βραχίονας, θράσους απιστεύτου. Δυσαρεστώμαι ολίγον τί καθώς αυτή η παλάμη δυναμώνει τήν λάβρα, μιά ίσως νυκτόβια ανθ(τ)ηλιά. Γυρίζω λίγο, τό σώμα μου πρός τό αντίστοιχο λίκνο τού βραχίονος. Τά μάτια μου έχουν συνηθίσει στό σκοτάδι, μπορώ καί τήν διακρίνω μέσω κάποιων - σχεδόν κάθιδρων – επιφανειών αμοιβοειδούς σχήματος.

Πλησιάζω.

Ανταποδίδω τίς θωπείες.

Σταματώ. Οπισθοχωρώ.

Γυρίζω πλάτη, δηλαδή θέλω χάδι στήν γλώσσα τών χαμούρηδων. Η γνωστή χείρ επαναρχίζει.

Αχ, είναι τόσο σκλαβωτικά γουργουριστικό όλο αυτό πού νομίζω ότι θά λιώσω. Όχι λόγω καύσωνος τό λιώσιμο, αλλά από τήν (ηδεία) παράλυση...

Όχι λόγω καύσωνος, είπες; Τί έγινε η ζέστη καλέ; Μέχρι πρίν άπό λίγο σού έτρωγε ότι διαθέσιμο κιλομπάυτ μή αλλά καί παρά-φαιάς ουσίας διέθετες...

Προφανώς (σίγουρα δηλαδή) όλο αυτό τό ode to chαμουρεύειν, άφησε στήν μπάντα κάθε εφίδρωση, κάθε δυσφορίας μόρια, κάθε ασφυξίας επιφώνημα... Συνέχισα νά αφήνωμαι... Τό χέρι κι η κάτοχος της, εθελόντρια στόν ανίδρωτο κόπο σέ φόντο συνεχούς διά πόρου υγράδας, δέν έπαυε ούτε γιά τά ευκόλως εννοούμενα. Συνέχιζε νά μέ μαλάζη, συνέχιζα νά γουστάρω.

Αυτό ήταν. Ο χρόνος τσαλαβούτησε όχι σέ αλμυρά σωμασύδατα αλλά σέ μιά δεξαμενή μερέντας.

Ένας φυσιολογικός άνθρωπος τί θά επέτρεπε στόν εαυτό του νά νοιώση αυτές τίς στιγμές; Τίποτε περισσότερο από τά ήδη αναφερθέντα. Γούστα.

Τότε όμως ήταν η στιγμή πού τό κατάλαβα. Δέν συνέβη απότομα. Ούτε μέ τρόπο πού νά ξαφνιάση. Μέ είδα νά ανοίγω τά μάτια μου στό σκότος καί νά τά κρατώ έτσι. Βραχείας διαρκείας, σκέψις. Ξέφυγα λίγο από τά εκεί μέ μιά νοερή περπατησιά καί θυμήθηκα φάσεις κατάμαυρες μέ ψωμωμένα αγκάθια.

Κατάλαβα, πείστηκα, πεποιθήσθηκα ότι... Ότι είμαι άνθρωπος κακός. Ναί ναί! Διότι ενώ θά έπρεπε νά κάθωμαι νά γουργουρίζω, σέ θέση εμβρυϊκή καί νά γουστάρω τρελλά, προτίμησα νά αφεθώ σέ αναδεύσεις χολής κακίας μέσα μου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats