Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2015

Ούδεπέποτε ἀποτολμεῖν

Ὅ,τι εἶχα βγεῖ ἀπὸ τὸν ἀνελκυστήρα μὲ ὄχι τὴν καλλίτερη διάθεση διότι δὲν ἔλεγαν μὲ τίποτε νὰ στρώσουν τὰ μαλλιὰ (μου) ὅταν πρὸ ὀλιγοτάτου στὸν καθρέπτη χαριεντιζόμανε. Νεφελώδης ὡς ἐκ τούτου ἤμανε καθὼς δὲν πρέπει καλημέρισμα τὸ σύμπαν μὲ μαλλὶ νὰ πετᾷ ὡσὰν φαντασία ψυχωτικοῦ. Κατηυθύνθην στὴν ἐξώθυρα· τὸ ἡμίφως στὴν εἴσοδο τῆς πολυκατοικίας ἴσα ποὺ μοῦ ἔπέτρεπε νὰ ξεχωρίσω ἔνα κορίτσι στὴν ἀρχὴ τῆς χὼλ καὶ τῆς ἐφηβείας. 

Νὰ ντὰ ποῦμε παύση ντὰ γκάλαντα; ” 

Κοίταξα γύρω γύρωθεν καὶ δὲν εἶδα πουθενὰ μάτια κι αὐτιὰ ἐμμονικῶν ἀντιρατσιστῶν. Περίεργως καὶ καίτοι δημητριακὰ καὶ γάλα πεψευόντουσαν, ἄρτι ἀφιχθέντα στὸ στομάχι μου, τὸ σκοτάδι φούντωνε κι ἄλλο ὄξωθεν. 

Ὄχι! ” Κοφτῶς ὠσὰν τὸ μίσκο μακαρονάκι τῆς ἀπήντησα. “Φεύγω!” 

Δυσαρεστήθη καὶ ἦταν ἕτοιμη νὰ μὲ ἀποδοκιμάσῃ. Ντράπηκα καὶ δὲν περαιτερωκύτταξα. Δὲν ξέρω τί ἔκφρασιν ἔλαβε, πάντως, σὲ μιὰν γλῶσσα ἄγνωστον, σὲ ταχύτητα 1,25 τῆς ἀνθρωπίνης, τὴν ἄκουσα νὰ μιλᾷ μὲ τὸν νταβατζή της ὅστις μόλις τότε ἐνεφανίσθη ὄπισθεν ἑνὸς φίκου, γιὰ τὸν φόβον καλαντοπειρατῶν ἐγκυμονούντων στὰς γωνιὰς τῶν ὁδῶν περὶ τῶν εἰσπράξεων. 

Ὦ! Κύττα φίλε μου! Τοῦτο σκέφθηκα καὶ ἔβαλα τὸ κλειδὶ στὴν μίζα. Οὐχὶ μόνον τὸν ἀνοϊκὸν παπποῦ τελικῶς! 

Ὦ!
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats