ὤι ὤι!
Ξαναμμένες θηλυκὲς οἱασδήποτε ἡλικίας, χρώματος, φυλῆς καὶ θρησκεύματος ἀπὸ
τότες ποὺ καλλιέργευσα μύστακα εἰς τὸ θεῖον προσώπατόν μου, μὲ κυνηγοῦσιν ὡσὰν ὑποψήφιος δήμαρχος τὰς ὑπηκόων ψήφους, ἐποφθαλμιῶσαι προφανῶς τὰς δυνατοτήτας
λειχίας ἃς διαθέτει στόμας μὲ χλωρίδα στὰ χείλη ἀπὸ
πάνου.
Συναισθανόμενος
τὸ ἄχθος τῆς εὐθύνης πολὺ ἁτλάντεια βαρὺ ἕνεκα ὁ μύσταξ, θεωρῶ ὅτι πρέπει νὰ
διελευκάνω, νὰ ξεκαθαρίσω κάτι ποὺ παραμένει στὸν κόσμο, θολὸ καὶ κυρίως
λανθασμένο.
Κάμποσα χρόνια
πρίν, γιὰ κάποιους λόγους μὴ ἀναφερομένους ἵνα μὴν πλατειάσωμε, ἡ διασκέδασις τῶν
νεοελλήνων ἑστιάζετο στὸν Περαῖα καὶ συγκεκριμένως στὴν γούβα τοῦ βάβουλα.
Νυχτερινὰ μαγαζὰ ἐπιστροφὴ σὲ αἰσθητικὲς κάποτε μαγκιώρικες ἤγουν βαρέλια ἀντὶς τραπεζῶν, ῥετρὸ παντοῦ ἀντικείμενα, φωτιστικὰ σχεδὸν
λούξ, κάτι σὰν τὸ 10 τοῦ Μ. Καραγάτση.
Κοντὰ σ’ὅλα αὐτά,
τὸ ῥεπερτόριον δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι παρὰ μιὰ ἔξαρσις ἑλλαδικοῦ τέτοιου. Αὐστηρῶς!
Καὶ βρέθηκαν νὰ ἀκούγωνται ἀσματοτέτοιοι ὅπως οἱ Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Ἀπόστολος Νικολαϊδης - Ἀπόστολος Νικολαϊδης μέσα στὸν Περαῖα;
Ἀμέ! Μέσα στὸν Περαῖα! Καὶ γενόταν ὁ κακὸς
χαμὸς ὅταν ἔβαζε ὁ διαβολάκος τὴν οὐρά του πάλι μὰ καὶ καθὼς κολύμπαγε τὸ
χαρέμι στῆς πόλης τὸ χαμάμ. Καὶ χαρτοπετσέται ποσότητος δένδρων τοῦ βασιλικοῦ
κήπου ἀπογειώνοντο στὸν χῶρο τῶν οἰονεὶ ἐντελῶς ξενυχτάδικων ὅταν ἀκούγετο
ὁ Καπετανάκης ὅστις ἔσχε ποτίσει φαρμάκι τὴν δόλια μανοῦλα τοῦ δημιουργοῦ. Κι ὅλοι
ἀσχολοῦντο χορεύοντες, μὲ τὴν μουστάκα τοῦ Καπετανάκη.
Τὸ δίχως ἄλλο, αὐτὴ ἡ μουστάκα πρέπει νὰ ἦτο πολὺ σένια, δηλαδὴς
πολὺ ὑπερπαραγωγὴ καὶ γιὰ νὰ ὑπερθετιστεῖ στὸ ἄσμα, ἐτέθη μιὰ λεξοῦλα ποὺ ὅλοι ἐμεῖς
οἱ ὄψιμοι κουτσαβάκηδες τὴν ἀκούγαμε ὡς μπούκλα. Καὶ πόσο πιὸ φυσιολογικόν, εἷς μάγκας νὰ διαθέτει
μουστάκι ζόρικο στὸ ὁποῖον μάλιστα νὰ ἔχει καλλιεργηθεῖ μπούκλα· τόσο πολυετές,
τόσο μεγαλόπρεπο τὸ τρίχινο τεκμήριο μαγκιᾶς! Μπούκλα; Μπούκλα!
Μὰ στὰ
πιὸ καθαρὰ δὲν εἶχε μπ ἡ λέξις ἡ περιγράφουσα τὸ μουστάκι τοῦ Καπετανάκη. Ντ εἶχε
καὶ τὸ κλ ἦταν γκλ, ἤτοι ντούγκλα. Ντάξει, μικρὸ τὸ κακό, τὸ μουστάκι εἶχε
ντούγκλα. Ντούγκλα τὸ μουστάκι. Καὶ ἐπειδὴς τὸ ἄσμα ἦταν γενικῶς πολὺ μυστήριο,
περὶ μανοῦλες ποὺ φαρμακώνοντο, γιὰ ξυπνήματα κι ἐγέρσεις ὅπου δίπλα ὑπῆρχον
σίδερα στὴν γῆς στερεωμένα καὶ κάτι καημένα παιδιά, πολὺ ποίησις ῥὲ γαμῶτο καὶ
ποῖος καταλαβαίνει ἐντελῶς τὴν ποίησις; Στὴν ποίησιν μέσα λοιπὸν ἡ ντούγκλα κι ἂς
μὴν ἀντιλαμβανώμεθα τὴν ἑτυμολογίαν αὐτῆς. Τοῦ λεξιλογίου τῆς μαγκιᾶς θὰ ἦτο καὶ
ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα – μὴν λέμε τὰ ἴδια – ἀνθιζομαστάνε καὶ τείναμε στὴν
μεγαλοπρέπεια τοῦ μύστακος. Ντούγκλα ἴσον κάτι σὰν μπούκλα, ντούγκλα ἴσον κάτι
τὸ πολὺ βαρυσήμαντο στὸ μουστάκι, ντούγκλα ἤγουν μουστάκλα ῥὲ παιδί μου! Ἄσε ποὺ
τὸ ντούγκλα γειτνιάζει καὶ θυμίζει καὶ τὴν ντάγκλα, δὲν γινόταν νἆναι τυχαῖο.
Φυσικά, ὁ τραγουδιστὴς ἀκουγόταν νὰ ἐκφέρει τοὺς φθόγγους ὡς ἑξῆς: με τον
καπετανακι που χι ντυγκλα στο μυστακι. Τὸ σῖγμα δηλαδὴ δὲν πάγαινε στὸ ντούγκλα
ἀλλὰ στὸ στὸ πρὶν ἀπὸ τὸ μουστάκι. Ἦταν ὁριστικό: Ποὔχει ντούγκλα στὸ μουστάκι.
17-18
χρόνια μετά, μὲ μένα πλέον νὰ διαθέτω μύστακα ὅστις προκαλεῖ ἔντονες
καρδιαγγειακὲς ἐπιτάσεις στὰ γκομενάκια ὡς προείπομεν, τὸ λάθος παραμένει.
Διαδηλώσεις λαμβάνουν χῶρα (κάθε πρωὶ κατὰ τὴν φευγάλα μου γιὰ τὴν δουλειά, τὸ ἀπόγευμα
τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὸ βράδυ ὅταν βγαίνω νὰ ποτίσω) ἀπὸ θηλυκὰ τὰ ὁποῖα ἀπαιτοῦν
νὰ τῶν ἀμαλγαματίσω τὰ ὑγρὰ τῶν ἄπρεπων γούστων των διὰ τῶν ἰδίων. Κάποιες ἐξ αὐτῶν,
κατόπιν κληρώσεως, διαδικασίαν τὴν ὁποίαν ἔχει ἀναλάβει τὸ ὑπουργεῖον δημοσίας
τάξεως διότι ἀπειλεῖται ἡ καθεστηκυία τέτοια,
ἐπισκέπτονται τὸν ὀντά μου καὶ τῶν ἐξηγῶ τὸ ὄνειρο. Κατόπιν, καθὼς εἴμεθα ἀραχτοὶ
σὲ κρέββατον προσπαθῶντες νὰ συμμαζέψωμε τὰς ἀνάσας ἡμῶν ἀπὸ τὸν προηγηθέντα
κάματο, ἀκούω νὰ κάνουν λόγον, χαϊδεύουσες τὴν ἄνω τῶν χειλέων τριχοφυϊαν μου,
γιὰ ντούγκλα.
Ὦ
θεοί! Ξυρισμένοι μὰ καὶ πωγωνοφόροι! Ντούγκλα στὸ μουστάκι;
Ἕνα
Σάββατο, χρόνια πολλὰ πρίν, εἶχα συναντηθεῖ μὲ τὸν Ἠλία Πετρόπουλο, στὴν
Φαντασία γιὰ νυχτερινὸ τσιριμίρι – πρέπει ἐκεῖ καὶ τότες νὰ ἐνεφανίζετο ἡ Ρίτα
Σακελλαρίου μὲ τὸν Δημήτρη Κοντολάζο. Λέγαμε πολλά, ἔλεγε δηλαδής, γιὰ τὸν καφὲ
τὸν τούρκικο, γιὰ τὸν Ἄρη Βελουχιώτη, γιὰ τὰ ὀνόματα τῶν ὁδῶν καὶ πῶς ταῦτα. Μοῦ
εἶπε ἐπίσης γιὰ τὸ ὅτι τὸ μουστάκι δὲν εἶχε ντούγκλα, ἁπλᾶ ὁ ἕρμος ὁ
Καπετανάκης εἶχε τὸ μουστάκι του τσιγκελωτὸν ὡσὰν τὸ ἀντίστοιχον ἑνὸς ἀμερικανοῦ
ἠθοποιοῦ, ἀποβιώσαντος τὸ 1939, ὀνόματι Douglas Fairbanks. Μουστάκι ἀλὰ Ντούγκλας
δηλαδή, ἔχω τὸ μουστάκι μου ντούγκλας. Κι αὐτὸ στραβοπάτησε καὶ γίνηκε (ἔχω)
ντούγκλα στὸ μουστάκι.
Συναισθανθεὶς
τὸ ἄχθος τῆς εὐθύνης πολὺ ἁτλάντεια βαρὺ ἕνεκα ὁ μύσταξ, φρονῶ ὅτι ξεκαθάρισα τὴν
θολούρα.
Καὶ ἴσως
νὰ πρέπει, πλέον, νὰ ξουρίσω τὴν μουστάκα.
4 σχόλια:
Κούκλος, κούκλος!!!
Μην το ξυρίσεις ρε!!!
χαχαχα!
Σοβαρά μιλάω, μην γελάς!
ἄει ῥέ! :-p
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα