σπόιλερ ἀλὲρτ
Aὐτὸν τὸν καιρό, βλέπω τὸ γκέημ ὂφ θρόουνς. Ταυτοχρόνως, βλέπω καὶ
τὸ μπρέηκινγ μπάντ.
Ὡραῖα εἶναι.
Ἔχουν στόρυ, πλοκή, αἷμα, κακοσύνη, ἄγρια βλέμματα,
δολοπλοκίες, μὴ κλισέ... αὐτὸ ὅμως ποὺ μὲ χαλάει εἶναι ὅτι περιέχουσιν καὶ ἄπρεπα
πηδήματα.
Θέλω ῥὲ παιδί μου νὰ κάτσω νὰ δῶ καμιὰ σειρά, νὰ κάτσω
νὰ τὰ δῶ μὲ τὴν φαμίλια κάποιο Κυριακῆς μεσημέρι μετὰ ἀπὸ τὴν μάσα ἀλλὰ πῶς νὰ
τὸ κάμω ὅταν μερὶς τοῦ λέοντος τῆς πλοκῆς, χῶραν λαμβάνει σὲ οἴκους ἀνοχῆς ἔνθα
πρωταγωνιστοῦν ἱέρειαι τῆς ἀφροδίτης αἵτινες στάσει ἵππου καὶ κύωνος χαμογελοῦν
σατανικῶς καθὼς ὁ στόμας τους ὁσονούπω γίνεται φιλόξενο ἀπάγκιο γιὰ μεσαιωνικὰ
βρώμικους φαλλοὺς προστύχων φεουδαρχῶν. Ἄντε νὰ δῶ τέτοιο πρᾶμμα μὲ τὰ παιδιά
μου!
Κι ἐντάξει, τὰ ἀγόρια δὲν τὰ ντρέπομαι· μὲ τοὺς
γυιούς μου (ὁ εἷς, ὁ μικρός, φάνταρο εἶναι, ὁ ἄλλος περιμένει τὸ δεύτερό του
παιδὶ) εἴχαμε βγεῖ καὶ μπουρδελότσαρκα ὅταν ἤντουσταν στὴν ἐφηβεία τους. Μάλιστα,
εἶχα βρεῖ εὐκαιρία νὰ ῥίξω κι ἐγὼ ἔναν – στὰ 19 χρόνια γάμου ἕνας τέτοιος
ῥιχθεὶς εἶναι λίαν λυτρωτικός, ἀσχέτως ἂν ἔκτοτε δὲν ἔχω ξαναματαλαδώσει τὴν
ἄχρηστη γυναῖκα μου - ἄχ, εὔχομαι νὰ καίγεται στὴν κόλαση, σὲ στενὸ καζάνι ἡ
θειά μου ἡ Πουλχερία ποὔχε μεσολαβήσει γιὰ τὸ προξενειὸ στὸ χωριό, στὴν Ζαχάρω…
Ἦταν, τότε, ποὺ ὁ πατήρ μου, εἶδε κι ἀπόειδε μὲ τὶς αἱμομιξίες ποὺ εἶχα
κωλυωθεῖ νὰ κάμω καὶ κάτι κτηνοβασίες στὰ ζὰ τοῦ θειοῦ μου, Λαυρέντη κι εἶπε
στὴν μάνα μου (ἡ ὁποία ἦτο καὶ θειά μου ἀπὸ τὴν πλευρά τοῦ πατρός μου) πὼς
πρέπει ὁ μικρὸς ἄμεσα ἄμεσα τ’ἀκοῦτε; νὰ παντρευτεῖ διότι κανεὶς δὲν θἆναι
ἀσφαλὴς μ’αὐτόν, μὲ μένα δηλαδή.
Κι ἔτσι μπῆκα στὴν πρίζα καὶ ὑπανδρεύθην - δηλαδὴ
ὄχι, δὲν παντρεύτηκα, νυμφεύτηκα ὀ καψερὸς κι ἂς φώναζα ἐκλιπαρευόμενος τῷ
πατρί μου πὼς ἔλα ῥὲ πατέρα, αἱ αἰμομιξίαι σὲ πείραξαν; ἄλλως τε πυργιῶται
εἴμεθα, τί σοῦ συμβαίνει μοῦ λές; Καὶ
κεῖνος τὸ μόνο ποὺ βρῆκε νὰ μὲ πεῖ ἦταν νὰ ζήσετε καὶ ἔτσι, δώσαμε τὰ χέρια μὲ
τὸν πατέρα τῆς ἀχαΐρευτης συμβίας μου ἥτις, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ποτὲς δὲν ἦτο
διαχυτικὴ στὰ τσιριμίρι! Ὁπότε τί καὶ πόσο πιὸ λογικὸ νὰ μπῇ μιὰ ταφόπλακα στὰ
βάστα τοῖχε θὰ σμπρώξω ὅταν ἐκεῖνο τὸ βράδυ τοῦ Δεκέμβρη τοῦ 94 ἔβγαλα τὰ
καμάρια μου μπουρδελότσαρκα σὲ ἕνα ἰνστιτοῦτο βεντούζας στὴν ὁδὸν Φυλῆς καὶ
ἐρωτεύτηκα (μὰ καὶ πλέρωσα) τὴν Βενέρα, μιὰ πρώην ίστρούχτορα τοῦ
κομμουνιστικοῦ κόμματος Ἀλβανίας, μὲ εἰδίκευση στὶς παρτοῦζες στὰ κολχόζ τοῦ
Κόρτσε – γιατί τὰ λέω ὅλα αὐτά; Πόθεν ἤρχισα καὶ γιὰ ποῦ τὸ εἶχα βάλει;
Ἐντάξει, τὰ ἀγόρια δὲν τὰ ντρέπομαι. Δὲν ντρέπομαι
νὰ βλέπουμε ὁμοῦ, σήριαλ μὲ χαρμανιασμένους ἱππότες νὰ πιτσιλᾶνε μὲ σωματικούς
των χυμούς, ὑπηρέτριες στὰ πύργους τῶν ἀρχόντων καθὼς αὐταὶ (αἱ ὑπηρέτριαι) στὰ
κατόπιν δὲν πλένουν τὰ χέρια τους καὶ μὲ αὐτὰ τὰ λερὰ χέρια σερβίρουν τὰ φαγιὰ
στοὺς ἀρχόντηδοι κι αὐτοὶ τρώγοντες, παράγουν ἤχους ἱκανοποιήσεως λέγοντες
ἂααααχ μπερεκέτια, θεὰ τὸν ἔκανες τὸν μουσακά, Ἕλβια!
Ντρέπομαι ὅμως τὴν Γιώτα, τὴν θυγατέρα μου, ὅταν
ἀράζωμε στὰ σαλόνια, πλήρεις μάσας, μὲ κουβὰ σόδας δίπλα μας - ἐγὼ δηλαδὴ - γιὰ
νὰ δοῦμε κάτι μεσημεριάτικο, κάτι διασκεδαστικὸ ῥὲ παιδί μου! Καὶ πῶς μὲ τὴν
κορούλα δίπλα μου νὰ βλέπουμε ἐπεισόδιο σειρᾶς ὅπου κάποιοι ἄγριοι ὀρεσίβιοι παγανισταὶ
κάμνουσιν ἀλλαξοπρωκτιὲς μεταξύ των;
Τέλος πάντων, μποροῦσα νὰ τὸ πῶ πολὺ νωρὶς καὶ νὰ μοῦ
τρώγω χρόνο – ἔνα ἔχω νὰ τονίσω μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ σήριαλ:
Αἶσχος!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα