τουλίπαι - συνωστισμὸς
Ἦταν ὅ,τι εἶχα σηκωθῇ ἀπὸ τὴν κοκκυαλγία προκαλοῦσα καρεκλίτσα μου
κινούμενος πρὸς τὴν πόρτα γιὰ νὰ γυρίσω τὴν καρτέλα σὲ KΛΕΙΣΤΟΝ. Μιὰ φοβιστερὴ ἀναδουλειὰ
ἐκείνη τὴν ἡμέρα, παντέρημος ἐπίσης ἡ Σόλωνος, μέχρι κι ὁ σώσας τὴν ἑλληνικιὰ
οἰκονομία ἐκ Ντάκα ὁρμώμενος πλύστης παμπριζῶνε (ἂχ μωρὲ τί θὰ ἀπογίνουμε ἂν
φύγουν οἱ οἰκονομικοὶ μετανάσται;!) φαναρίῳ εἶχε σχολάσει, ἕνα κάτι σὰν
δεκαπενταύγουστος! Καὶ πρὶν τὸ μπρουμυτιάσω, πρὶν κάνω τέως τὸ ΑΝΟΙΚΤΟΝ γιὰ νὰ
σπεύσω, τὸ τσαμένο, στὸ παταράκι νὰ ῥίξω ἕναν ὑπνάκο, ἀποτόμως ἐνεφανίσθη αὐτὴ
στὴν πόρτα, ἐπὶ τῆς θυρὸς δηλαδή, χουφτώνοντας δραχμικὰ τὴν πετούγια καὶ σχεδὸν
σμπρώχνοντάς με, εἰσῆλθε.
Δυσανασχέτησα ἐπειδὴς ἐφαίνετο πὼς θὰ ἀνεβάλλετο ἡ μεσημβρινὴ σιέστα μου μὰ
γρήγορα ἀπαλύνθηκε τὸ ἄλγος καθ’ὅσον ἡ ἄρτι εἰσηλθήσασα μανδὰμ εἶχε τὸ κατιτὶς
πάνω της. Ὕψος γραικικό, κιλὰ ἐπίσης ρωμέικα, χρῶμα μεσόγειο. Μαλλὶ μακρύ,
σκεπάζον τὸ 38% τοῦ γιακᾶ ἑνὸς ταγιὲρ καλύπτον πολυεστερικὸν μπλουζάκι
προφυλάζον εὐμεγέθη τεκμήρια μητρότητος. Στενὴ φούστα τελείωνε στὰ γόνατα· ἢ
ἄρχιζε ἐκεῖ; Στενὴ φούστα ἄρχιζε στὰ γόνατα καὶ κατέληγε ψηλὰ ὅπου ἀσφυκτιοῦσε
(ἐνεργητικὴ φωνὴ) ζεῦγος καπουλιῶν τὰ ὁποῖα διέποντο ἀπὸ μιὰ ἀκατανίκητον φιλόμαθον
διάθεσιν. Τὰ χείλη της σὲ χρῶμα ὅμοιον τοῦ κυμᾶ πρὶν νὰ τσιγαρισθῇ σὲ Δευτέρας
τσίλι κὸν κάρνε καὶ ἔτσι καθὼς πλατάγιζαν τοὺς φθόγγοι τῆς αἰτίας οἵτινες τὴν
εἶχαν φέρει ἐκεῖ/ἐδῶ μαζύ μου, νόμιζα πὼς τὴν ἑπομένη στιγμὴ θὰ μοῦ ἔδωνε,
χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσῃ χέρια, καμιὰ μπουκιὰ νὰ ὁμοῦ καοῦμε, νὰ γίνωμε ὡσὰν τὸν
Σαμουὴλ στὸ Κούγκι ἔνα πρᾶγμα.
«Καὶ τυπώνετε συνθήματα, εἰκόνες, ὁτιδήποτε τέλος πάντων, σὲ μπλουζάκια ἔ;»
«Μάλιστα μαντάμ, αὐτὸ κάνομε. Σὲ τιμὲς λίαν συμφέρουσες· στὰ τρία μάλιστα,
τὸ ἕνα δῶρο!»
«Πολὺ ὡραῖα! Πόσα θὰ μοῦ πάρετε, νὰ μοῦ τυπώσετε ἐδῶ - κι ἄνοιξε ἀποτόμως
καὶ σειρηνίως καὶ σκυλίως χαρυβδίως καὶ σιλβιοκριστελείως καὶ λαϊδείως καὶ
ἀναφτρίως τὸ ταγιέρ, φανερώνοντας ἕνα κολλητὸν μπλουζάκι ποὺ ἔφερε ἐκεῖ μαζύ
μας ὅλους τοὺς διαβόλους τῆς κόλασης version 5 - τὸ μπακουνινικὸν τσιτάτο I swallow, not spit ;»
Κι ἐγὼ τῆς πῆρα περίπου 78 θερμίδες, στὸ παταράκι πάνω σὲ κάτι φελιζὸλ κι
ἀφρολὲξ σιχτιρίζων ποὺ ὁ χρόνος δὲν ἔφτανε καὶ γιὰ ἕνα τρίτο δωρεάν. Περατώσαμε
ὑγρασιακῶς, καπνίσαμε ἀπὸ ἕνα καρέλια καὶ τὴν ἔστειλα στὸ καλὸ τουμπαλιάζων
φυσικὰ καὶ τὸ καρτελάκι, ἕνα ΑΝΟΙΚΤΟΝ πιὰ τὴν κυττοῦσε μέχρι ποὺ ἔστριψε στὴν
Μπενάκη τὴν Ἐμμανουήλ.
Ἔκτοτε, κάθε ποὺ εἶχα διάλλειμα, ἐρχόταν, ἀνεβαίναμε μαζὺ στὸ παταράκι κι
ἐλέγχαμε ὅλες τὶς καινούργιες μεθόδους ἠλεκτρονικοτυπίας. Πειραματιζόμασταν
μάλιστα σὲ πρωτοπόρους τέτοιες οἱ ὁποῖες κἄναν τὰ φελιζαφρολὲξ νὰ ἀποστρέφουν
μετὰ βδελυγμίας τὰ μάτια καταρώμενα τὸν ἐπινοητὴ τῆς φράσεως καμιὰ δουλειὰ δὲν
εἶναι ντροπή. Τὸ ὅτι πιά, βρίσκαμε χρόνο καὶ τῆς ἔδωνα κι ἕνα τρίτο δῶρο τὰ
ἔκανε νὰ δηλώσουν παραίτηση.
Βαθμηδὸν ἡ σχέσις ἡμῶν ἐξελίχθη καὶ χῶρες ἐλάμβανε καὶ σὲ ἄλλα μετερίζια.
Τῆς ἔδειχνα κάθε νεωτερισμὸν ἐπὶ τοῦ ἐπιτηδεύματός μου σὲ ξενοδοχεῖα τῆς
παραλιακῆς, στὴν οἰκίαν της ὅταν ἀπουσίαζον οἱ γονεῖς της στὸ Δήλεσι, σὲ
παρκάκια χειμερινῆς ὥρας. Κι ὅταν τῆς πῆρα ἕνα κάποιο δῶρο, ἀπεφάσισα ὅτι τῷ
ὄντι, κάτι ἔτρεχε μὲ τὴν μανδάμ. Ὄθεν, ἀρχίσαμε γιὰ τὰ καλὰ νὰ πράττωμε, ὅ,τι
κάμνουν οἱ πῶς τὸ λέει μωρὲ ἡ Τζέην Ὤστιν; Ἄ, ναί, ὅ,τι κάμνουσιν οἱ
ἐρωτευμένοι.
Βόλτες, συζητήσεις, περιπάτους, πρόβες τεκνοποιΐας, ταξίδια.
Τὴν πήγαινα στὸν Λυκαβηττὸ καὶ ἀράζαμε σὲ ὑπὸ εὐκαλύπτων σκοτεινὰ μέρη ὅπου
προβάραμε τεκνοποιΐα, συζητούσαμε ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ ὅπου ὅταν μὲ ἀποστόμωνε
τὴν κι ἐγώ, ἐκνευρισθείς, ἀποστόμωνα μὲ τὸ ὄργανόν μου τῆς τεκνοποιΐας,
κυριακοπεριπατούσαμε σὲ τοποθεσίες φυσιολατρικὲς ἔνθα τσαλαπατούσαμε χαμομήλια
καθὼς προβάραμε τεκνοποιΐα, ταξιδεύαμε στὰ ἐσωτερικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά,
εἰδυλλιακὰ μέρη προσφερόμενα γιὰ πρόβες τεκνοποιΐας.
Μέχρι ποὺ πρὸ μηνός, μοῦ προέτεινε νὰ ὑπάγωμεν στὴν Ὁλλανδία, στὸ
Ἀμστελλόδαμον. Κέφαρα κατ’ἀρχὰς διότι ἤθελον, ὅλως πειραματικῶς βεβαίως νὰ
προβάρω τεκνοποιΐα σὲ συνθῆκες ὑγρασίας ἕνεκα τὰ ἐκεῖ πλεῖστα κανάλια, ἀλλὰ
κατόπιν, θυμηθεὶς τὴν πολιτειακὴν κατάστασιν τῆς χώρας ταύτης, ἠρνήθην
πεισματικῶς! Δὲν μποροῦσα ἐγώ, εἷς δημοκρατικὸς καὶ προοδευτικὸς πολίτης νὰ πάω
ἐκεῖ καὶ νὰ ἀφήσω τὰ φράγκα μου σὲ κράτος βασιλευομένης δημοκρατίας, σὲ ὡς ἐκ
τούτου ὀπισθοδρομικὸ καθεστώς, σχεδὸν μοναρχοφασιστικόν!
Κι ἔτσι, τὴν ἄφησα νὰ ὑπάγῃ μόνη της.
Καὶ πῆγε.
Καὶ γύρισε.
Μεσοδιαστηματίως, ὅπως μοῦ εἶπε, πέρασε καλῶς, λίαν καλῶς.
Ἐπεσκέφθη τὸ ἱστορικὸν μουσεῖον. Τὸ μουσεῖον τῆς πόλεως. Tὸ ῥέηκσμιουζεουμ. Τὸ ναυτικὸν μουσεῖον. Τὴν μπενχάιχοφ. Τὴν οἰκίαν τῆς
Ἄννης Φράνκ. Δυὸ τρεῖς ἐκκλησίες, στὴν μάλιστα ἀρχαιοτέραν τοῦ ἄστεος, ὑφίστατο
ἔκθεσις ὑποστηρίζουσα τὴν ἄποψιν ὅτι τὰ δύο φύλα ξεχωρίζουν ἕνεκα τῶν
δημιουργηθεισῶν ἀστικῶν δομῶν. Τὸ βανχώχειον μουσεῖον. Τὸ ἑβραϊκόν. Τὴν μάγκερε
μπρούγκ. Τὸ στεντελέηκ. Τὸ ἄμστελκρινγκ. Τὴν συναγωγὴν πορτογάλων σεφαραδιτῶν ἑβραίων. Τὸν οἶκον τοῦ Ῥέμπραντ. Ἕνα κόφφη σόπ. Ἔκανε,
ἐπίσης, βόλτα στὰ κανάλια μὲ ἕνα περίπου γρὶ γρί. Πῆγε καὶ στὶς πουτάνες. Καὶ
τὸ ἔσχατον ἀπόγευμα, πάνω στὰ ὤνιά της, τῆς ἀγορᾶς τῆς πίπας περατωθείσης,
κατηφορίζουσα, ἀφίχθη στήν… Μπλέμενμαρκτ!
Μπλέμενμαρκτ ἀγάπη μου, μὲ εἶπε. Δὲν ἤντεξε καὶ μὲ κάλεσε ὅταν γυρνοβόλαγε
ἐκεῖ. Τί θέλεις νὰ σοῦ πάρω; Τσίμπα τὰ προβλεπόμενα, τῆς ἀπήντησα κι αὐτή, πόσο
ἀθῶα: μὰ δὲν εἶσαι ἐδῶ! ἀπεκρίθη…
Τουλίπες ἐννοῶ, Φαιναρέτη! Τουλίπες! Πάρε βολβούς!
Καὶ μοῦ ἔφερε! Μὰ τί μαλάκω! Μόνον ἑπτὰ κομμάτια ἔφερε ἐνῷ θὰ ἤθελα πολλοὺς
πολλοὺς πολλοὺς πολλοὺς πολλούς!
Καὶ σκέπτομαι νὰ τοὺς βάλω στὴν Σαλαμῖνα.
Στοὺς λάκκους τῶν δένδρων.
Τὸ θέμα εἶναι νὰ βάλω π.χ. ἀπὸ δύο βολβοὺς σὲ τρεῖς λάκκους ἢ σὲ ἕναν νὰ
βάλω καὶ τοὺς ἑπτά; Στὸν ὁποῖον λάκκον ἔχω ἤδη δύο τουλίπακια· νομίζω ὅτι ἂν
θέσω ἐκεῖ ὅσους ἔχω, 7+2=9 μπορεῖ νὰ γίνῃ πιὸ ὅμορφο.
Ἀλλὰ καὶ χμ… Τυχὸν ἐννέα βολβοὶ στὸ χῶμα, στὸν λάκκον μιᾶς μικρᾶς μηλίτσας,
μήπως ἐπιβαρύνει τὴν φάσιν της καὶ τῆς κόψει δύναμη; Ὀψόμεθα καὶ ἴδωμεν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα