θὰ τὸν μεθύσουμε τὸν γρύλο, σιγουράνε.
Καθυστερημένος ὅπως πάντα, κίνησα γιὰ τὴν Ἀθήνα τὸ μεσημέρι. Ἔφθασα στὸ ἄστυ, ἀργοπορημένη ἦταν καὶ ἡ ἑτέρα πλευρὰ ὁπότε ἄραξα σὲ κάποιο παγκάκι, δεξιὰ ὅπως βγαίνεις ἀπὸ τὴν γνωστὴ μυρμήγκιον ἔξοδο. Εἶχε ἥλιο ἐκεῖ ὅμως καὶ δὲν μποροῦσα νᾶ σταθῶ, ἀργοῦσε καὶ ἡ ἑτέρα ὅπως ἐτόνισα. Γυρνοβολοῦσα, σφυρίζοντας κάτι τοῦ Χατζηδάκι γιὰ νὰ τσιγκλίσω εὐήκοα στὴν κουλτούρα ὤτα, κόσμος ἦταν πολὺς ἐκεῖ, ἐτοιμαζόταν γιὰ τὸ βράδυ (βράδυ ἴσον πανευρωπαϊκὴ ἐκδήλωσις ἀγανακτισμένων). Κάποιοι μὲ ξαπλωμένα χαμαὶ πανὼ ζωγράφιζαν κουτσαβάκικες δηλώσεις καὶ τελεσίγραφα, ἄλλοι στὰ γρασίδια παῖζαν μὲ μποῦκλες τῶν μακρυῶν μαλλιῶν τους, μὲ ἔντονο δὲν μὲ μέλλει ὕφος, ἔχοντες κατὰ νοῦ φυσικὰ πάλη στὶς πρασινάδες, ὄχι πάλη ταξικὴ καὶ πάλης ξεκίνημα νέοι ἀγῶνες. Σὲ κάποια ἄλλα πόστα ἡ γραφικότης χτυποῦσε κόκκινο· διέκρινες αὐτοσχέδιες πινακιδοῦλες ἀπὸ τὶς ὁποῖες μάθαινες ὅτι τὸ μέρος ἐκεῖνο, φιλοξενοῦσε ἐπιτροπὴ σιτίσεως. Ἔψαξα στὰ γύρω νὰ ἐντοπίσω μὰ δὲν εἶδα ἀνάλογες ἐπιτροπὲς μεριμνοῦσες καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ σίτιση τῶν ἀγωνιστῶνε ἢ τὴν ἀφροδίσια τέτοια – στὴν τέτοια τους, καλάαααα. Μοῦ ἔβαλα θερμόμετρο καὶ διεπίστωσα ὅτι ἂν συνέχιζα νὰ παραμένω ἐκεῖ τὸ οὕτως ἢ ἄλλως θλιβερό μου σαρκίο θὰ ἐκρηγνυόταν, χάσκουσα καιόμενα κρέατα θὰ ῥάντιζαν τὰ δένδρα τῆς πλατείας, τὰ προσώπατα τῶν ἀγανακτισμένων, τὰ θράκαις λουκάνικα πλανόδιων, τὰ ἐξώφυλλα τῆς Ἐργατικῆς Ἀλληλεγγύης. Ἀνηφόρισα τὴν ἀριστερὰ κλίμακα καὶ κατηυθύνθην στὸ μνημεῖο τοῦ ἄγνωστου στρατιώτη (Καιρὸς νὰ μᾶς τὸν ἀποκαλύψῃς, Τσὰκ Νόρρις). Ἀνέμενα ἐκεῖ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα, μὲ τὸ τζόκεϋ νώτικα καπέλο, γυαλὶ καθρέπτη, τσιμπούκι σφιχτὰ στὰ δόντια μὰ μὲ ἕνα περιεργότατο ὕφος καὶ συμπεριφορά. Δὲν ἔβλεπα τὸ μνημεῖον, δὲν κυττοτριβοῦσα τοὺς εὐθυτενεῖς εὐζώνους (τῶν ὁποίων φυσικὰ ἡ φουστανέλλα εἶναι ἀλβανικῆς προελεύσεως, ἄιντα, ἀποδομήθηκε κάτι βρωμοελληνικό, ἄαααχ) ἀκινήτους νὰ ἡρακλεύουν τὸ κενοτάφιον, οὔτε σχιστομάτηδες τουρίστες νὰ τηροῦν τόσο εὐλαβικῶς τὰ δέοντα ἑκατοστὰ ἀπόστασης μὲ τὸν τσολιὰ κατὰ τὴν φωτογράφιση. Μὰ στραμμένος δεξιὰ κι ἀριστερά, ἀκόμα καὶ μὲ πλάτη πρὸς τὸ ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ, τάφος, κυττοῦσα τοὺς πέριξ μὲ μέτωπον ἐπαναλαμβάνω πρὸς τὴν πλατεία καὶ τὴν ἑρμοῦ. Κι ὅλο τοῦτο, μὲ σπασμωδικὸν μάλιστα ῥυθμόν. Γρήγορα, ἀπότομα, ἀκανόνιστα γυρόφερνα τὸ βλέμμα ἀπὸ τὸν τάδε κύριο πρὸς τὴν δείνα δεσποινίδα μὲ ἀνάλογη κίνηση τῆς κεφαλῆς. Κέφαρα πολὺ νὰ δείχνωμαι σὲ τυχὸν γνωρίζοντες πὼς δι’ οἵων κινήσεων στάνταρ θὰ ἤμην ῥουφιάνος τῶν ἀρχῶν καταστολῆς, πεμπτοφαλαγγίτης, φυτεμένος μέσα σὲ ἀθῶες κατ’ἀρχάς, ἐν δυνάμει πάντως ἑστίες ταραχῶν. Πῶς μοῦ ἄρεσε ποὺ θὰ νόμιζαν κάποιοι ὅτι ὡς πολιτικῶς ἐνδεδυμένος, μὲ σπορτιλίδικην μάλιστα ἀμφίεσιν θὰ διελανθανόμην καὶ ἴσως νὰ ἀνέστειλλα, μέσῳ κάποιων πληροφορίων σὲ κατάλληλους δέκτες, κάποια τζερτζελάκια. Γοῦστα ποὺ ἔκανααααααααα ποὺ θὰ μὲ λόγιζαν τσάτσο, χαφιὲ καὶ ῥουφιάνο τῶν ὀργάνων τῆς τάξεως! Ποῦ νἄξεραν κι ὅλας πὼς ὅλα τοῦτα θὰ ἐγένοντο τσάμπα, χωρὶς ἀμοιβή, ἀμοιβὴ εἶχα τὴν ἠθικὴ ἰκανοποίηση νὰ καρφώνω! Ἀλλὰ δὲν κράτησε πολὺ ἡ χαρά, μὲ κάλεσε ἡ ἔψιλον καὶ ποῦ εἶσαι καλέεεεεε; Στὸ μνημεῖον – προσὸ χὴ – τοῦ ἀγνώστου στρατιώτου, παιδί μου, ἀπήντησα καὶ ἔλαβα πλερωμένη ἀπάντηση: ποῦ εἶναι αὐτό;
2 σχόλια:
Αγανακτώντας πάς στην Πόλη, Βανζέλ?
λές νά γίνει;
δέν τό σκέφτηκα καθόλου!
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα