γιὰ σπάσιμο
Θὰ
ζήλευε κι ὁ Τσικλητήρας τὸ σιφουνῶδες
τέλειωμά μου (ἴσως δὲ καὶ ὁ Peter
North
ἐὰν
τὸ δοῦμε διαφορετικῶς) καθὼς πτεράδην
κατέβηκα τὴν κυλιομένην κλίμακα καὶ
πετάδην ἐμβῆκα στὸν συρμὸ μέσα ἀπὸ
κλείνουσες θύρες. Μόνον καὶ λίγο (αὐτὲς)
μοῦ ἔπιασαν τὸ φουλάρι καθὼς ἔκλεισαν,
τὸ ὁποῖον ἔμεινε νὰ κρέμεται αὐτοῦ
ἀναμένον τὴν ἑπομένη στάσι, μὰ σιγὰ
τὴν ἀπώλεια. Ὅλοι οἱ ἐπιβάται (τοῦ
συρμοῦ) μὲ κύτταζαν μὲ ὕφος ὁριακῶς
ἱλαρὸν (διότι εἶχα γίνει ἐντελῶς
Ἰωάννης Μελισσανίδης κι ὅπως οὗτος
φιγούρευε στοὺς ὀλυμπαγῶνες τοῦ 96)
μὰ τελικῶς ὁ μορφασμός των κατέληγε
σὲ συμπαθείας καὶ θαυμασμοῦ μάπα
ἐπειδὴ εἶχα περάσει ὡς ἱαγουάρος
αἴλουρος μέσα ἀπὸ μιὰ πορτῶν σχισμὴ
τόσο δὰ μικρά. Ὅλοι; Ὄχι.
Μόνον μία παρέμενε στὴν θέσι της, κανακεύουσα μάλιστα στὰ σκέλη της ψηλά, προικισμένο βιβλίο οὕτινος τὰ ἑκατοστὰ θὰ ἱκανοποίων πᾶσα μία φερέλπιδα καὶ σεβάμενη ἑαυτόν, γυνή. Πώπω, ἔνοιωσα νὰ μοῦ σκίζῃ, ἡ μάστιγξ τῆς ἀδιαφορίας της, τὰ ἐπηρμένα μάγουλά μου ἀποτροπιάζουσα τὴν γιομάτη οἴησιν μούρη· δὲν ἦταν μάλιστα ἐκεῖ κοντὰ κι ἡ Βουγιουκλάκη νὰ ζητᾷ μελωδιστὶ νὰ μὴν τὸ βαρᾷ - τὸ καμουτσίκι.
Ἔγειανα ὡς Γουλβερὶν τὸ ἄλγος τῶν προσώπῳ αἱματουσῶν ἀμυχῶν καὶ κάθησα ἀπέναντί της. Ἔβηξα. Ἔβηξα ὀλίγον σιχαμένως· μηρύκασα ψήγματα συναχιοῦ καὶ μυξὸς στὸ ὠριλὰ σύστημα. Μαλακία ναί, ποίας ἠ προσοχὴ τσιμπιέται μὲ τέτοια; Τοὐναντίον. Ἄλλαξα πλευρό. Ἔπιασα (γιὰ νὰ τῆς ἕλξω τὴν προσοχὴ) νὰ σχηματίζω ἀνδρικὸ σταυροπόδι ὅμοιο στὴν μπαρμπουτσάδα του μὲ ἐκεῖνα ὀψίμων νιόπλουτων πετρελαιάδων εἰς τὸ Κόρπους Κρίστυ τοῦ Τέχας. Κι ἔτσι λοιπὸν ποὺ ὁ δεξιὸς πόδης μου ξεκίνησε ἀπὸ τὸ πάτωμα γιὰ νὰ φθάσῃ τὸν μηρὸ τοῦ ἀριστεροῦ, κατὰ τὴν φτιάξιν του τόξου στὸν ἀέρα, ἀντὶς μηροῦ βρῆκε (τὸ μύτο τοῦ παπουτσιοῦ μου) τὸ βιβλίον της. Μὲ ἕνα σφαρτσαριστὸ μεστὸ σούτ, ἔστειλα τὸ βιβλίο κάπου ξερωγὼ στὰ μέρη τῆς κοιλιᾶς της, φεύγοντας σκιαχτικὰ ἀπὸ τὰ χέρια της τὰ ὁποῖα τὸ ἐτήρων χαλαρῶς - ἡ περιγραφὴ θὰ ἦτο ἀκριβεστέρα ἐὰν τὸν λόγον ἐλάμβανε ὁ Διακογιάννης.
Τότες μόνον σήκωσε τὸ βλέμμα. Ἀργά. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἔνθα εἶχε παραπέσει τὸ βιβλίον πάνω της, ἀργὰ πέρασε ἀπέναντι σὲ μένα (τὸ βλέμμα) καὶ ὡς κλεῖθρον, ἀπὸ χαμηλὰ ἀσποῦμε, μὲ γάζωσε μέχρι τὴν μάπα μου. Ἀργὰ καὶ μὲ ἐλλοχεύουσα πυγμὴ κι ἔριδα τί ἔγινε ῥὲ μάστορα; Μὰ μὲ κύτταξε μόνον. Εἶχα ὕφος - χαμόγελο ἄνθρωπα ποὺ φανερώνει χωρὶς ντροπὴ (διὰ τοῦ χαμόγελου) χρυσᾶ ὀδόντια καὶ ὄφρυες ἀνευ διώρυγος, σμιχτοὶ ἐννοῶ. Καὶ ἔτσι, καμαρωτὰ τῆς εἶχα καρφωμένο καὶ τὸ δικό μου χαμογελαστὸ βλέμμα σὲ ἔκφραση «δὲν σοῦ ζητῶ συγγνώμη, ἄλλες θὰ πλέρωναν γιὰ μιὰν σωματικὴν έπαφὴν μὲ τὸν ἐμένα ἔστω καὶ γι' αὐτὸ τὸ γκολάκι, ζαργάνα μου».
Καὶ μὲ προσκεκολλημένη τὴν ματιά μου πάνω της, σ’αὐτὸ τὸ ἠλίθιο ὕφος, μαγνητῖζον ὡστόσο, διεπίστωσα πώς... Ἦταν μιὰ κλασσικὴ ἐλληνίς. Ἤτοι διέθετε: Ὕφος μπλαζέ, μουστάκι καὶ ἕναν γλόμπο νὰ αἰωρῇται τῆς κεφαλῆς της· φώτιζε ὅταν ἐσκέπτετο κάτι σοφὸν καὶ ἔξυπνον καὶ ἰδιαίτερον καὶ φλεγματῶδες, τέλος πάντων τῆς τὸ εἶχα δεῖ ἀναμμένο κι ὅταν χασμουριόταν – δὲν ἔσβηνε ποτές. Τώρα δὲν χασμουριόταν, ὅμως ἡ ἔκφρασίς της ἦταν σκέτο ταμπάσκο, ἐντελῶς μπούκοβο. Δὲν χρειαζόταν ἐν τούτοις νὰ πῇ κάτι, τὰ ἔλεγαν ὅλα τὰ κεραυνάκια ποὺ μοῦ πετοῦσαν αἱ κόρες της.
Σώπασε κυρὰ Δέσποινα καὶ μὴν πολὺ δακρύζεις, τῆς ἀντέτεινα. Ἕνα σφάλμα ἔκανα, πρέπει νὰ τὸ ξεχάσῃς μὰ δὲν τὸ συνέχισα διότι ἡ ῥίμα θὰ ἔβγαινε πολὺ κλαψοαιδοιάρικη. Συνέχισα ὅμως αὐτὸ ποὺ εἶχε μεγάλη πετυχεσιά, τὸ χαμογελαστὸ βλέμμα μου ἀπέναντί της. Κύτταξα τὸν τίτλο τοῦ βιβλίου καὶ ταυτοχρόνως ἔσμιξα τὰ φρύδια, στράβωσα κι ἔσπρωξα τὸ δέρμα τοῦ προσώπου (ὅσο τὸ δυνατὸν πρὸς τὰ) κάτω καὶ δεξιὰ καὶ κούνησα τὸ κεφάλι χαμηλά – ὅ,τι κάνουμε ἐνώπιον μακαρονάδος μὲ σάλτσα ποὺ δὲν ξέρουμε καθόλου ἀλλὰ φαίνεται ἐνδιαφέρουσα. Ἀντὶ σχολίου γιὰ πράγματα ἐντελὰ τέρρα ἰγκόγνιτα γιὰ μένα, τῆς ἐψιθύρισα πολὺ ἄρλεκιν: «Ξέρω ἕνα μέρος πολὺ σένιο σὲ δυὸ τρεῖς στάσεις ἀπὸ δῶ· πᾶμε νὰ μοῦ πῇς ἂν στὸ βιβλίο διαβάζῃς τὰ ἄσπρα ἢ τὰ μαῦρα στοιχεῖα στὶς σελίδες;»
Δὲν πρέπει νὰ τῆς ἤρεσεν ἡ ἰδέα· ἔκλεισε, χτύπησε (τὸ βιβλίον) στὰ πόδια της, κατάπιε ὅσο σάλιο τῆς ἠμπόδιζεν μιὰν χειμαρρωδῶς ἐπερχομένη εὐδιάρθωτη ὁμοβροντία ψέξεων καὶ μὲ ἔλουσε: “Καὶ δὲν καταπίνω κανένα περίπτερο καλλίτερα; Ἄσε μας ῥὲ λεμέ!” Πρέπει νὰ εἶπε κι ἄλλα ἀλλὰ δὲν τὰ ἤκουσα ἐπειδὴς ὅ,τι εἴχομεν φθάσει στὴν ἑπομένη στάσι (πλέον νῦν) καὶ μόλις ἔσχον μπεῖ κάτι γύφτοι ῥομὰ ἀρχίσαντες νὰ παίζωσιν σὲ κουαρτέττο ἐγχόρδων τὸ παντρεμένοι κι οἱ δυό, γύρνα σοῦ παρακαλῶ.
Ἡ μανταμίτσα σηκώθηκε καὶ λίγο ἤθελε γιὰ νὰ μὲ ἀρχίσῃ στὶς κλωτσὲς (ἡ ἀντεπίθεσις εἰς τὸ δεύτερον ἡμιχρόνιον δέν μοι ἄφηνε πολλὰ περιθώρια ἀντιδράσεως) ἐνῷ τὸ ἰκέτας αἴδου ποὺ τῆς φώναξα δὲν εἶχε καὶ πολλὰ ἀποτελέσματα. Τέλος πάντων, δέν μοι ἔδωκε σημασίαν ἀλλὰ ἐκίνησε πρὸς τὴν πόρτα, πρὸς τοὺς ῥομὰ μᾶλλον, καὶ ἤρχισεν...νὰ χορεύῃ. Νὰ χορεύῃ μὲ κινήσεις πολὺ ἐαρινές, πολὺ ξεσηκωτικές, πολὺ τὴν βαρύτητα (καὶ στοὺς δυό μας) νὰ περιφρονοῦν. Θὰ ἀπέστρεφα τὸ πρόσωπο μακρυὰ ἀπὸ ντροπὴ μὰ αἱ χορευτικαὶ βόλται καὶ αἱ σαλωμικαὶ φιγοῦραι ποὺ ἔκανε στὸ ἐν λόγῳ κυνοκαψουροτσιφτετέλι ἔχουσα συντροφιὰ τὸ φουλάρι μου, παίζοντας, κρατώντας το δικό μου φουλάρι, τὸ ὁποῖον εἶχε σηκώσει ἀπὸ χάμου, μοῦ ἔδωσε περικαλλεῖς ἐλπίδες πὼς κατὰ βάθος γούσταρε νὰ νοιώσωμεν ὁμοῦ καῦμα ἀπριλιοῦ. Μέχρι πρὶν ἀπὸ 214 δευτερόλεπτα πάντως, διάβαζε τὸ Ἐνοφθαλμισμοὶ σὲ Ἐλιὲς μὲ Ἐμμηνόπαυση, πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης.
Γραμμὴ ἐρυθρὰ (σιγὰ μὴν ἦταν κι ἀνεμοβλογιὰ) ἀπρίλιος 2016 ΚΕ (sic)
Μόνον μία παρέμενε στὴν θέσι της, κανακεύουσα μάλιστα στὰ σκέλη της ψηλά, προικισμένο βιβλίο οὕτινος τὰ ἑκατοστὰ θὰ ἱκανοποίων πᾶσα μία φερέλπιδα καὶ σεβάμενη ἑαυτόν, γυνή. Πώπω, ἔνοιωσα νὰ μοῦ σκίζῃ, ἡ μάστιγξ τῆς ἀδιαφορίας της, τὰ ἐπηρμένα μάγουλά μου ἀποτροπιάζουσα τὴν γιομάτη οἴησιν μούρη· δὲν ἦταν μάλιστα ἐκεῖ κοντὰ κι ἡ Βουγιουκλάκη νὰ ζητᾷ μελωδιστὶ νὰ μὴν τὸ βαρᾷ - τὸ καμουτσίκι.
Ἔγειανα ὡς Γουλβερὶν τὸ ἄλγος τῶν προσώπῳ αἱματουσῶν ἀμυχῶν καὶ κάθησα ἀπέναντί της. Ἔβηξα. Ἔβηξα ὀλίγον σιχαμένως· μηρύκασα ψήγματα συναχιοῦ καὶ μυξὸς στὸ ὠριλὰ σύστημα. Μαλακία ναί, ποίας ἠ προσοχὴ τσιμπιέται μὲ τέτοια; Τοὐναντίον. Ἄλλαξα πλευρό. Ἔπιασα (γιὰ νὰ τῆς ἕλξω τὴν προσοχὴ) νὰ σχηματίζω ἀνδρικὸ σταυροπόδι ὅμοιο στὴν μπαρμπουτσάδα του μὲ ἐκεῖνα ὀψίμων νιόπλουτων πετρελαιάδων εἰς τὸ Κόρπους Κρίστυ τοῦ Τέχας. Κι ἔτσι λοιπὸν ποὺ ὁ δεξιὸς πόδης μου ξεκίνησε ἀπὸ τὸ πάτωμα γιὰ νὰ φθάσῃ τὸν μηρὸ τοῦ ἀριστεροῦ, κατὰ τὴν φτιάξιν του τόξου στὸν ἀέρα, ἀντὶς μηροῦ βρῆκε (τὸ μύτο τοῦ παπουτσιοῦ μου) τὸ βιβλίον της. Μὲ ἕνα σφαρτσαριστὸ μεστὸ σούτ, ἔστειλα τὸ βιβλίο κάπου ξερωγὼ στὰ μέρη τῆς κοιλιᾶς της, φεύγοντας σκιαχτικὰ ἀπὸ τὰ χέρια της τὰ ὁποῖα τὸ ἐτήρων χαλαρῶς - ἡ περιγραφὴ θὰ ἦτο ἀκριβεστέρα ἐὰν τὸν λόγον ἐλάμβανε ὁ Διακογιάννης.
Τότες μόνον σήκωσε τὸ βλέμμα. Ἀργά. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἔνθα εἶχε παραπέσει τὸ βιβλίον πάνω της, ἀργὰ πέρασε ἀπέναντι σὲ μένα (τὸ βλέμμα) καὶ ὡς κλεῖθρον, ἀπὸ χαμηλὰ ἀσποῦμε, μὲ γάζωσε μέχρι τὴν μάπα μου. Ἀργὰ καὶ μὲ ἐλλοχεύουσα πυγμὴ κι ἔριδα τί ἔγινε ῥὲ μάστορα; Μὰ μὲ κύτταξε μόνον. Εἶχα ὕφος - χαμόγελο ἄνθρωπα ποὺ φανερώνει χωρὶς ντροπὴ (διὰ τοῦ χαμόγελου) χρυσᾶ ὀδόντια καὶ ὄφρυες ἀνευ διώρυγος, σμιχτοὶ ἐννοῶ. Καὶ ἔτσι, καμαρωτὰ τῆς εἶχα καρφωμένο καὶ τὸ δικό μου χαμογελαστὸ βλέμμα σὲ ἔκφραση «δὲν σοῦ ζητῶ συγγνώμη, ἄλλες θὰ πλέρωναν γιὰ μιὰν σωματικὴν έπαφὴν μὲ τὸν ἐμένα ἔστω καὶ γι' αὐτὸ τὸ γκολάκι, ζαργάνα μου».
Καὶ μὲ προσκεκολλημένη τὴν ματιά μου πάνω της, σ’αὐτὸ τὸ ἠλίθιο ὕφος, μαγνητῖζον ὡστόσο, διεπίστωσα πώς... Ἦταν μιὰ κλασσικὴ ἐλληνίς. Ἤτοι διέθετε: Ὕφος μπλαζέ, μουστάκι καὶ ἕναν γλόμπο νὰ αἰωρῇται τῆς κεφαλῆς της· φώτιζε ὅταν ἐσκέπτετο κάτι σοφὸν καὶ ἔξυπνον καὶ ἰδιαίτερον καὶ φλεγματῶδες, τέλος πάντων τῆς τὸ εἶχα δεῖ ἀναμμένο κι ὅταν χασμουριόταν – δὲν ἔσβηνε ποτές. Τώρα δὲν χασμουριόταν, ὅμως ἡ ἔκφρασίς της ἦταν σκέτο ταμπάσκο, ἐντελῶς μπούκοβο. Δὲν χρειαζόταν ἐν τούτοις νὰ πῇ κάτι, τὰ ἔλεγαν ὅλα τὰ κεραυνάκια ποὺ μοῦ πετοῦσαν αἱ κόρες της.
Σώπασε κυρὰ Δέσποινα καὶ μὴν πολὺ δακρύζεις, τῆς ἀντέτεινα. Ἕνα σφάλμα ἔκανα, πρέπει νὰ τὸ ξεχάσῃς μὰ δὲν τὸ συνέχισα διότι ἡ ῥίμα θὰ ἔβγαινε πολὺ κλαψοαιδοιάρικη. Συνέχισα ὅμως αὐτὸ ποὺ εἶχε μεγάλη πετυχεσιά, τὸ χαμογελαστὸ βλέμμα μου ἀπέναντί της. Κύτταξα τὸν τίτλο τοῦ βιβλίου καὶ ταυτοχρόνως ἔσμιξα τὰ φρύδια, στράβωσα κι ἔσπρωξα τὸ δέρμα τοῦ προσώπου (ὅσο τὸ δυνατὸν πρὸς τὰ) κάτω καὶ δεξιὰ καὶ κούνησα τὸ κεφάλι χαμηλά – ὅ,τι κάνουμε ἐνώπιον μακαρονάδος μὲ σάλτσα ποὺ δὲν ξέρουμε καθόλου ἀλλὰ φαίνεται ἐνδιαφέρουσα. Ἀντὶ σχολίου γιὰ πράγματα ἐντελὰ τέρρα ἰγκόγνιτα γιὰ μένα, τῆς ἐψιθύρισα πολὺ ἄρλεκιν: «Ξέρω ἕνα μέρος πολὺ σένιο σὲ δυὸ τρεῖς στάσεις ἀπὸ δῶ· πᾶμε νὰ μοῦ πῇς ἂν στὸ βιβλίο διαβάζῃς τὰ ἄσπρα ἢ τὰ μαῦρα στοιχεῖα στὶς σελίδες;»
Δὲν πρέπει νὰ τῆς ἤρεσεν ἡ ἰδέα· ἔκλεισε, χτύπησε (τὸ βιβλίον) στὰ πόδια της, κατάπιε ὅσο σάλιο τῆς ἠμπόδιζεν μιὰν χειμαρρωδῶς ἐπερχομένη εὐδιάρθωτη ὁμοβροντία ψέξεων καὶ μὲ ἔλουσε: “Καὶ δὲν καταπίνω κανένα περίπτερο καλλίτερα; Ἄσε μας ῥὲ λεμέ!” Πρέπει νὰ εἶπε κι ἄλλα ἀλλὰ δὲν τὰ ἤκουσα ἐπειδὴς ὅ,τι εἴχομεν φθάσει στὴν ἑπομένη στάσι (πλέον νῦν) καὶ μόλις ἔσχον μπεῖ κάτι γύφτοι ῥομὰ ἀρχίσαντες νὰ παίζωσιν σὲ κουαρτέττο ἐγχόρδων τὸ παντρεμένοι κι οἱ δυό, γύρνα σοῦ παρακαλῶ.
Ἡ μανταμίτσα σηκώθηκε καὶ λίγο ἤθελε γιὰ νὰ μὲ ἀρχίσῃ στὶς κλωτσὲς (ἡ ἀντεπίθεσις εἰς τὸ δεύτερον ἡμιχρόνιον δέν μοι ἄφηνε πολλὰ περιθώρια ἀντιδράσεως) ἐνῷ τὸ ἰκέτας αἴδου ποὺ τῆς φώναξα δὲν εἶχε καὶ πολλὰ ἀποτελέσματα. Τέλος πάντων, δέν μοι ἔδωκε σημασίαν ἀλλὰ ἐκίνησε πρὸς τὴν πόρτα, πρὸς τοὺς ῥομὰ μᾶλλον, καὶ ἤρχισεν...νὰ χορεύῃ. Νὰ χορεύῃ μὲ κινήσεις πολὺ ἐαρινές, πολὺ ξεσηκωτικές, πολὺ τὴν βαρύτητα (καὶ στοὺς δυό μας) νὰ περιφρονοῦν. Θὰ ἀπέστρεφα τὸ πρόσωπο μακρυὰ ἀπὸ ντροπὴ μὰ αἱ χορευτικαὶ βόλται καὶ αἱ σαλωμικαὶ φιγοῦραι ποὺ ἔκανε στὸ ἐν λόγῳ κυνοκαψουροτσιφτετέλι ἔχουσα συντροφιὰ τὸ φουλάρι μου, παίζοντας, κρατώντας το δικό μου φουλάρι, τὸ ὁποῖον εἶχε σηκώσει ἀπὸ χάμου, μοῦ ἔδωσε περικαλλεῖς ἐλπίδες πὼς κατὰ βάθος γούσταρε νὰ νοιώσωμεν ὁμοῦ καῦμα ἀπριλιοῦ. Μέχρι πρὶν ἀπὸ 214 δευτερόλεπτα πάντως, διάβαζε τὸ Ἐνοφθαλμισμοὶ σὲ Ἐλιὲς μὲ Ἐμμηνόπαυση, πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης.
Γραμμὴ ἐρυθρὰ (σιγὰ μὴν ἦταν κι ἀνεμοβλογιὰ) ἀπρίλιος 2016 ΚΕ (sic)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα