θέρος, τί;
Ὀκτώβριος – τὸ πρῶτο του δεκαήμερο, δὲν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία περὶ τούτου.
Τρία
ψεκάσματα κοὺλ γουῶτερ, πτύσιμο στὸ γκαθρέφτη τοῦ δωματίου, φτούσου ἀγόραρε τί κρίμας νὰ μὴν εἶμαι γυνὴ νὰ σὲ ποθῶ μὲ μέχρι αἱμάτου σφιγμένο χεῖλο καὶ τακτοποιεῖν τὸ φουλάρι, νὰ τὸ χώνῃς σὲ ἕνα ντεσιγκουὲλ βαρουφάκειον ὑποκάμισον ἀνοικτῶν τριῶν οπών τὸ βράδυ στὶς τσάρκες στὰ εὐάερα πλακόστρωτα, ἕνα πόκερ καπνοσυρίγγι νὰ σφίγγῃται ὑπὸ τῶν ὀδόντων (καὶ ἂς ἐλλοχεύουσιν ὀρθοδοντικαὶ ἀνωμαλίαι) μὲ καπνὸ λατάκια νὰ γέμῃ τὸν χῶρο καὶ ὅλοι νὰ στρέφωνται πρὸς τὰ σέ, ὅπου ὁ σέ, ἐσὺ δηλαδής, θὰ ἔχῃς ὑπὸ μάλης τὴν ΕΣΤΙΑ, μαζὺ μὲ νουβέλα τινά, συγγραφέως
(τὸν πιὸ ἐξέχοντα αὐτῆς, πολιτικῶς καθήμενο, ὑπέροχο δὲ μοναρχικὸ) τῆς γενεᾶς τοῦ τριάκοντα μὲ προσώπατο διατηρὸν μιὰ κἄποια κάψα, μιὰν καστανίλα, ἕνα χρωματάκι ντὲ (ἐκ τῶν βεζουβίων καυσώνων τοῦ Ἰουλίου, τοῦ Αὐγούστου καὶ λοιπῶν καὶ ἑτέρων ῥωμαίων αὐτοκρατόρων) ξυρισμένο ὅσο δὲν πάει καθ΄ ὅσον ἡ τρίχα (σὲ ὅποιο νἆναι μέγεθο πλέον) συναντᾶται στὸν πᾶσα ἕνα πλεμπαῖον ὅστις σὺν τοῖς ἄλλοις διακοπεύεται κυρίως σὲ ἐκείνους τοὺς προειρηθέντας ῥωμαίους) μὲ μάτια ἀγνοοῦντα περιφερόμενα γκομενάκια ποὺ ἐδῶ ποὺ τὰ γράφουμε δύσκολον νὰ ὑπάρχωσιν τέτοιονε μήνα ἐς τὰς νήσους ἀλλὰ μὴ χαλάσωμε τώρα τὸ μπλὰ μπλά, καὶ περπατησιὰ καὶ συμπεριφορὰ κοτζάμπαση, χωρὶς νὰ χαιρετᾷς δηλαδὴ φεύγων ἀπὸ παρέα ὅπου ἐστάθης νὰ ἐκφέρῃς ἕνα πῶς τὴν ἔχετε ἀπόψα τὴν διάθεσιν; Καὶ νὰ διαλέγῃς ἵνα ἀράξῃς μέρος τε καὶ θέσιν περίοπτον,
μπορεῖ καὶ ὄχι, παραγγέλλων ποῦ’σαι
παιδί, ἕναν κοκτέλη φέρε μοι, οὕτινος τὸ χρῶμα, κομματικῆς
παρατάξεως ἣν ἀπεχθάνεσαι περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν παραγωγὴ συναχωμένης ῥινὸς κατὰ τὸν Φεβρουάριο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα