Κυριακή, Μαΐου 15, 2011

Τὸ γιοφύρι τῆς Ἄρτας


Σαράντα πέντε μάστοροι κι ἐξῆντα μαθητάδες
γιοφύρι ἐθεμέλιωναν στῆς Ἄρτας τὸ ποτάμι.
Ὁλημερὶς τὸ χτίζανε, τὸ βράδυ ἐγκρεμιζόταν.
Μοιριολογοῦν οἱ μάστοροι καὶ κλαῖν οἱ μαθητάδες:
«Ἀλοίμονο στοὺς κόπους μας, κρίμα στὶς δούλεψές μας,
ὁλημερὶς νὰ χτίζουμε τὸ βράδυ νὰ γκρεμιέται.»
Πουλάκι ἐδιάβη κι ἔκατσε ἀντίκρυ στὸ ποτάμι,
δὲν ἐκελάηδε σὰν πουλί, μηδὲ σὰν χηλιδόνι,
παρὰ ἐκελάηδε κι ἔλεγε ἀνθρωπινὴ λαλίτσα:
«Ἂν δὲ στοιχειώσετε ἄνθρωπο, γιοφύρι δὲ στεριώνει,
καὶ μὴ στοιχειώσετε ὁρφανό, μὴ ξένο, μὴ διαβάτη,
παρὰ τοῦ πρωτομάστορα τὴν ὅμορφη γυναίκα,
ποὺ ἔρχεται ἀργὰ τ’ ἀποταχὺ καὶ πάρωρα τὸ γιόμα.»

Τ’ ἄκουσ’ ὁ πρωτομάστορας καὶ τοῦ θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει τῆς λυγερῆς μὲ τὸ πουλὶ τ’ ἀηδόνι:
Ἀργὰ ντυθεῖ, ἀργὰ ἀλλαχτεῖ, ἀργὰ νὰ πάῃ τὸ γιόμα,
ἀργὰ νὰ πάῃ καὶ νὰ διαβῇ τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Καὶ τὸ πουλὶ παράκουσε κι ἀλλιῶς ἐπῆγε κι εἶπε:
«Γοργὰ ντύσου, γοργὰ ἄλλαξε, γοργὰ νὰ πᾷς τὸ γιόμα,
γοργὰ νὰ πᾷς καὶ νὰ διαβῇς τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.»

Νά ’τηνε κι ἐξανάφανεν ἀπὸ τὴν ἄσπρην στράτα.
Τὴν εἶδ’ ὁ πρωτομάστορας, ῥαγίζεται ἠ καρδιά του.
Ἀπὸ μακρυὰ τοῦς χαιρετᾷ κι ἀπὸ κοντὰ τοὺς λέει:
«Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι καὶ σεῖς οἱ μαθητάδες,
μὰ τί ἔχει ὁ πρωτομάστορας καὶ εἶναι βαργιομισμένος;»
«Τὸ δαχτυλίδι τό ’πεσε στὴν πρώτη την καμάρα,
καὶ ποιὸς νὰ μπῇ, καὶ ποιὸς νὰ βγῇ, τὸ δαχτυλίδι νά ’βρῃ;»

«Μάστορα, μὴν πικραίνεσαι κι ἐγὼ νὰ πά’ σ’ τὸ φέρω,
ἐγὼ νὰ μπῶ, κι ἐγὼ νὰ βγῶ, τὸ δαχτυλίδι νά ’βρω.»
Μηδὲ καλὰ ἐκατέβηκε, μηδὲ στὴ μέση ἐπῆγε,
«Τράβα, καλέ μ’ τὸν ἅλυσο, τράβα τὴν ἁλυσίδα
τί ὅλον τὸν κόσμο ἀνάγειρα καὶ τίποτες δὲν ηὗρα.»

Ἕνας πηχάει μὲ τὸ μυστρὶ κι ἄλλος μὲ τὸν ἀσβέστη,
παίρνει κι ὁ πρωτομάστορας καὶ ῥίχνει μέγα λίθο.
«Ἀλίμονο στὴ μοίρα μας, κρίμα στὸ ῥιζικό μας!
Τρεῖς ἀδελφάδες ἤμαστε, κι οἱ τρεῖς κακογραμμένες,
ἡ μιά ’χτισε τὸ Δούναβη, κι ἡ ἄλλη τὸν Ἀφράτη
κι ἐγὼ ἡ πλιὸ στερνότερη τῆς Ἄρτας τὸ γιοφύρι.
Ὡς τρέμει τὸ καρυόφυλλο, νὰ τρέμῃ τὸ γιοφύρι,
κι ὡς πέφτουν τὰ δεντρόφυλλα, νὰ πέφτουν οἱ διαβάτες.»

«Κόρη, τὸ λόγον ἄλλαξε κι ἄλλη κατάρα δῶσε,
πο’χεις μονάκριβο ἀδελφό, μὴ λάχῃ καὶ περάσει.»
Κι αὐτὴ τὸ λόγον ἄλλαζε κι ἄλλη κατάρα δίνει:
«Ἂν τρέμουν τ’ ἄγρια βουνά, νὰ τρέμῃ τὸ γιοφύρι,
κι ἂν πέφτουν τ’ ἄγρια πουλιά, νὰ πέφτουν οἱ διαβάτες,
τί ἔχω ἀδελφὸ στὴν ξενιτιά, μὴ λάχῃ καὶ περάσει.»

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

blog stats