Περισσεύει κάνα μανταλάκι;
Καίτοι εχθές θαύμαζα τό κάλλος (τήν κάποια γραφικότητα δηλαδή) τού κωφού λιμένος, σήμερον η κολυμπάδα αυτού, δέν ήτο καθόλου ανάλογος τού quasi θαυμασμού. Οι αχινοί παρεμόνευαν μέ μεγάλην διάθεση όπως γαμήσωσιν τάς διακοπάς τών γαμησάντων τήν ησυχίαν των - ουχί μόνον δι’ασταμάτητων ουρήσεων.
Τό μπάνιο περατώθη. Και... Μιά ακουσία* κίνησις καθώς απλώνεις τίς πετσέτες, σέ κάνει νά κυττάξης σ’ένα γειτνιάζον δωμάτιον. Η μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη (καί όχι μισόκλειστη γιά τούς γνωστούς λόγους απορρίψεως τού πεσσιμισμού) τούς βλέπεις νά είναι ξαπλωμένοι, ανέκφραστοι, όχι σέ βαθμό άνοιας, νά προσηλώνωνται ενώπιον μιάς τηλεοράσεως.
Καί σκέπτεσαι , όχι μέ έπαθλον πρωτοτυπίας βεβαίως, αναρωτιέσαι εάν άξιζαν περίπου
Διακοπές είναι, ό,τι γουστάρουν θά περιέχουν διακοπτίζον.
Εξάλλου κι αυτός εκεί, ο ελαιοχρωματιστής, κάθησε καί διάβασε μιά μούτζα βιβλία· περίπου 2.200 σελίδες. Έκανε κι αυτός
* Αρχίδια ακουσία. Μπανιστηρτζής παιδιόθεν ών, τήν καρακαταβρίσκω μέ τό μάτι... Γιατί νά τό κρύψωμεν άλλως τε;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα