Τρίτη, Απριλίου 24, 2012

τάλαντον καινὸν


Ποὺ λὲς ἕνα ἀπωθημένο ἀπὸ μικρὸς εἶναι νὰ ἔχω πολλὰ χρώματα στὸ γραφεῖο πάνω, ἀκουαρέλες καὶ λευκὲς κόλλες, τέλος πάντων τέτοια πράμματα καὶ νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὶς ὧρες. 

Χμ... Μαλακίες λέω. Ἀπωθημένο εἶχα τὸ καράβι τῶν πλέυμπομπίλ, ἕνα ποδήλατο καὶ διάφορα ἄλλα· ἀπὸ χρώματα καὶ τὰ σὺν αὐτοῖς πάντοτε εἶχα.

Ἀπωθημένο μᾶλλον τὸ ἕνα κάτι ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τραβήξω μιὰν εὐθεία γραμμή, νὰ σχεδιάσω καὶ ἐν τέλει νὰ ὑπάρχῃ τὸ ἐμφανίσιμο στὴν κόλλα. Ἐμφανίσιμο καὶ παρουσιάσιμο στὴν δασκάλα. Εἰδικῶς στὸ σχέδιο ἤμουν (καὶ εἶμαι) νὰ μὲ κλαῖνε παστόψαρα μὲ μπόλικη Ω3 στὰ κιτάπια τους.  Ἀπελπισιά. Μαύρη.

Θυμᾶμαι στὴν ἕκτη δημοτικοῦ, μᾶς εἶχε βάλει ἡ δασκάλα νὰ κάνουμε βιτρώ. Βιτρὼ μὲ θέμα τὸν πυρηνικὸ ἀφοπλισμό, τελευταία χρονιὰ τῆς ἀνδρεϊκῆς ὀκταετίας, οἱ παπαριὲς φθάναν στρατόσφαιρα. Φτιάχνω τὸ λεπὸν κάτι ποὺ ἀντικειμενικὰ ἦταν χάλια (φαντάσου! κι ἕνα παιδὶ 11 ἐτῶν τὸ ἀξιολόγησε ἔτσι, δικό του πόνημα μάλιστα) πάω στὸ σχολειὸ καὶ μόλις εἶδα τῶν ἄλλων τὶς ζωγραφίτσες, ἔκρυψα καὶ ποτὲ δὲν φανέρωσα τὴν δική μου. Ντροπὴ ἀπὸ τὶς λίγες!

Τέλος πάντων μὴν τὰ πολυλογῶ, πάω συχνάκις σὲ μεγαλοκατάστημα καὶ παίρνω μαλακίτσες γιὰ μιὰν ἀνηψούλα 18 μηνῶν ὁπότε βλέπω διάφορα ποὺ μοῦ ξυπνᾶνε ντροπὲς τοῦ χθὲς ἀλλὰ καὶ ἀνεκπλήρωτες παραστάσεις. Ἔτσι, πρὸς δέκα ἡμερῶν, ἠγόρασα ὁ κατές............. μιὰν παλέττα, λαδομπογιὲς καὶ μπόλικα πινέλα. Ἠγόρασα ἐπίσης κανβὰ καὶ τὰ στόλισα ἡδυπαθῶς στὸ γραφεῖο. Ἄσχετος ὅμως ὤν, γνωρίζων ὡστόσο τὴν ἄγνοιά μου, δὲν τὰ ἄγγιζα. Πρῶτα θὰ λάμβανα κάποιες ἰδέες, ὁδηγίες, τὶπς μωρὲ ὅπως τὸ λένε ἑλληνικῶς καὶ μετὰ θὰ ἀρχινοῦσα.

Τσίμπησα κάποιες κατευθύνσεις ἀλλὰ πιστεύων ὄτι ἂν ξεκινήσω μὲ τὰ πινέλα καὶ τὰ χρώματα θὰ πᾶνε πολὺ στράφι κι αὐτὰ καὶ οἱ καμβάδες, πάλι κράτει ἔκανα. Κράτει ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο. Ξαναπῆγα στὸ μαγαζὶ κι ἀγόρασα νερομπογιές! Πρῶτα μὲ αὐτὲς θὰ ἀσχολοῦμην καὶ ὕστερις μὲ τὰ λαδοτέτοια.

Ἄσε ποὺ λειψὰ τὰ εἶχα τὰ σύνεργα! Μιὰ συνάδελφος ποὺ λὲτς σέυ ζωγραφίζει, μοῦ εἶπε μεταξὺ ἄλλων ὅτι πρέπει νὰ ἀγοράσω κι ἕνα λινέλαιο ὅπερ ἀραιώνει καὶ κάνει πιὸ εὐκολοδουλέψιμο τὸ χρῶμα. Χμ... Κι ἄλλα ἔξοδα! Κίνησα γιὰ Βουλιαγμένης καὶ Ἁλίμου σὲ μεγαλοκατάστημα ἔνθα ὑπάρχουν τέτοια.

Στὸ ὑπόγειο ἤσαντε τὰ εἴδη σχεδιοχωγραφικῆς, ζήτησα λινέλαιο καὶ πόσο φούσκωσα ποὺ μπορεῖ καὶ στὸ πωλήτριο γκομενάκι μὲ τὸ δισύλλαβο ἐπώνυμο, νὰ φάνηκα καλλιτέχνουρας! Ἀλλὰ ἡ γκαργιόλα, μὴ ἔχουσα λινέλαιο, μοῦ ἀντιπρότεινε παπαρούνας λάδι.

Τί εἶναι τοῦτο, μοῦ ξέφυγε καὶ τῆς ἔδειξα ὅτι ἤμουν τὸ παιδὶ ποὺ εἶχε λάβει ὁδηγία ἀπὸ τὸν ζωγράφο τῆς παρέας γιὰ τὴν ἀγορὰ μαζὺ μὲ ὑπόσχεση γιὰ τὰ ῥέστα δικά σου. Ὀλίγον κωλοδακτύλιως, πῆρα τὴν παπαρούνα καὶ ἀνηφόρισα στὸ ἰσόγειον νὰ πλερώσω. Παρὰ τοῦ ταμείου εἶδα ἕνα ἀρκετῶν σελίδων διαφημιστικὸ φυλλάδιο τῆς φίρμας μὲ ἕναν τί νὰ σοῦ λέω τίτλο:

«Γιὰ σᾶς τον ζωγράφο, στὶς καλλίτερες τιμές!»

Οὐάου!

- Μποράω;
- Μπορᾶτε!

Πῆρα λοιπὸν ἕνα τέτοιο φυλλάδιο καὶ μὲ τὴν ἐμπρόσθια πλευρά του ἐπιδεικτικῶς ἐπιδεικνυομένη, βγῆκα στὰ πέριξ τοῦ μεγαλοκαταστημάτου μὲ προτίμηση στὸ σέξιον τῶν cd. Πωπώ, στράκες ποὺ θὰ ἔκανα στὰ γκομενάκια ποὺ κύτταζαν στὰ ῥάφια τοῦ Χατζηγιάννη καὶ τοῦ Σάκεως! Ἐγώ, ζωγράφος! Εἶχα πάρει ἕνα πολὺ γαμῶ ὕφος, ἦταν μάλιστα καὶ τὸ μπουλντὸγκ τσιμπούκι σφηνωμένο στοὺς ὀδόντες μου, εἷς μπερὲς στὸ κεφάλι κάλυπτε κάτι τέως κατάμαυρα κροταφάκια καὶ ἕνα περιλαίμιον μεταξωτὸ ὅπερ ὡς μέγας μεσημβρινός, γκρηνουτσοειδῶς χώριζε στὰ δυὸ τὸ γραμμωμένο καὶ σφίκτικον στῆθος μου. Κυττᾶτε βρὲ μαλακισμένα ἀπὸ δῶ νὰ πάθετε πλάκα τεκτονική!

Τζίφος ὡστόσο! Τίποτε! Σύμπαντα τὰ γκομενάκια προσηλωμένα ἦσαν στὸν κατάλογο ἁσμάτων τοῦ Χατζηϊωαννείου δίσκου!

Καὶ μὲ μιὰ δυσμένη, αἱμορραγοῦσα μπορεῖ καὶ θνήξασα αὐτοεκτίμηση, ἔφυγα, γύρισα στὴν δουλειά.

Καὶ ἦταν Μεγάλη Πέμπτη, ὥρα τέτοια ποὺ πρὸ χιλίων ἐννιακοσίων ὀγδόντα τριῶν ἐτῶν καὶ τριῶν ὡρῶν ὁ Ἰησοῦς ἀνεκρίνετο ἀπὸ τὸν Ἄννα μὲ μιὰ μόνιμη ἐπωδό: Θὰ τὰ ξεράσεις ὅλα σκουλήκιιιιι! 

Τὴν ἑπομένη, μεγάλη Παρασκευὴ κίνησα γιὰ τὴν Σαλαμῖνα, ἔνθα θὰ περνοῦσα τὶς λαμπροδιακοπές. Ῥέκβιεμ χτύποι καμπανῶνε μὲ συνώδευαν καθ’ὅλην τὴν διαδρομή, σιάχνοντάς μου αὐτὸ τὸ μελαγχολικὸ κι ἀφηρημένο κι συνόφριο ὕφος, ὕφος καλλιτεχνῶν ντέ! Ποῦ’στε γκομενάκια νὰ μὲ δῇτε! Μὰ ἀντίστροφα ὁ χρόνος μετροῦσε καὶ δὲν προλάβαινα γιὰ τέτοια, μπῆκα στὸ φέρρυ καὶ πέρασα ἀπέναντι.

Μὴν στὰ πολυλογῶ. Τὴν Μ. Παρασκευὴ ἁπλῶς χάιδευα ὁπτικῶς τὰ ἐργαλεῖα. Δουλειὰ ἔπιασα τὸ μέγα Σάββατον. Κάθησα στὴν βεράντα μὲ θέα τὸ ἐκεῖ βουνό. Πῆρα τὶς νερομπογιὲς, γιόμισα νερὸ δύο ἄδεια βαζάκια μαρμελάδας μὰ δὲν εἶχα χαρτί! Ἔψαξα καὶ βρῆκα ἕνα ἀπὸ ἐξώφυλλο ντιβιντὶ προσφορᾶς ἐφημερίδος· Λίαμ Νῆσον ὡς Μάικλ Κόλλινς.

Καὶ ζωγράφισα κάτι τὸ ὁποῖο (δὲν ἔχω ντροπὲς ὁ κερατάς!) μόλις τελείωσα, κόλλησα στὸ ψυγεῖον. Τὸ ὁποῖον εἶδε μιὰ θειά μου ὧρες τέσσαρες πρὸ τοῦ δεῦτε λάβετε φῶς καὶ εἶπε: Ὡραῖο! Μπράβο! Καὶ μοιάζει σὰν παιδιοῦ δημοτικοῦ!

Εὐχαριστῶ θειά! Μοῦ ὑποχρέωσες!

Χμ... Ὅταν ὅμως θειά, ἀρχινίσω μὲ τὰ λάδια, θὰ τρίβῃς τὰ μάτια σου!  

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats